HOMA EDUCANDUS
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.


HOMA EDUCANDUS - Φόρουμ φιλοσοφίας, παιδείας, πολιτικής και ναυτιλίας!
 
ΠΟΡΤΑΛ ΛΙΑΝΤΙΝΗΣΦόρουμΠόρταλLatest imagesΔΙΟΠΤΕΥΣΕΙΣΠΟΛΥΦΩΝΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟΕικονοθήκηΕγγραφήΣύνδεση

 

 ΑΡΣΙΝΟΗ

Πήγαινε κάτω 
ΣυγγραφέαςΜήνυμα
ΔΑΝΑΗ
Admin
ΔΑΝΑΗ


Αριθμός μηνυμάτων : 8144
Registration date : 30/10/2007

ΑΡΣΙΝΟΗ Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: ΑΡΣΙΝΟΗ   ΑΡΣΙΝΟΗ Icon_minitimeΣαβ Δεκ 12, 2009 7:12 pm

ΑΡΣΙΝΟΗ

Της Μαριορής Λαμπρίδου


Kατάφορτο κατέβαινε το λεωφορείο την Κηφισίας. Σαρδέλες οι άνθρωποι, άλλοι καλοβαλμένοι, άλλοι μεροκαματιάρηδες, παιδιά του σχολειού, ακόμη και μετανάστες με εκείνη την τσίκνα του ανθρώπου που έχει καιρό να χαρεί το νερό.

Χώθηκε γρήγορα στο κάθισμα που άδειασε. Σε άλλους καιρούς ο εισπράκτορας θα φώναζε από το μικρόφωνο: «Μια θέση για τη γιαγιά, παρακαλώ». Τώρα ευτυχώς δεν υπήρχε πια εισπράκτορας. Κι αν καμιά φορά λύγιζαν τα πόδια της, το είχε καλύτερο να ζητήσει μόνη της από κάποιο νεότερο να της παραχωρήσει θέση.

Πριν ακόμη κοιτάξει δίπλα της, την τύλιξε η μυρουδιά. Βαρύ αντρίκιο άρωμα. Έκανε πως βλέπει έξω. Μαλλιά μακριά και λυτά. Κάποτε πρέπει να ήταν κατάξανθα. Ένα γενάκι, ασημοκαπνισμένο κι αυτό και κουρεμένο κοντό κοντό από χέρι προσεκτικό. Τα μάτια του δεν τα έβλεπε. Μόνο πως ήταν σκυμμένος σε κάτι χαρτιά.

Τα άφησε όταν κουδούνισε το κινητό του. Ο άντρας νωχελικά το άνοιξε και άρχισε να μιλάει χαμηλόφωνα. Έστησε το αυτί της. Μια συγχορδία μελωδικών φθόγγων.

Η γυναίκα έκλεισε τα μάτια. Στενά τα καθίσματα και τα σκαμπανεβάσματα του λεωφορείου την άφηναν ελεύθερα να γεύεται τη ζεστασιά του αγνώστου.

- Τι μέρα είπες; Στις 17; Ωραία. Δύο με πέντε; Πόσες αιτήσεις έχουμε; Όχι, όχι. Δε θα διαβάσω τα κείμενα που έστειλαν. Θα τους πάρω όλους. Για να θέλουν να έρθουν, αξίζει να τους δώσω την ευκαιρία. Ξέρεις τις απόψεις μου, η γραφή διδάσκεται. Κι όλοι μπορούν να μάθουν να βγάζουν στο χαρτί τη βαθύτερη αλήθεια που κουβαλάει η ψυχούλα τους. Αρκεί να τους δείξεις τον τρόπο να βουτάνε την πένα τους στις στιγμές που στάζουν χυμούς και αίμα. "Χλωρά και έναιμα"! Γοργίας, αγαπητέ μου.

