Ατμόπλοιο Μαριέττα Ριάλδη Εσμεράλδα, μωρό μουΟ θείος μου, όπως μου διηγήθηκε ο πατέρας μου, γνώρισε τον Νίκο Καββαδία πριν από τον πόλεμο, όταν και οι δύο ήταν μπαρκαρισμένοι στο Α/Π «Ελένη» του Εμπειρίκου. Εκείνη την εποχή ο θείος Πίπος ήταν τζόβενο και ο Καββαδίας απλός ναύτης - δεν είχε πάρει δηλαδή ακόμα το δίπλωμα του ασυρματιστή. Πιστεύω πως αν γνωρίζονταν αργότερα, σε ηλικία ωριμότητας, ας πούμε τότε που γράφτηκε η Βάρδια, δηλαδή το 1951-1952, ο θείος μου ίσως να μην αυτοκτονούσε. Στο συγκεκριμένο βιβλίο ο Καββαδίας έχει βάλει πολλές ιστορίες για προδομένους ναυτικούς και άπιστες συζύγους, που αν ο θείος μου το διάβαζε κι έβλεπε πού οδηγούν οι ζήλειες δεν θα προχωρούσε στον φόνο της γυναίκας του και στη συνέχεια στον αυτοχειριασμό.
Εν πάση περιπτώσει, την εποχή της γνωριμίας τους ήταν νεαροί άντρες, άδολοι σχεδόν κι αθώοι. Παρά τη διαφορά της ηλικίας τους - ο θείος μου ήταν καμιά δεκαριά χρόνια νεώτερος -, είχαν πολλά κοινά σημεία, αλλά υπήρχαν στον χαρακτήρα τους και μερικές θεμελιακές διαφορές. Μπορώ ν' αναφέρω, εκτός από την αγάπη τους για τη θάλασσα, τη ροπή για ανεξαρτησία, τη λατρεία τους για τη γυναίκα, τον ενστερνισμό των αριστερών ιδεών, την ολοφάνερη κλίση τους προς το αγωνίζεσθαι. Αυτά που τους χώριζαν τα θεωρώ επουσιώδη: ο Καββαδίας ήταν νηφάλιος και μάλλον ορθολογιστής, ο θείος μου οξύθυμος και κυκλοθυμικός. Ο Καββαδίας φοβόταν τον γάμο και ο θείος μου παντρεύτηκε. Ακόμα, ο Καββαδίας παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του πιστός στις ιδέες του, ενώ ο θείος μου, όντας κομμουνιστής, ιδρυτικό μέλος του ΕΑΜ της Κέρκυρας, πήγε και εντάχθηκε στον αντάρτικο στρατό του Ζέρβα, μόνο και μόνο για να 'χει κάθε μέρα ένα πιάτο φαγητό και ενίοτε καμιά χρυσή λίρα - από εκείνες που έδιναν οι Άγγλοι.
