Ήτανε κάποτε η εποχή που κρεμόμουν στο μπαλκόνι της πολυκατοικίας, να δω τις αμαρυλλίδες της γειτόνισσας. Και να πιάσω κι εγώ το μαγιόξυλο.
Κι έπειτα ήρθε η ώρα να κάνω το μαγιόξυλο μπαστούνι στη μαγική μου σκούπα. Και να φτάσω εδώ:
που οι αμαρυλλίδες ανθίζουν πλάι στο κύμα. Και δε χρειάζεται να κρέμομαι να τις χαρώ:
Αρκεί μονάχα να διασχίσω λίγα χιλιόμετρα. 4 με 5... Και να βρεθώ στο Δρέπανο. Στο αγαπημένο μου κεντράκι.
Για να βλέπω όχι μόνο αμαρυλλίδες μα και τα καράβια να περνούν.
Κάτι τέτοιες στιγμές αναρωτιέμαι τι χρειάζεται ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος;
Μόνο να παίρνει αποφάσεις. Να μη στέκει έρμαιο των γεγονότων και των θελήσεων των άλλων. Και να παίρνει τη ζωή στα χέρια του. Να μη θυσιάζει ούτε μία μέρα. Μόνο στον ήλιο τον ηλιάτορα να κάμει θυσίες. Και στους θεούς που ευλόγησαν αυτόν τον τόπο. Τη Θεσπρωτία...
Στο βάθος η βραχονησίδα του Κύκλωπα. Μια γκρίζα πινελιά στον ορίζοντα. Την πέταξε, λέει η παράδοση, ο Πολύφημος. Όταν ο πολυμήχανος Οδυσσέας το έσκασε από τη σπηλιά. Κι από κανένας έγινε άνθρωπος με όνομα.
Κι ακόμη πιο βαθιά η Κέρκυρα. Το νησί των Φαιάκων.
Ένας ναυαγός κι εγώ. Που αφέθηκα στο κύμα κι εμπιστεύτηκα να με βγάλει στ' ακροθαλάσσι. Κι οι αμαρυλλίδες η Ναυσικά που με καλοδέχτηκε. Εμένα την ξένη. Και για χρόνια θαλασσοπνιγμένη στου διαδικτύου τις άγριες θάλασσες. Την εποχή που δεν ήμουν εγώ αλλά το άθυρμα και το μπαίγνιο του κάθε alter ego.
Ώσπου μια μέρα δεν άντεξα άλλο. Ύψωσα την ανοιχτή μου απαλάμη και τους ... χαιρέτησα.
Η ώρα και η στιγμή που μπούχτισα να με χαιρετούν εκείνοι και να μου ή και με γράφουν.
Κι είναι καλά εδώ. Ήρεμα κι απλά. Με τα λίγα που ο άνθρωπος χρειάζεται για να νιώθει ευτυχισμένος.
Χαίρεσθε...