Στην άλλη στάση εκείνος κατέβηκε. Η ηλικιωμένη γυναίκα, κυρα - Νίτσα τη φώναζαν οι γνωστοί της, πρόλαβε να τον δει έξω στο πεζοδρόμιο. Με την καμπαρτίνα του να ανεμίζει στο βοριαδάκι και την τσάντα στο χέρι.

Έπειτα το λεωφορείο ξεκίνησε. Άφησε τη θέση της και πέρασε στη δική του. Τη ζεστασιά του, λίγο ακόμα. Ακούμπησε το κεφάλι στο τζάμι, ξανάκλεισε τα μάτια. Οι περισσότεροι επιβάτες είχαν πια αποβιβαστεί και κανείς δεν ήρθε δίπλα της να ταράξει το ονειροπόλημα.

Το πεσμένο βιβλίο το πρόσεξε μόνο σαν σηκώθηκε να κατεβεί. Μικρούλι, σαν ατζέντα, και μπλε.

Αργότερα, στο σπίτι, ανακάλυψε στο μέσα μέρος τη φωτογραφία του συγγραφέα. Ήταν εκείνος! Ο άγνωστος του λεωφορείου. Το γενάκι του, τα μαλλιά του… Πιο σκούρα και πιο κοντά στη φωτογραφία. Και τα μάτια του. Σκούρα κι αυτά, σαν θάλασσα βαθιά.

Παράτησε τα πάντα. Στρώθηκε να διαβάσει το βιβλίο. Μικρές ιστορίες, διηγήματα.

Έγραφε κι αυτή κάποτε διηγήματα. Πότε; Ούτε που θυμάται πια.

Διάβαζε αχόρταγα, ρούφαγε τις λέξεις και τις σελίδες. Την αλήθεια του. Και τις στιγμές που έσταζαν χυμούς και αίμα.

Άναψε τη λάμπα. Μια περίτεχνη λάμπα παλιομοδίτικη ακουμπισμένη στο μικρό κομοδίνο δίπλα της. Σηκώθηκε και πήγε στο βάθος. Σε ένα γραφειάκι από καρυδιά. Από παιδούλα το είχε. Κρυφό σαράκι είχε καταφάει το ένα ποδαράκι του. Κάθε φορά που σκούπιζε έβρισκε στο πάτωμα μάρτυρα τη σκόνη, ένα πριονίδι σαν πάχνη.

Άνοιξε το σκεβρωμένο συρτάρι. Παλιά χαρτιά, κιτρινισμένα, δεμένα με κορδελίτσες που κάποτε είχαν χρώμα τριανταφυλλί. Μετά ήρθαν τα ανάποδα. Ο πατέρας της, δικηγόρος από τους καλύτερους της Αθήνας, κατέρρευσε ξαφνικά μέσα στο δικαστήριο. Εγκεφαλικό είπαν.

Κατέρρευσαν και τα όνειρα της Νίτσας ν' ακολουθήσει τα χνάρια του. Έκλεισε το κεφάλαιο σπουδές και άνοιξε το δικό της σπίτι. Γάμος, παιδιά… Μια ζωή ήσυχη και τακτοποιημένη.

Η συζυγική απιστία τής χτύπησε την πόρτα τελείως ξαφνικά. Νταμπλάς. Μια μέρα που γύρναγε από τα καθημερινά ψώνια. Μπήκε στο σπίτι και άκουσε στο βάθος τον άντρα της. Όλο γελάκια και φωνούλες. Κοντοστάθηκε πριν καταλάβει καλά καλά τι άκουγε. Σήκωσε έπειτα το άλλο τηλέφωνο. Ναι, γυναίκα ήταν στην άλλη άκρη της γραμμής. Το κατάλαβε από τα λόγια του, κι ας μην άκουσε τη φωνή της.

Ακολούθησε ομηρικός καβγάς. Εκείνος προσπάθησε να βγει κι από πάνω. Τι πως παράτησε τον εαυτό της της είπε, τι πως αδιαφορούσε για εκείνον. Ως και το πολυγαμικόν του άντρα επικαλέστηκε.