Ένα περιστατικό που έπαιξε σημαντικό ρόλο στο τσιμέντωμα της φιλίας τους είναι το παρακάτω (το επεισόδιο συνέβη στη Γένοβα και δείχνει με ανάγλυφο τρόπο τον χαρακτήρα τους). Το βαπόρι ήταν δεμένο πολλές μέρες στον ντόκο, έτσι το πλήρωμα μπορούσε να βγαίνει σε καθημερινή Βάση έξω και να επιδίδεται σε ερωτικά νταραβέρια. Η μακρά παραμονή στο λιμάνι έδεσε τους άντρες με τις ντόπιες γυναίκες, μερικές από τις οποίες συνήθιζαν να μπαίνουν στις καμπίνες και να ξενυχτάνε. Ο θείος μου είχε κουβαλήσει στην καμπίνα του μια χήρα ή χωρισμένη, κάτι τέτοιο τέλος πάντων, που τον περιποιόταν και τον φρόντιζε. Επειδή ήταν πρωτόμπαρκος, ορισμένοι παλιοί ναυτικοί δεν τον υπολόγιζαν. Κάποιος από αυτούς, ένας θερμαστής, που θεωρούσε τον εαυτό του μάγκα, είχε βάλει στο μάτι τη γυναίκα και μια μέρα, την ώρα που η χήρα ανέβαινε τη σκάλα, της έπιασε τα οπίσθια. Αγαπάει ο Θεός τον κλέφτη αλλά αγαπάει και τον νοικοκύρη: εκείνη την ώρα ο θείος μου ήταν ανεβασμένος στην κορυφή ενός άλμπουρου, δεμένος με σκοινί κι έβαφε. Όταν πήρε είδηση τον θερμαστή να χουφτώνει τη γυναίκα, τη δική του γυναίκα, του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, θόλωσε, επιχείρησε να κατεβεί, προσπάθησε να πιαστεί από τον μακαρά, αλλά αυτό το μαραφέτι γύρισε και του 'κοψε το μικρό δάχτυλο του δεξιού χεριού. Το δάχτυλο έπεσε στη λαμαρίνα της κουβέρτας, ενώ πάραυτα ο λοστρόμος φρόντισε να μεταφέρει τον θείο μου στην καμπίνα του γραμματικού για τις πρώτες βοήθειες. Ο Καββαδίας που είχε δει όλη τη σκηνή από το φινιστρίνι της καμπίνας του έσπευσε στο σημείο του ατυχήματος. Την ώρα εκείνη η γάτα του μάγειρα μύρισε το ζεστό ακόμα δάχτυλο κι έφυγε, ενώ ο σκύλος του λοστρόμου που γνώρισε αμέσως σε ποιον ανήκε το 'γλειψε απαλά. Τότε ο Καββαδίας το σήκωσε, το φύσηξε να φύγει η σκόνη και το πήγε στον γραμματικό να το πλύνει με οινόπνευμα και να το βάλει σ' ένα ποτήρι με φορμόλη. Για να μην τα πολυλογώ, ο τραυματίας και το δάχτυλο του μεταφέρθηκαν επειγόντως στο τοπικό νοσοκομείο, όπου ένας Αυστριακός γιατρός κατάφερε να επιτύχει μια καλή συγκόλληση.
* * *
Ένα άλλο επεισόδιο που δείχνει πόσο γερή ήταν η φιλία τους έγινε την ίδια χρονιά, λίγους μήνες αργότερα. Το βαπόρι βρισκόταν στη Μασσαλία και οι δύο φίλοι έβγαιναν κάθε μέρα για να πάνε να βρούνε γυναίκες: ο Καββαδίας την Εσμεράλδα, μια τσιγγάνα, κι ο θείος μου την Εμινέ, μιαν αραπίνα από το Μαρόκο. Μπήκαν στο χαμαιτυπείο όπου συνήθως σύχναζαν, στην rue des Phociens, στο Quartier du Panier της Παλιάς Πόλης, και φώναξαν τις γυναίκες στο τραπέζι τους: η τσιγγάνα και η αραπίνα, πήγαν και κάθησαν στα γόνατα τους. Όλα πήγαιναν καλά, καθώς τα δύο ζευγάρια χαϊδολογούνταν, πίνοντας και χαχανίζοντας μέσα στο ντουμάνι από τους καπνούς των τσιγάρων. Το μαγαζί ήταν γεμάτο ναυτικούς κάθε φυλής από τα βαπόρια που φόρτωναν ή ξεφόρτωναν, κάθε κοπέλα είχε Βρει το ταίρι της. Ξαφνικά, εμφανίστηκε μπροστά τους ο θερμαστής που λέγαμε. Φαινόταν ελαφρώς πίτα. Πήγε στον πάγκο, παράγγειλε ποτό και μπάνιζε τις κοπέλες του μαγαζιού.
