Έβγαλα σήμερα να αερίσω τα παλιά ρούχα από τότε που ήμουνα ναυτικός. Κάθε ρούχο και μια ανάμνηση. Και ιστορίες άλλες χαρούμενες και άλλες ποτισμένες στο δάκρυ. Κι έτσι γλιτώνουν το πέταμα για σαράντα περίπου χρόνια. Κι ας μην είναι το γιλεκάκι του Μακρυγιάννη που κάποτε είδα στο Ιστορικό Μουσείο και συγκινήθηκα. Είναι όμως κομμάτια στο παζλ της δικής μου ιστορίας κι όπως το δέντρο έχει τις ρίζες του έτσι κι ο καθένας μας χρωστάει στο παρελθόν του αυτό που είναι σήμερα. Ακόμη κι αν έχει λησμονήσει το χτες. Που είναι και το αναμενόμενο όταν στη ράχη μας φορτώνονται δεκαετίες. Τι να πρωτοθυμηθούμε από όσα ζήσαμε; Και ίσως δεν έχει και νόημα να μένουν όλα στη μνήμη μας. Εκτός βέβαια από εκείνα που μας σημάδεψαν. Όπως κι αυτά που μου ξύπνησαν τα ναυτικά μου ρουχαλάκια. Ξεκινώντας από τούτο το πουκάμισο το αδειανό:
Ήταν καλοκαίρι του 1978 κι εγώ έδινα για δεύτερη φορά πανελλήνιες. Εκείνα τα χρόνια οι εξετάσεις γίνονταν στα τέλη του Αυγούστου. Ξεκομμένες από το λύκειο αλλά και πάλι ψυχοφθόρες. Για μένα τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα γιατί έδινα για μια σχολή που ήταν επιλογή της μαμάς μου και όχι δική μου. Εκείνη ονειρευόταν να με δει μια μέρα γιατρό όταν εγώ αισθανόμουν απέχθεια για τα νοσοκομεία και τους αρρώστους. Εδώ που τα λέμε ούτε καν ήξερα τι θέλω να γίνω. Αφέθηκα απλά στις μητρικές επιθυμίες, όμοια που το κάνουν πολλά παιδιά για να κερδίσουν την αποδοχή του γονιού.
Δεν ξύπνησα ούτε με την αποτυχία της πρώτης χρονιάς. Έτσι κι αλλιώς ήταν σύνηθες φαινόμενο για την Ιατρική να δίνεις δεύτερη και τρίτη και τέταρτη φορά αφού μόνο ο ένας στους δέκα έμπαινε. Αρκετοί μάλιστα έφευγαν έξω. Συνήθως για Ρουμανία. Όπως ακριβώς και η φιλενάδα μου η Βαγγελίτσα που σήμερα είναι παθολόγος στη Σάμο. Οι δικοί μου όμως ούτε να ακούσουν για ρουμάνικα. Εκεί έχει κομμουνισμό, μου εξήγησαν, και τις γυναίκες τις μοιράζονται όλοι! Εγώ ούτε από κομμουνισμό σκάμπαζα γρυ ούτε και είχα προκάμει να γίνω γυναίκα. Θύμωσα με την άρνηση και το πήρα στραβά που στην επιμονή μου επικαλέστηκαν και οικονομική αδυναμία. Ιδιωτικό σχολείο είχαν οι γονείς μου, την ώρα που άλλων συμμαθητών ήταν εργάτες και όμως τους είχαν δώσει το ΟΚ να γραφτούν σε φροντιστήριο και για ρουμάνικα. Να μη χάσουν και δεύτερο χρόνο έτσι και δεν πετύχαιναν.
Μέρα τη μέρα ο θυμός μου φούντωνε. Πνιγόμουν. Και καθώς η ενηλικίωση τότε γινόταν στα 21, ήταν δεμένα τα χέρια μου να αντιδράσω πιο δυναμικά. Περιοριζόμουν να ξεσπάω σε μερικά κρυφά τσιγάρα, αυτή όλη κι όλη η επανάστασή μου. Κατά τα άλλα σπίτι - φροντιστήριο και διάβασμα συνεχές. Μόνη διασκέδαση ένα ραδιάκι και οι τότε παράνομοι ραδιοφωνικοί σταθμοί. Βόλτα με φίλες ή σινεμά δεν ήξερα τι σημαίνουν. 18 χρονών κορίτσι.