Η Νίτσα κουβέντα δεν άκουγε. Μπήκαν στη μέση τα παιδιά. Η κόρη της ειδικά. Αρραβωνιασμένη από καιρό, φοβόταν μην και χαλάσει ο αρραβώνας της έτσι και μαθεύονταν προς τα έξω τα καθέκαστα.

Συνέχισε λοιπόν η Νίτσα τον έγγαμο βίο. Συνέχισε και να ψέλνει τον άντρα της. Στην κάθε μέρα έψαχνε αφορμές για τσακωμούς και παρεξηγήσεις.

Τώρα πια τα παιδιά είχαν φύγει από το σπίτι. Πήραν το δρόμο τους. Έμειναν οι δυο τους και με το ίδιο μοτίβο, απαράλλαχτο. Να τον περνάει γενεές δεκατέσσερις για το παραστράτημά του. Ειδικά αν τύχαινε να γίνει καμιά φάρσα στο τηλέφωνο. Άστραφτε τότε και μπουμπούνιζε η Νίτσα.

- Δεν έπρεπε να ακούσω κανέναν, του φώναζε εξαγριωμένη. Να σε χωρίσω έπρεπε. Μου κατάστρεψες τη ζωή μου. Εμένα που σου στάθηκα κυρία και λαμπάδα αναμμένη. Που δεν κοίταξα ποτέ άλλον άντρα. Και δεν έδωσα ποτέ αφορμή. Και τι κατάλαβα; Πώς με ξεπλήρωσες;

Κρίμα που δε σπούδασε νομικά. Έχασαν τα δικαστήρια αγορητή από τους σπάνιους.
Εκείνος σιωπηλός. Την άφηνε να ξεσπάει τόσο ατάραχος λες και αφορούσαν άλλον οι φωνές και οι διαμαρτυρίες. Μόνη της τα έλεγε και μόνη της τα άκουγε η Νίτσα όλα τα φριχτά παράπονα.

Στο βιβλίο, στο μικρό μπλε βιβλιαράκι, άκουσε επιτέλους να της αποκρίνονται. Δυο χείλη αντρικά. Η άλλη όψη του νομίσματος. Ακόμη και όταν μιλούσαν για γυναίκες. Και περισσότερο τότε. Γυναίκες ψάρια, γυναίκες αγάλματα, γυναίκες μυροφόρες.

Στα ρουθούνια της ζούσε ακόμη η μυρουδιά του. Και πήρε την απόφαση.

Κάτω, στα μεγάλα βιβλιοπωλεία της Αθήνας, δεν άργησε να ανακαλύψει και τα άλλα του βιβλία. Τα ξεκοκάλισε.

Έβαλε έπειτα μπρος τα μεγάλα μέσα. Να μάθει τα πάντα για εκείνον. Βρήκε και πού δίδασκε. Σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Δίπλα στο μετρό της Ακρόπολης.

Έδωσε τις παλιές κίτρινες σελίδες να τις δακτυλογραφήσουν. Διάλεξε ένα δυο διηγήματα και ετοίμασε την αίτηση. Αρσινόη, σημείωσε στο όνομα, το βαφτιστικό της. Κανείς ποτέ δεν την είχε φωνάξει έτσι. Νίτσα την έλεγαν όλοι. Κι όταν παραμεγάλωσε, κυρα – Νίτσα.

Ποιος ξέρει; Ίσως να έφταιξε που παρά το σπάνιο του ονόματός της, έτυχε και την αντραδέρφη της Αρσινόη να τη λένε. Έτσι, για τη διάκριση, εκείνη έμεινε πάντα η Νίτσα. Και μόνο ο άντρας της, στις δικές τους ώρες, τις ιδιαίτερες, θυμόταν το κανονικό της όνομα.