Την προηγούμενη φορά την είχε γλιτώσει φτηνά, χωρίς καμιά συνέπεια, επειδή ο θείος μου έδωσε τόπο στην οργή. Εκεί, όμως, στο μισοσκότεινο χαμαιτυπείο, η υπομονή του θείου Πίπου εξαντλήθηκε, όταν ο εν λόγω, εκλαμβάνοντας την ανεκτικότητα ως αδυναμία, σηκώθηκε, έκανε μερικά βήματα κι επιχείρησε να σηκώσει την τσιγγάνα από τα γόνατα του Καββαδία.
«Πάμε να σε ξεσκίσω, μωρή χαμούρα!» της είπε, αρπάζοντάς την από το μπράτσο.
Το θράσος του οφειλόταν στο ότι κάποτε την είχε χρυσοπληρώσει για να την πάρει νυχτιά. Τόσο ο Καββαδίας όσο και η γυναίκα αντέδρασαν πολιτισμένα στην παράλογη επιθυμία του θερμαστή.
«Γύρνα στη θέση σου!», του είπε ήρεμα ο Καββαδίας.
«Απόψε έχω παρέα!», είπε η Εσμεράλδα.
Ο θείος μου δεν άνοιξε το στόμα του, έσφιξε όμως τις γροθιές του, συγκρατώντας την επιθυμία του να ορμήσει στον παλικαρά και να τον τουλουμιάσει στο ξύλο. Ο θερμαστής κοίταξε περιφρονητικά τον Καββαδία, του πέταξε ένα απειλητικό «θα σου δείξω εγώ!» και ξαναγύρισε στον πάγκο. Ήταν τόσο αντιπαθής ώστε όχι μόνο δεν τον έκαναν παρέα οι συνάδελφοί του από το βαπόρι, αλλά ούτε και οι γυναίκες του μαγαζιού ήθελαν να καθήσουν μαζί του - τις θεωρούσε ιδιοκτησία του. Εκείνη τη βραδιά ήταν και άτυχος αφού κανένα θηλυκό δεν ήταν διαθέσιμο. Ο θείος μου που δεν ξεχνούσε εύκολα τις παλιανθρωπιές, μολονότι είχε συγχωρέσει την πρώτη φορά τον ασχημονήσαντα (όπως είχε συγχωρήσει και τη γυναίκα του όταν την πρωτόπιασε με γκόμενο), δεν θέλησε να αφήσει το συμβάν να λήξει έτσι. Προτού, λοιπόν, ετοιμαστούν να αναχωρήσουν για το ξενοδοχείο, ζήτησε από τον σερβιτόρο τρία πιρούνια, χώνοντάς του με τρόπο στο χέρι ένα χαρτονόμισμα για να κάνει το κορόιδο σε όσα θα επακολουθούσαν.
Αμέσως μετά, τη στιγμή που ο θερμαστής ήταν σκυμμένος στο ποτήρι του, ο θείος μου με τα πιρούνια κρυμμένα στην τσέπη του σακακιού του τον πλησίασε και τον ατένισε με θάρρος.
«Έλα έξω ρε, να καθαρίσουμε!» τον πρόσταξε.
Εκείνος, παρ' ότι μεθυσμένος, κατάλαβε πως δεν θα τα έβγαζε πέρα με τον αψίκορο νεαρό, που είχε με το μέρος του και τον Καββαδία και τ' άλλα παλικάρια από το πλήρωμα του Βαποριού.
«Δεν είμαι σε φόρμα σήμερα!».