Ώσπου ήρθαν και οι εξετάσεις. Έκθεση, Φυσική, Χημεία, Ανθρωποβιολογία. Εμένα το δυνατό μου μάθημα ήταν τα Μαθηματικά. Αλλά Μαθηματικά δεν εξετάζουν τους μελλοντικούς γιατρούς. Κι αν με είχαν αφήσει να διαλέξω μόνη μου σχολή θα είχα δώσει Πολυτεχνείο. Η μαμά όμως έλεγε πως ένα κορίτσι δεν μπορεί να δουλεύει στα γιαπιά! Είναι και που για μεγάλο διάστημα είχα μεγαλώσει μακριά από τη μάνα μου. Δε με ήξερε καλά. Τα παιδικά μου παιχνίδια να σκάβω στην άμμο κάστρα ολόκληρα δεν τα είχε δει. Ούτε και τα σπιτάκια που με μανία έχτιζα με τα ψεύτικα τουβλάκια. Ήταν η εποχή που οι γονείς μου υπηρετούσαν στην Ήπειρο ως εκπαιδευτικοί κι εγώ βρέθηκα στο χωριό που δίδασκε ο πατέρας, αφού εκείνος ήταν δάσκαλος και η μαμά νηπιαγωγός. Εκτός από δάσκαλος όμως ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ και τις χειρωνακτικές δουλειές. Ήξερε τα πάντα. Ηλεκτρολογικά, υδραυλικά, τη δουλειά του χτίστη...
Η άλλη τρέλα του πατέρα μου ήταν το διάβασμα. Το σπίτι μας ήταν φτωχό σε πολλά άλλα μα τα βιβλία περίσσευαν. Έτσι κόλλησα κι εγώ το "μικρόβιο". Διέξοδος και στη μοναξιά του μικρού χωριού και στην ερημιά του σπιτιού αφού η μάνα και ο μικρός αδελφός ήταν σε άλλο χωριό και ο πατέρας μονίμως απασχολημένος με τις δουλειές του. Στα δέκα μου χρόνια είχα ξεκοκαλίσει τα Άπαντα του Παπαδιαμάντη και μάλιστα στο πρωτότυπο ενώ ο Ιούλιος Βερν ήταν ο αγαπημένος μου και το όχημα να γνωρίσω άλλους κόσμους. Λατρεμένη και η Δέλτα που μου κληρονόμησε τη λατρεία της για την Ιστορία αλλά και ενίσχυσε το πνεύμα περιπέτειας του Βερν.
Τα Μαθηματικά τα χρωστώ κι αυτά στον πατέρα μου. Ήταν το μάθημα που μου δίδασκε όχι μόνο στο σχολείο αλλά και στο σπίτι με έξτρα βιβλία και ασκήσεις πολύ δύσκολες για την ηλικία μου. Κι αργότερα ο Μανιατάκος στο γυμνάσιο έβαλε κι αυτός το λιθαράκι του.
Στην Ιατρική όμως δε χρειάζονταν Μαθηματικά. Κι εγώ ήμουν καταδικασμένη να αγωνιστώ σε ξένο γήπεδο και κυρίως για ένα πουκάμισο αδειανό. Αφού, το ξαναλέω, καμία όρεξη δεν είχα να γίνω γιατρός!
Βέβαια σαν υπάκουο παιδί που ήμουνα είχα κάνει το καλύτερο που μπορούσα. Έγραψα καλούτσικα στην Έκθεση, στη Φυσική, στη Χημεία. Ήρθε και το τελευταίο μάθημα. Η Ανθρωποβιολογία. Είχα καλό φροντιστή στο μάθημα αυτό. Το γιατρό Χρυσαφίδη. Μερικές φορές μας κουβάλαγε και στο αμφιθέατρο της Ιατρικής ενώ στο φροντιστήριο σύντροφος πιστός μας ήταν ο Φριτς! ο σκελετός ενός Γερμανού στρατιώτη από τα χρόνια της Κατοχής. Την ήξερα την ύλη καλά. Άλλο όμως να ξέρεις την ύλη και άλλο αυτό που μου συνέβη εκείνη τη μέρα.