Η Νίτσα ποτέ δεν τα πήγε καλά με την κουνιάδα της. Από τα πρώτα κιόλας χρόνια του γάμου της, εκείνη έστηνε τη μια δολοπλοκία μετά την άλλη για να την εκθέτει στον άντρα της. Ακόμη και όταν ξέσπασε το σκάνδαλο με την άγνωστη ερωμένη, η Αρσινόη πήρε το μέρος του αδερφού της και αράδιασε ένα σωρό αστήρικτες κατηγορίες εναντίον της, τόσες και τέτοιες που μόνο σε μέγαιρα θα ταίριαζαν.

Πάτησε πόδι η Νίτσα, μα δεν της πέρασε, να ξεκόψουν σχέσεις. Η Αρσινόη συνέχιζε να μπαινοβγαίνει σπίτι τους και να επηρεάζει τον αδερφό της στα πάντα. Κατά περίεργο τρόπο δική της ήταν και η ιδέα να μην πάρουν διαζύγιο. Εκείνη, περισσότερο από όλους τους συγγενείς, επέμενε να τα βρει το ζευγάρι και πως δε χωρίζουν οι άνθρωποι σε τέτοια ηλικία. Ξεσήκωσε μετά και την ανιψιά της, να κλαίγεται στη μάνα της μην και χαλάσει ο αρραβώνας της αν έρχονταν στο φως τα ρεζιλίκια.

Ποτέ δεν μπόρεσε η Νίτσα να καταλάβει αυτή τη στάση. Από μια γυναίκα που δεν τη χώνευε να γίνεται μάχη να την κρατήσει παντρεμένη με τον αδερφό της!

Ακόμη πιο παράξενο ήταν που συνέχισε και μετά, σαν καταλάγιασε η μπόρα, την ίδια έχθρα και τις συκοφαντίες. Και να γυρίζει συνέχεια μέσα στα πόδια τους λες και δεν είχε το δικό της σπίτι και τη δική της οικογένεια να ασχοληθεί. Τι οικογένεια δηλαδή… έναν άντρα όλο κι όλο. Μεγαλοκοπέλα τον παντρεύτηκε, ένα δυο χρόνια μετά το γάμο του αδερφού της με τη Νίτσα. Ούτε παιδιά έκαναν ούτε και τους έβλεπαν συχνά μαζί. Λες και ήταν συγκάτοικοι, όχι σύζυγοι.

Τώρα, κάτι μήνες ήταν, η Αρσινόη είχε μείνει χήρα. Και της κατέβηκε η ιδέα να τους κουβαληθεί στο σπίτι. Μόνη μου εγώ, μόνοι σας κι εσείς, τους ανακοίνωσε, γιατί να κρατάμε δυο σπίτια;

Θρονιάστηκε λοιπόν με το έτσι θέλω στο δωμάτιο των παιδιών και σαν να μην έφτανε αυτό το έπαιζε και αφεντικό. Τι θα φάνε, τι θα πιουν, τι ώρα θα κοιμηθούν. Όλα η Αρσινόη τα ρύθμιζε.

Η Νίτσα τη δική της αντίδραση φοβόταν και μόνο, όταν αποφάσισε να γραφτεί στο σεμινάριο. Να όμως που η Αρσινόη την εξέπληξε για μια ακόμη φορά.

- Μπράβο, της είπε. Να πας. Γιατί να μην πας;

Ο άντρας της τσιμουδιά. Το είπε η αδερφή του; Διαταγή βασιλική.

Έτσι ξεκίνησαν τα μαθήματα. Σηκωνόταν η Νίτσα κάθε Παρασκευή, λουζόταν, χτενιζόταν, και κίναγε για την Αθήνα. Η Αρσινόη όλο γλύκες. Μη σε νοιάζει για το νοικοκυριό, της έλεγε. Είμαι εγώ εδώ. Τράβα εσύ στο μάθημά σου.