Ο θείος μου τότε τον τράβηξε από το μανίκι λέγοντάς του πως δεν είναι άντρας. Ο θερμαστής, βλέποντας πως βρισκόταν σε μειονεκτική θέση, αρνήθηκε να εγκαταλείψει τον πάγκο. Τότε ο θείος Πίπος πήρε φόρα και του κάρφωσε ένα πιρούνι στο δεξί κωλομέρι. Θέλοντας εκείνος να το παίξει ψύχραιμος, δεν έβγαλε τσιμουδιά, με αποτέλεσμα το δεύτερο πιρούνι να καρφωθεί στο αριστερό κωλομέρι του. Πονώντας, σήκωσε το κεφάλι του για να κοιτάξει τον θείο μου, που κρατούσε στο χέρι το τρίτο πιρούνι, έτοιμο να το καρφώσει στο μάτι του. (Ασφαλώς, δεν είχε τέτοια πρόθεση, η κίνηση ήταν καθαρά απειλητική). Ξέροντας πως δεν είχε καμιά ελπίδα, ο θερμαστής σηκώθηκε και με τα πιρούνια στον κώλο - το αίμα έτρεχε, λερώνοντας το παντελόνι του -, πήγε στο κοντινό αστυνομικό τμήμα για να καταγγείλει το περιστατικό. Φυσικά, όταν ύστερα από αρκετή ώρα έφτασαν οι αστυνομικοί, ο Καββαδίας, ο θείος μου και οι δύο γυναίκες βρίσκονταν σε κάποιο ξενοδοχείο κι έβγαζαν τα μάτια τους.
* * *
Θα κάνω εδώ μια παρέκβαση. Οι δυο φίλοι είχαν στη Μασσαλία μια ενδιαφέρουσα συνάντηση με τον Γιώργο Σεφέρη έναν χρόνο νωρίτερα, τον Ιούλιο του 1937, όταν εκείνος που τότε ήταν πρόξενος στην Κορυτσά πήγαινε στο Λονδίνο για να τακτοποιήσει κάτι εκκρεμότητες της υπηρεσίας του. Έτυχε τώρα να συνταξιδεύουν στο ίδιο βαπόρι ο Στρατής Τσίρκας με τη γυναίκα του την Αντιγόνη που ξεκίνησαν από την Αλεξάνδρεια για να κάνουν το ταξίδι του μέλιτος στην Ευρώπη. Ο Καββαδίας, θέλοντας να τιμήσει τους δύο ποιητές - τύπωσε το Μαραμπού το 1933, ενώ ο Σεφέρης εξέδωσε τη Στροφή το 1931 και ο Τσίρκας τους Φελλάχους το 1937 -, τους πήγε σ' ένα εξοχικό μαγαζί στην περιοχή του Πράντο. Επέστρεψαν στο κέντρο της Μασσαλίας μ' ένα ταξί και οι δύο ναυτικοί με τον Σεφέρη συνόδευσαν τους νεόνυμφους στον σιδηροδρομικό σταθμό του Saint- Charles για να πάρουν το τρένο για το Παρίσι - ο Τσίρκας θα συμμετείχε στο Β' Διεθνές Συνέδριο των Συγγραφέων για την Υπεράσπιση της Κουλτούρας εναντίον του Φασισμού. Ως γνωστόν, μαζί με τον μαύρο Αμερικανό ποιητή Λάνγκστον Χιους έγραψε τον όρκο των ποιητών στον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα που διαβάστηκε στο συνέδριο από τον Λουί Αραγκόν (λίγο αργότερα ο Καββαδίας έγραψε το δικό του ποίημα για τον αδικοχαμένο Ανδαλουσιανό, αυτό που λέει «Ατσίγγανε κι αφέντη μου, με τι να σε στολίσω; Φέρτε...»).
Ο Σεφέρης, που έπρεπε να επισκεφθεί το ελληνικό προξενείο της πόλης, είχε καθυστερήσει μια μέρα το ταξίδι του για το Λονδίνο κι έτσι ο Καββαδίας σκέφτηκε να τον μυήσει στα μυστικά της Μασσαλίας. Πράγματι, μετά τον σταθμό, είπε στον οδηγό μια διεύθυνση και σε λίγο έφταναν στη rue des Phociens. Ο Σεφέρης, που γνώριζε καλά το κτίριο του ελληνικού προξενείου από τις προηγούμενες φορές που πέρασε από εκεί, ξαφνιάστηκε.
«Είναι η γειτονιά με τα μπουρδέλα», του είπε ο Καββαδίας και τον προσκάλεσε να μπουν σ' ένα μπαρ για να του γνωρίσει την Εσμεράλδα.