Γράφαμε θυμάμαι στη Σιβιτανίδειο. Στην Καλλιθέα. Θυμάμαι και την αίθουσα κι ας μην έχω καλή μνήμη. Τον προσανατολισμό, πού ήταν η πόρτα, πού καθόμουν. Οι καθηγητές δεν είχαν ακόμη μπει. Τότε ήταν που σηκώθηκε ένα παιδί και μας πάτησε την ψυχρολουσία της ζωής μας:
- Άντε ρε μαλάκες που ήρθατε να δώσετε εξετάσεις! Τα θέματα τα ξέρουμε ήδη όσοι πρέπει!
Κι άρχισε να απαριθμεί τα θέματα. Δέκα στον αριθμό.
Εμείς γελάσαμε. Είπαμε μας κάνει πλάκα. Δεν. Μόλις άρχισε η εκφώνηση από τους επιτηρητές, ένα παγωμένο φίδι σύρθηκε στην πλάτη μου και είμαι σίγουρη και στις πλάτες των άλλων παιδιών. Κανείς όμως δεν τόλμησε να σηκωθεί και να πει τι είχε προηγηθεί. Σκύψαμε τα κεφάλια στις κόλες και γράψαμε με τρεμάμενα χέρια τις απαντήσεις.
Την επόμενη χρονιά, το 1979, αποκαλύφθηκε δημόσια η διαρροή θεμάτων. Το περίφημο σκάνδαλο Ράμμου. Και οι εξετάσεις επαναλήφθηκαν.
Εμείς, το 1978, την πατήσαμε.
Για μένα ήταν η μοιραία σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Μαζί και με το άγριο μάλωμα των δικών μου όταν ανακάλυψαν την ίδια μέρα τα κρυμμένα αποτσίγαρα στο δωμάτιό μου. "Μόνο γυναίκες του δρόμου καπνίζουν"! Πρέπει να έπεσε και ξύλο. Δε θυμάμαι. Έτσι κι αλλιώς ήταν κάτι το συνηθισμένο και για μικρότερα παραπτώματα.
Πάνω στην ώρα έσκασε η ανακοίνωση για την Εμποροπλοιάρχων! Για πρώτη φορά οι δημόσιες σχολές εμπορικού ναυτικού θα δέχονταν γυναίκες σπουδάστριες. Πάνω στην ώρα που το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω όσο πιο μακριά γινόταν από τον κόσμο αυτό που άλλο δεν άντεχα. Το πάλεψα σκληρά για να πάρω την έγκριση του πατέρα μου. Απαραίτητη αφού με τα δεδομένα του 1978 ήμουν ακόμη ανήλικη και οι σχολές αυτές απαιτούσαν υπογραφή κηδεμόνα για να πάρουμε μέρος στις εξετάσεις. Ήμουν όμως τόσο αγανακτισμένη που ποιος είδε το θεριό και δε φοβήθηκε. Τέρμα το καλό παιδί και το υπάκουο κοριτσάκι.
Χρειάστηκαν και φωτογραφίες για την αίτηση.
Το βλέμμα μαρτυράει όλα τα συναισθήματα θυμού και πίκρας και απογοήτευσης της νεαρής υποψήφιας για τη σχολή πλοιάρχων. Που δεν ήξερε καν πού πέφτει η πλώρη και πού η πρύμνη του καραβιού. Μόνο πως ήθελε να μπαρκάρει για το πιο μακρινό μέρος του κόσμου και να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω της.
Το πουκάμισο είναι το ίδιο που σήμερα έβγαλα στο σκοινί να αεριστεί. Και μαζί αερίστηκαν και οι σκόνες από τη μνήμη. Με όλα τα πριν και όλα τα μετά.
Σε εκείνες τις εξετάσεις ζήταγαν και Μαθηματικά. Και καμιά διαρροή θεμάτων δε συνέβη. Πέρασα και μάλιστα δεύτερη. Μου έδωσαν και γαλόνια υπαρχηγού. Η μάνα μου να σκάσει! Εκεί που δεν ήθελε να με δει σε γιαπί, να με βλέπει έτοιμη για τους ωκεανούς. Απείλησε ακόμη και πως θα πέσει από το μπαλκόνι. Ναι. Ο εκβιασμός δεν πέρασε. Ακόμη έχει να το λέει με παράπονο πως της άνοιξα και την πόρτα και της είπα πως ο καθένας αποφασίζει για τη ζωή του. Εγώ να πάω στα καράβια και εκείνη αν θέλει να πέσει.