Άλλο που δεν ήθελε και η Νίτσα. Που έτρεμε σαν το ψάρι σαν πρωτοπήγε στο μάθημα, μην και την αναγνωρίσει ο καθηγητής. Μπα… φαίνεται πως δεν την είχε καθόλου προσέξει τότε στο λεωφορείο.

Τυχαία δήθεν πήγε και κάθισε δίπλα του ακριβώς. Στη μια γωνία του τραπεζιού ο δάσκαλος, στην άλλη η Νίτσα. Να είναι κρεμασμένη από τα χείλη του σαν μαθητούδι.

Σιγά σιγά ξεθάρρεψε. Διστακτικά την πρώτη φορά κι έπειτα με τη δύναμη της συνήθειας, άπλωνε το χέρι της και κράταγε το δικό του. Ποιος να την παρεξηγήσει; Μεγάλη γυναίκα ήταν.

Μεγάλη μεγάλη, μα φούντωσε και κόρωσε που κάποιος από την ομάδα τόλμησε να την αποκαλέσει μαμά - Αρσινόη. Κι ας ήταν όλοι τους στην ηλικία των παιδιών της, μερικοί και μικρότεροι.

Σαν γύριζε σπίτι στρωνόταν αμέσως στο γράψιμο. Να έχει κείμενο να πάει στο δάσκαλο την άλλη Παρασκευή. Κι ευτυχώς το εύρισκε άδειο και ήρεμο. Ο άντρας της και η Αρσινόη, από το δεύτερο κιόλας μάθημα, το 'ριξαν στις βόλτες. Αφού θα λείπεις, της είπαν, θα βγαίνουμε κι εμείς να τρώμε έξω. Τι να κάνουμε μόνοι μας εδώ;

Έβγαιναν για φαγητό και μετά συνέχιζαν για καφέ και γύρναγαν βράδυ πια για ύπνο.

Άλλο που δεν ήθελε και η Νίτσα. Πέταξε την ιδέα στην ομάδα και μετά το μάθημα εξορμούσαν στα γύρω καφέ. Μαζί και ο δάσκαλος. Και εκείνη πάντα δίπλα του.

Αργότερα άρχισαν οι συναντήσεις και εκτός σχολής. Πότε θέατρο, πότε ταβερνάκι. Η Νίτσα ψυχή της παρέας. Εκείνη τα κανόνιζε όλα. Αντάλλαξαν και τηλέφωνα, να μπορούν να συνεννοούνται, κι όλο εύρισκε αφορμές να τηλεφωνάει στο δάσκαλο και να του δείχνει με κάθε τρόπο την αφοσίωσή της.

Από το κινητό. Φρόντισε επί τούτω και αγόρασε κινητό. Να μιλάει πιο ελεύθερα, χωρίς κίνδυνο να την ακούσει το φίδι, η κουνιάδα. Καλού κακού μάλιστα έβγαινε έξω για να τηλεφωνήσει. Κι έπειτα, στο σπίτι, κλακ πατούσε απενεργοποίηση.

Κι ο δάσκαλος; Της μπήκε μια μέρα η ιδέα μήπως και είχε καταλάβει περισσότερα από όσα ήθελε να του φανερώσει. Στρώθηκε και έγραψε το πρώτο της μεγάλο διήγημα. Κεντρικοί ήρωες η ίδια και ο άντρας της. Για την απιστία; Ούτε λέξη. Να ξεπέσει έτσι στα μάτια του δασκάλου; Μια ακόμη νοικοκυρούλα που την κεράτωνε ο σύζυγος;

Έπιασε και μαγείρεψε όπως ήθελε την ιστορία. Ήταν εκείνη στο χαρτί που ξενοκοίταζε. Και ο άντρας της ο παθιασμένος ζηλιάρης που της έκανε σκηνές και της ζητούσε τα ρέστα. Και όσα του φώναζε τόσα χρόνια, τώρα ελεύθερα μπορούσε να τα βάζει στο δικό του στόμα. Ευκαιρία να πάρει και το αίμα της πίσω.