Ο Σεφέρης εξοργίστηκε από την αναπάντεχη πρόταση, αλλά επειδή ήταν άνθρωπος με καλή ανατροφή απλώς σκυθρώπιασε και τους παρακάλεσε να τον αφήσουν μόνο. Ο Καββαδίας και ο θείος μου κατέβηκαν και ο Σεφέρης πήγε στον προορισμό του με το ίδιο ταξί. Χρόνια έκαναν να μιλήσουν οι δύο ποιητές.
Η συμφιλίωσή τους έγινε με πρωτοβουλία του Καββαδία που έγραψε το Εσμεράλδα (αυτό που λέει «Μη φεύγεις. Πες μου, το 'πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο ή στα βρωμιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;») και το αφιέρωσε σε αυτόν: «Στον Γιώργο Σεφέρη», διαβάζουμε κάτω από τον τίτλο του ποιήματος που μπήκε στο Πούσι το 1947. Ασφαλώς, το όνομα Εσμεράλδα παραπέμπει στην τσιγγάνα της Μασσαλίας, την οποία ο Σεφέρης δεν θέλησε να γνωρίσει. Ας μην ξεχνάμε ότι εκείνη την εποχή ζούσε μιαν υπέροχη ερωτική ιστορία με τη Μαρώ.
* * *
Η Εσμεράλδα ήταν η αφορμή και για την παρ' ολίγο ρήξη ανάμεσα στον Καββαδία και τον θείο μου. Το περιστατικό που κλόνισε τη φιλία τους έγινε ένα μήνα μετά το συμβάν με τον Σεφέρη. Το Α/Π «Ελένη» σαλπάρισε από τη Μασσαλία για την Αμβέρσα, το Ρότερνταμ και το Λονδίνο, όπου θα 'μπαινε σε δεξαμενή για σέρβις. Οι δύο γυναίκες, η τσιγγάνα και η αραπίνα, τους ακολούθησαν στην Αγγλία ταξιδεύοντας με το ίδιο πλοίο. Επρόκειτο για ένα ολιγοήμερο ταξίδι αναψυχής που θα το εκμεταλλεύονταν για να γνωρίσουν τα αξιοθέατα της πόλης. Στο Λονδίνο οι δύο φίλοι θα ξεμπαρκάριζαν και θα επέστρεφαν στη Μασσαλία με το τρένο μέσω Παρισιού.
Έλα, όμως, που τα θηλυκά έχουν τον διάολο μέσα τους. Μια μέρα που ο Καββαδίας έφυγε για να πάει να βρει στο City τον θείο του, τον Παναγή Γιαννουλάτο, η Εσμεράλδα μπήκε στην καμπίνα του θείου μου με σκοπό να τον αποπλανήσει. Μπορεί να το 'κανε από πόθο ή ερωτική βουλιμία, αλλά δεν αποκλείεται να 'θελε να τη σπάσει στην αραπίνα με την οποία συνδεόταν με λυκοφιλία. Η Εμινέ είχε κατεβεί στον ντόκο, να χαζέψει λίγο τους ερασιτέχνες ψαράδες στον Τάμεση, κι η τσιγγάνα βρήκε την ευκαιρία να δράσει. Ο θείος μου, την ώρα που η Εσμεράλδα μπήκε στην καμπίνα, βρισκόταν σε δημιουργικό οίστρο: έφτιαχνε ένα μαντολίνο με ειδικό ξύλο μουριάς που βρήκε στην Αγγλία. Επομένως, δεν είχε καμιά διάθεση για ερωτικές διαχύσεις και το κυριότερο δεν ήταν ο άνθρωπος που μπορούσε να ψιλογαμήσει την γκόμενα του φίλου του. Αυτό δεν το 'ξερε η Εσμεράλδα, η οποία βλέποντας την αδιαφορία του πείσμωσε, γύμνωσε το στήθος της και τον πλησίασε με τη θηλή προτεταμένη, έτοιμη να του τη χώσει στο στόμα. Για κακή της τύχη, εκείνη τη στιγμή γύρισε η αραπίνα, η οποία βλέποντάς την σ' αυτήν την άσεμνη στάση έβαλε τις φωνές και όρμησε να της βγάλει τα μάτια με τα δάχτυλα της. Οι δύο γυναίκες άρχισαν να παλεύουν, ο θείος μου το διασκέδαζε, και μόνο όταν η Εσμεράλδα έβγαλε έναν σουγιά από μια κρυφή τσέπη του φουστανιού της και όρμησε κατά της ούτως ειπείν αντιζήλου της, πετάχτηκε όρθιος, της τον πήρε και τον πέταξε στη θάλασσα.
Επιστρέφοντας, ο Καββαδίας πληροφορήθηκε τα συμβάντα αλλά, όπως γίνεται συνήθως, του τα είπαν αρκετά διαστρεβλωμένα. Ο θείος μου αναγκάστηκε να του αφηγηθεί το περιστατικό με κάθε λεπτομέρεια, οπότε εκείνος πείστηκε για τη δολιότητα της φίλης του.
«Είναι αλήθεια, Εσμεράλδα, μωρό μου;» ρώτησε την τσιγγάνα ο Καββαδίας. Εκείνη δεν απάντησε, οπότε ο Καββαδίας την τιμώρησε με μιας ημέρας αποχή από τα ερωτικά του καθήκοντα. Αργότερα, συζητώντας με τον θείο μου, είπε την περίφημη φράση - την έβαλε στη Βάρδια του -, «τις γυναίκες στα μπουρδέλα τις λέμε δημόσιες, τις άλλες που 'ναι απέξω πώς πρέπει να τις φωνάζουμε; Βρες μου τη λέξη». Το νόημα της φράσης δεν έγινε κατανοητό από τον θείο μου. Διότι, με την πρώτη ευκαιρία, όταν είδε ένα όμορφο θηλυκό που του γυάλισε, πήγε και παντρεύτηκε - κάτι που το πλήρωσε πολύ ακριβά.
* * *
Στις 19 Ιουνίου, αν θυμάμαι καλά, του 1956, ο θείος μου τραυμάτισε θανάσιμα με μαχαίρι τη γυναίκα του στις Κουκουβάουνες, στο σπίτι του εραστή της, κάποιου οικοδόμου ονόματι Μαρκάκη. Όταν την είδε νεκρή, παραφρόνησε και χτυπήθηκε στο στήθος και στην κοιλιά με το ίδιο μαχαίρι. Η Ακρόπολις κατέγραψε την είδηση σ' ένα μικρό μονόστηλο, μα το θέμα δεν απασχόλησε καθόλου το πανελλήνιο - στην εξουσία βρισκόταν ο νεοεκλεγμένος Κωνσταντίνος Καραμανλής -, που εκείνη την εποχή αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα, την ανεργία, το Κυπριακό κ.λπ. Αυτό όμως το γεγονός, το πιο δραματικό κομμάτι της ιστορίας της ζωής του θείου Πίπου, παραμένει ολοζώντανο στο μυαλό του πατέρα μου, χαραγμένο με ανεξίτηλα χρώματα - βεβαίως δεν γνώρισε ποτέ τον Καββαδία, τον Σεφέρη και τον Τσίρκα. Διότι, η Εσμεράλδα, η Εμινέ και οι άλλες γυναίκες με τα περίεργα ονόματα αποτελούν απλώς τις αφορμές για να μου αφηγείται κάπου κάπου κωμικοτραγικές ιστορίες από τα λιμάνια του κόσμου με ήρωα τον αδελφό του.
Φίλιππος Φιλίππου
από την εφημερίδα 'ΤΑ ΝΕΑ', 9/8/2003
...Φοβάμαι ότι αυτή η ιστορία εκτός από μακρόσυρτη, δεν είναι και
τόσο για Κυρίες,αλλά δεν άντεξα και υπέπεσα στον 'πεζό' πειρασμό για ευνόητους λόγους...
Ας μου το συγχωρήσουν οι ''ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΕΣ''.
Δημοσιεύτηκε από Homo Navigatus στις
1/04/2008