Το διάβασε και περίμενε "μπράβο". Κακοκάρδισε που δεν άρεσε. Στο δάσκαλο! Για τους άλλους δεκάρα δεν έδινε...

Γύρισε στο σπίτι και βαλάντωσε στο κλάμα. Τι δηλαδή, δεν την είχε ικανή να τη ζηλεύει ο άντρας της; Θα του έδειχνε αυτή!

Στο επόμενο μάθημα, κατέπλευσε πλησίστια η Νίτσα. Χέρι δεν ακούμπησε αλλά και πάλι δίπλα στο δάσκαλο, κολλητά, κάθισε. Στολισμένη φρεγάτα. Και με προσοχή διαλεγμένο το άρωμα. Δε συζητάμε για το ντύσιμο. Φιγουρίνι.

Τόση η φούρια της, που δεν πρόσεξε καν το περίεργο βλέμμα που της έριξε η Αρσινόη την ώρα που έφευγε. Και τόση η πρεμούρα της που ξέχασε και μάλιστα ανοιχτό το κινητό της πάνω στο κομοδίνο.

Τα είπε χύμα. Μια βδομάδα σχεδίαζε τι θα πει. Αγόρευση κανονική. Αναγκάστηκε ο δάσκαλος να ζητήσει συγνώμη. Έτσι είναι αν έτσι νομίζει, μουρμούρισε θυμόσοφα και δικαιολόγησε το ξέσπασμα της ηλικιωμένης γυναίκας. Ήταν τόσο τρυφερή η καημένη. Κι εκείνος ήξερε να βλέπει πίσω από τις ρυτίδες το κοριτσάκι που δεν έζησε όσα η ζωή χρωστάει στον κάθε άνθρωπο. Και απ' το γραπτό της πίσω τον Καρυωτάκη να ψιθυρίζει:
"Μας διώχνουνε τα πράγματα και βρίσκουμε καταφύγιο στην ποίηση."

Εκείνη την Παρασκευή δεν πήγαν για καφέ. Κανείς δεν είχε διάθεση. Εξάλλου η Νίτσα, που τους ξεσήκωνε πάντα, βιάστηκε να φύγει πρώτη.

Ο δάσκαλος ένιωσε την ανάγκη να την πάρει τηλέφωνο. Να καλμάρει το θυμό της με δυο γλυκές κουβέντες ακόμη.

Μια άγνωστη φωνή, γυναικεία, απάντησε στο τηλέφωνο. «Συγνώμη, λάθος», είπε εκείνος και το έκλεισε. Τσέκαρε τον αριθμό. Και όμως ήταν ο αριθμός της κυρίας Αρσινόης. Προτίμησε να μην ξανακαλέσει. Θα τα έλεγαν από κοντά την άλλη Παρασκευή.

Την ίδια ώρα η Νίτσα έμπαινε στο σπίτι της. Άκουσε μουρμουρητά και μια λωρίδα φως έσκιζε το σκοτάδι από τη μισόκλειστη πόρτα της κουζίνας. Τα αδερφάκια είναι εδώ, αναστέναξε. Και το είχε τόση ανάγκη να μείνει για λίγο μόνη της.

Φόρεσε ένα ψεύτικο χαμόγελο και μπήκε. Την καλωσόρισαν λες και είχαν να τη δουν μήνες. Και καλώς τη Νίτσα και πώς τα πέρασες και να σου φτιάξουμε καφεδάκι…

Έβγαλε τις ψηλοτάκουνες γόβες και σωριάστηκε στο μικρό καναπεδάκι. Ο άντρας της της πρόσφερε τσιγάρο. Η Αρσινόη όρθια με το μπρίκι στο χέρι. Η Νίτσα στον κόσμο της. Μηχανικά απαντούσε και ζόριζε τον εαυτό της να παίζει θέατρο.

Ετοιμάστηκε ο καφές. Κάθισε και η Αρσινόη στο τραπέζι. Εκείνοι έπιναν κρασάκι. Λευκό και στα καλά ποτήρια. Σε κείνα τα ακριβά τα κρυστάλλινα που είχαν γλιτώσει ακόμη από την προίκα της.

«Σε ζήτησε ένας κύριος», πέταξε αδιάφορα δήθεν η Αρσινόη. Η Νίτσα τινάχτηκε σαν να την τσίμπησε οχιά.

«Εμένα;» είπε καμουφλάροντας όσο μπορούσε το σοκ που δέχτηκε.

«Ε, μάλλον εσένα ήθελε. Δεν είπε όνομα, μα στο δικό σου κινητό κάλεσε», την αποτέλειωσε η κουνιάδα της.

«Μπα; Έχεις κινητό, Νίτσα;» πετάχτηκε και ο άντρας της. «Και σε παίρνουν και άντρες;»

Έσπρωξε πέρα το φλιτζάνι της. «Βρε δε με παρατάτε, λογαριασμό θα σας δώσω;» ούρλιαξε εκείνη και έτρεξε να κλειστεί στην κρεβατοκάμαρα. Το κινητό εκεί. Στο κομοδίνο. Έψαξε τις κλήσεις. Δαγκώθηκε.

Το κεφάλι της βούιζε. «Τώρα τι κάνουν;» βόγκηξε. «Α, ναι! αυτό κάνουν», παιάνισε ενθουσιασμένη. Καιρός που πληρώνει και καιρός που πληρώνεται!

Σηκώθηκε αργά αργά και άλλαξε. Κρέμασε προσεκτικά τα καινούρια ρούχα στην κρεμάστρα. Φόρεσε ένα πανάκριβο νυχτικό, δώρο της κόρης της, που δεν είχε ξαναφορέσει. «Τι μου το έφερες αυτό;» είχε γκρινιάξει ενοχλημένη όταν της το χάρισε. «Πού θα το φορέσω εγώ, μεγάλη γυναίκα;» Κι έπειτα το καταχώνιασε στο βάθος της ντουλάπας.

Απόψε όμως ήταν το μόνο ρούχο που της ταίριαζε. Έδεσε κοκέτικα τη ζώνη της ρόμπας. Σετάκι με το νυχτικό. Έτσι γύρισε στην κουζίνα. Αφού πρώτα βρήκε και ένα ταιριαστό ζευγάρι πασουμάκια. Με πέρλες και κεντημένα στο χέρι.

Η Αρσινόη φευγάτη. Ο άντρας της μουτρωμένος και αμίλητος.

Η Νίτσα έβγαλε επιδεικτικά από την τσέπη της ρόμπας μια μικρή ταμπακέρα. Με κινήσεις σταθερές έφερε το τσιγάρο στο στόμα.

Το τσιγάρο η Νίτσα το ξεκίνησε την επόμενη μέρα που έπιασε τον άντρα της στα πράσα. Και ήταν το κάθε τσιγάρο και μια υπενθύμιση. Τώρα το μήνυμα άλλαζε. Τώρα επιτέλους θα πατσίζανε. Μία του και μία της.

Η επόμενη Παρασκευή ήταν η τελευταία. Το σεμινάριο είχε ολοκληρωθεί. Όχι όμως για τη Νίτσα. Εκείνη, πάλι μπροστά, ξεσήκωσε και άλλους να γραφτούν και στο επόμενο. Μη φανεί πως ήταν η μόνη…

Συνεχίστηκαν και οι βόλτες. Ο δάσκαλος παρών πάντα. Πιο κοντά από ποτέ με τη Νίτσα. Είχε αρχίσει να τη συμπαθεί πραγματικά αυτή τη γυναίκα. Τη λαχτάρα της δηλαδή για ζωή. Και το παιχνίδι που παρά την ηλικία της έκανε.

Μια δυο φορές μάλιστα βγήκαν μόνοι τους. Έφαγαν, ήπιαν, χόρτασαν κουβέντα. Ήταν αξιόλογος άνθρωπος η Νίτσα. Με περιεχόμενο. Μικρή είχε σπουδάσει στα καλύτερα σχολεία. Άλλο που η ζωή αργότερα την έκλεισε στην κουζίνα.

Όταν κυκλοφόρησε το καινούριο βιβλίο του δασκάλου, έσπευσε να τον συγχαρεί. Κι όχι τυπικά. Το είχε διαβάσει και οι παρατηρήσεις της ήταν ουσίας. Εύστοχες και με βάθος.

Το σεμινάριο, και ο δεύτερος κύκλος, είχε πια τελειώσει. Αραίωσαν σιγά σιγά και τα τηλεφωνήματα μεταξύ τους. Ήταν και η φωνή της λίγο παράξενη στις τελευταίες συνομιλίες. Ένας ανεπαίσθητος εκνευρισμός που συνελάμβαναν οι ευαίσθητες κεραίες εκείνου και τον προβλημάτιζε.

Μια μέρα τυχαία τη συνάντησε στο μετρό. Έκανε να τη φιλήσει, όπως συνήθιζαν, και την ένιωσε να τραβιέται. Δε ρώτησε. Ποιος ξέρει, σκέφτηκε…

Είπαν δυο τρεις ευγενικές κουβέντες και τράβηξαν το δρόμο τους.

«Τι παιχνίδι παίζεις πάλι, κυρία Αρσινόη;» αναρωτήθηκε ο δάσκαλος.

Λίγο καιρό αργότερα τον κάλεσε στο τηλέφωνο. Ακουγόταν θυμωμένη. «Να μη με ξαναπάρεις τηλέφωνο», του είπε απαιτητικά και χωρίς άλλη δικαιολογία.

Δεν την πήρε. Αυτό δα έλειπε. Μόνο που μια φορά έβαλε ο διάολος την ουρά του. Ένα λάθος στο πλήκτρο και κάλεσε αθέλητα τη Νίτσα. Δεν πρόλαβε ούτε συγνώμη να ζητήσει.

«Στο είπα να μη με ξαναπάρεις», φρύαξε η γυναίκα. «Τι θα κάνουμε τώρα; Πες μου! Τι θα κάνουμε;» Και του έκλεισε το τηλέφωνο.

«Της γυναίκας η ψυχή είναι μια άβυσσος», σιγοτραγούδησε εκείνος και αποφασιστικά έσβησε από τη μνήμη του κινητού τον αριθμό της.

______________________

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

Το διήγημα γράφτηκε στα πλαίσια του σεμιναρίου δημιουργικής γραφής στο ΕΚΕΒΙ. Ως "homework" πάνω σε θέμα δοσμένο από το δάσκαλό μας, τον κύριο Ανδρέα Μήτσου, στον οποίο και αφιερώνεται από καρδιάς για όλα τα θαυμάσια που μας δίδαξε.

Περιττό θαρρώ να πω ότι κάθε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα είναι τελείως τυχαία και πως πέρα από τις βασικές συνιστώσες του θέματος ως πρώτη ύλη λειτούργησε η φαντασία. Ο μύθος δηλαδή. Ή και τα ανίσχυρα ψεύδη που χρήζει η προσωπική αλήθεια του καθενός μας να ενδυθεί ώστε από βίωμα να καταστεί λογοτεχνικό ανάγνωσμα για τους άλλους.


ΦΟΡΟΥΜ HOMA EDUCANDUS

ΑΡΣΙΝΟΗ Copyri10
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
http://educandus.blogspot.com/
 
ΑΡΣΙΝΟΗ
Επιστροφή στην κορυφή 
Σελίδα 1 από 1

Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτήΔεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
HOMA EDUCANDUS :: ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ :: ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ-
Μετάβαση σε: