ΣΠΑΤΑΛΗ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ ΚΑΙ ΡΥΠΑΝΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΑ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ
11 Φεβρουαρίου 2008
Δημήτριος Γ. Παπανίκας - Διονύσιος Π. Μάργαρης
Τμήμα Μηχανολόγων & Αεροναυπηγών Μηχανικών -Τομέας Ενέργειας,
Αεροναυτικής & Περιβάλλοντος, Πανεπιστήμιο Πατρών
Τα τελευταία χρόνια έχει εντατικοποιηθεί η χρήση του φυσικού αερίου (Φ.Α.) στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος σε θερμοηλεκτρικές μονάδες ακόμη και σε περιπτώσεις, στις οποίες άλλα είδη καυσίμων υπάρχουν σε επάρκεια.
Και τούτο διότι το Φ.Α. είναι πλέον εύχρηστο και αποδοτικό από τον άνθρακα, το πετρέλαιο και τον λιγνίτη. Ταυτόχρονα κατά την καύση του επιβαρύνει το περιβάλλον λιγότερο από τα άλλα ορυκτά καύσιμα.
Αυτό το περιβαλλοντικό “προβάδισμα” του Φ.Α. έχει αρχίσει να μειώνεται, επειδή το πετρελαϊκά καύσιμα προσφέρονται προς τελική χρήση καθαρότερα από παλαιότερα μετά την απομάκρυνση κατά τη διύλιση ορισμένων ρυπογόνων προσμίξεων. Παρόμοιες βελτιώσεις παρατηρούνται επίσης στη χρήση του άνθρακα και του λιγνίτη, χωρίς όμως συνήθως να εφαρμόζονται λόγω κόστους.
Σε κάθε περίπτωση όμως το Φ.Α. παρά τα περιβαλλοντικά του ‘πλεονεκτήματα’ δεν είναι περιβαλλοντικά “αθώο”. Παράγει κατά την καύση 1,96 χιλιόγραμμα ανά κυβικό μέτρο (1,96 kg/m3) διοξείδιο του άνθρακα (CO2), που είναι κατά 40% λιγότερο από το πετρέλαιο και 78% λιγότερο από τον άνθρακα για ποσότητα καυσίμου ίσης ενέργειας, αντίστοιχα. Οι ποσότητες των οξειδίων του αζώτου (ΝΟx) από το Φ.Α. με 0,00154 χιλιόγραμμα ανά κ.μ. αερίου είναι σχεδόν πέντε φορές χαμηλότερες από το πετρέλαιο (487%) και τον άνθρακα (496%), ενώ το διοξείδιο του θείου (SO2) με 17 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά κυβικό μέτρο Φ.Α. (0,000017 kg/m3) είναι “αμελητέο” συγκριτικά με το πετρέλαιο και τον άνθρακα, τα οποία για ισόποση παραγωγή ενέργειας παράγουν 1123 φορές και 2590 φορές περισσότερο (SO2), αντίστοιχα. Να σημειώσουμε, ότι η ΔΕΠΑ δίνει για το ‘ελληνικό’ Φ.Α. περιεκτικότητα σε θείο 60 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά κυβ. μ., που αντιστοιχεί σε 0,00012 χιλιόγραμμα ανά κυβ. μ. διοξειδίου του θείου. Μόνο στο μονοξείδιο του άνθρακα (CO) το Φ.Α. υπολείπεται του πετρελαίου με 670 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά κυβικό μέτρο (0,00067 kg/m3), όταν για ποσότητα καυσίμου ισόποσης ενέργειας το πετρέλαιο έχει 17% λιγότερο, ενώ ο άνθρακας 520% περισσότερο. Οι τιμές αυτές –μέσοι όροι από πλήθος διεθνών στατιστικών δεδομένων- προκύπτουν από στοιχεία της ΕΙΑ των ΗΠΑ (Natural Gas Issues and Trends 1998, Energy Information Administration, Υπηρεσία Πληροφοριών Ενέργειας, DOE, USA).
Η πρωτογενής χρήση του Φ.Α. συμφέρει, η δευτερογενής έχει μεγάλες απώλειες
Τα προαναφερόμενα περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα του Φ.Α. προβάλλονται συχνότατα ως επιχείρημα για την άκριτη επέκταση της χρήσης του στη θερμοηλεκτρική παραγωγή, η οποία σε ορισμένες χώρες έχει οδηγήσει στη σπάταλη διάθεσή του, αφού το Φ.Α. με περιεκτικότητα συνήθως από 85% έως 97% σε μεθάνιο (CH4) αποτελεί άριστο καύσιμο για πρωτογενή χρήση, ενώ δεν ενδείκνυται για δευτερογενή (έμμεση) χρήση. Μεταξύ των χωρών αυτών είναι ατυχώς και η Ελλάδα.
Κατά τη δευτερογενή χρήση το Φ.Α. “υποβαθμίζεται” και παράγει πολύ λιγότερη χρησιμοποιήσιμη ενέργεια από αυτήν κατά την πρωτογενή χρήση του. Τυπική περίπτωση είναι τα θερμοηλεκτρικά εργοστάσια. Εκεί με την καύση του Φ.Α. παράγεται θερμότητα, η οποία μετατρέπεται σε μηχανική ενέργεια (περιστροφική σε ατμοστροβίλους, ή αεριοστροβίλους ή κινητήρες εσωτερικής καύσεως) και στη συνέχεια σε ηλεκτρικό ρεύμα (στην ηλεκτρογεννήτρια).Το ρεύμα μεταφέρεται για να καταναλωθεί ακολούθως όχι μόνο σε χρήσεις αποκλειστικής εφαρμογής του ηλεκτρισμού αλλά και σε πολλές άλλες, στις οποίες μπορεί να χρησιμοποιηθεί το Φ.Α. απευθείας, δηλ. πρωτογενώς.
Στη διαδρομή αυτή της θερμοηλεκτρικής παραγωγής σχεδόν τα δύο τρίτα (2/3) της θερμογόνου δύναμης του Φ.Α. χάνονται σε αναντίστρεπτες απώλειες, δηλ. σε θερμότητα που «πάει χαμένη» στην ατμόσφαιρα στα αερόψυκτα συστήματα ή στη θάλασσα ή όπου υπάρχει νερό στα υδρόψυκτα, επιβαρύνοντας με περιττή θερμότητα το περιβάλλον. Μικρή βελτίωση της θερμικής απόδοσης μπορεί να επιφέρει η “συμπαραγωγή” μαζί με τον ηλεκτρισμό ορισμένων ποσοτήτων ατμού ή θερμού νερού χρησιμοποιώντας την αποβαλλόμενη θερμότητα απωλειών, εφόσον αυτές οι ποσότητες μπορούν να αξιοποιηθούν σε ωφέλιμες εφαρμογές για να συνυπολογιστούν στην απόδοση. Σε τέτοιες περιπτώσεις ομιλούμε για συστήματα Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού - Θερμότητας (ΣΗΘ) με πλήθος εφαρμογών σε μικρές και μεσαίες μονάδες, όπως σε κεντρικά συστήματα θέρμανσης, ψύξης και κλιματισμού σε νοσοκομεία, ξενοδοχεία, εργοστάσια, οικιστικά συγκροτήματα και άλλους μαζικούς χρήστες.
Τυπικές περιπτώσεις “πρωτογενούς” χρήσης του Φ.Α. είναι στο μαγείρεμα, στην παρασκευή θερμού νερού, στην κεντρική και ατομική θέρμανση, στον κλιματισμό, σε ψυκτικά συστήματα. Επίσης σε πολλές παραγωγικές διεργασίες και διαδικασίες, στις οποίες εξυπηρετεί η φλόγα και η χρήση του αντί του ηλεκτρικού ρεύματος ή αξιοποιούνται τα χημικά συστατικά του για την παραγωγή χημικών και πετροχημικών προϊόντων, καθώς και σε άλλες, στις οποίες δεν είναι δυνατόν να επεκταθούμε σε αυτήν τη θέση.
Στο παραπάνω κοινά αποδεκτό σκεπτικό στην τεχνολογία και οικονομία του Φ.Α. πρέπει να προσμετρηθεί και το γεγονός, ότι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες το Φ.Α. στο μεγαλύτερό του μέρος είναι εισαγόμενο και έτοιμο προς άμεση χρήση ενεργειακό προϊόν προοριζόμενο να χρησιμοποιηθεί, όπου απαραιτήτως απαιτείται. Πολύ περισσότερο στην Ελλάδα, η οποία δεν διαθέτει ίδια παραγωγή και όλη η τροφοδοσία της χώρας με Φ.Α. βασίζεται αποκλειστικά στις εισαγωγές από Ρωσία (περίπου 80%), Αλγερία (10% ως υγροποιημένο Φ.Α.) και Τουρκία (10% προερχόμενο από το Αζερμπαϊτζάν).
Πλαίσιο ορθολογικής ανάπτυξης του Φ.Α.
Με βάση τα παραπάνω διαμορφώνεται το τετράπλευρο πλαίσιο ανάπτυξης του Φ.Α. υπό τις εξής συνθήκες:
περιβαλλοντικό όφελος,
πρωτογενής χρήση άμεσα από τον αστικό και βιομηχανικό καταναλωτή,
δευτερογενής χρήση στη θερμική ηλεκτροπαραγωγή και
ορθολογική-φειδωλή διάθεση ως αποκλειστικά εισαγόμενου και κατά συνέπεια ακριβοπληρωμένου για την εθνική οικονομία προϊόντος.
Οι τομείς κατανάλωσης του Φ.Α. ομαδοποιούνται διεθνώς κατά χρήσεις: είναι η θερμική ηλεκτροπαραγωγή, ο αστικός τομέας (νοικοκυριά, εμπορικά καταστήματα, επαγγελματικοί χώροι, μικροβιοτεχνίες εντός του αστικού ιστού), η βιομηχανία και άλλες εξειδικευμένες πολύ μικρής κλίμακας. Ειδικότερα στις τρεις πρώτες κατηγορίες, διακρινόμενες η μεν πρώτη για τη δευτερογενή και η δεύτερη και τρίτη για την πρωτογενή χρήση του Φ.Α., οι αναλογίες κατανάλωσης κατά τομείς για το έτος 2005 διαμορφώνονται, όπως δείχνει ο ΠΙΝΑΚΑΣ 1 σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας Eurostat (για τις ΗΠΑ από την Energy Information Administration):
ΠΙΝΑΚΑΣ 1. Σύγκριση της χρήσης του φυσικού αερίου κατά τομείς στην Ελλάδα, την Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλες χώρες με αναπτυγμένη αγορά Φ.Α. Τη χώρα μας χαρακτηρίζει η υπερβολική χρήση στη θερμοηλεκτρική παραγωγή και η πολύ χαμηλή στον αστικό τομέα (μαγείρεμα, θερμό νερό, θέρμανση, εμπορική-επαγγελματική χρήση). Τα συμπεράσματα σε σχέση με την Ελλάδα μετά από έντεκα χρόνια εισαγόμενου φυσικού αερίου προκύπτουν αβίαστα: Η διείσδυσή του στον αστικό τομέα (όπου κυρίως η πρωτογενής χρήση) υστερεί υπερβολικά όντας 6 (έξι) φορές μικρότερη από το μέσο όρο της Ευρώπης των 27 χωρών-μελών και κατά παρόμοια υποπολλαπλάσια μικρότερη από Γαλλία, Ιταλία (μεσογειακές χώρες) και τη Ρουμανία (Βαλκανική χώρα), ενώ σε σχέση με Ισπανία (μεσογειακή χώρα) έχει δύο φορές λιγότερη αστική χρήση.
Η χρήση Φ.Α. στη βιομηχανία είναι ικανοποιητική. Παρότι ακόμη χαμηλή τείνει να γίνει συγκρίσιμη με τις άλλες χώρες με εξαίρεση την Ισπανία και τη Ρουμανία (βαλκανική χώρα), όπου η βιομηχανική χρήση του Φ.Α. είναι υπερδιπλάσια της ελληνικής.
Υπέρμετρη η χρήση του Φ.Α. στη θερμοηλεκτρική παραγωγή
Στο άλλο άκρο της καταχρηστικής υπερβολής με την απαράδεκτα υψηλή χρήση Φ.Α. στη θερμική παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος ευρίσκεται επίσης η χώρα μας, καθώς η ΔΕΗ καταναλώνει το 68,1% (το 2005) του εισαγόμενο φυσικού αερίου, δηλ. σχεδόν δυόμισι (2,5) φορές περισσότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 28,1%. Παρομοίως είναι υψηλότερο από τις άλλες χώρες, όπως Γαλλία 13,3%, Ιταλία 35,5%, Ισπανία 37,1%, Ρουμανία 23,7% και τις ΗΠΑ στα 26,4%.
Σε απόλυτους αριθμούς η συνολική κατανάλωση Φ.Α. στη χώρα μας το 2005 ήταν 2,807 δις κυβ. μέτρα (2807000000 m3), από τα οποία 1,912 δις κ.μ. καταναλώθηκαν στη θερμική ηλεκτροπαραγωγή. Σύμφωνα με τα στοιχεία των ετήσιων απολογισμών της ΔΕΠΑ (Δημόσια Επιχείρηση Αερίου), ως αποκλειστικού εισαγωγέα και προμηθευτή της ελληνικής αγοράς με Φ.Α., οι συνολικές πωλήσεις ανήλθαν το 2006 σε 3,117 δις κ.μ. και το 2007 σε 3,82 δις κ.μ. με την ηλεκτροπαραγωγή να συμμετέχει κατά 69,8% (2,175 δις κ.μ.) και 73,6% (2,812 δις κ.μ.) αντίστοιχα. Δηλαδή έχουμε έναν αυξανόμενο ρυθμό στη συμμετοχή του Φ.Α. στην ηλεκτροπαραγωγή αντί του αναμενόμενου μειούμενου, αφού κανονικά η ελληνική αγορά με την πάροδο των ετών θα πρέπει να ωριμάζει και να κατατείνει σε κατάσταση ισορροπίας, όπως οριοθετεί ο ευρωπαϊκός μέσος όρος στον παραπάνω πίνακα, με την ηλεκτροπαραγωγή να συμμετέχει με ποσοστό κάτω του 40% στην τελική κατανάλωση Φ.Α. της χώρας.
Ανορθολογική εξάπλωση της αγοράς Φ.Α. κατά της ορθολογικής χρήσης του
Σε αυτήν την ανορθολογική εξάπλωση της ελληνικής αγοράς του Φ.Α. έρχονται να προστεθούν ορισμένα γεγονότα, τα οποία προμηνύουν δυσμενέστερες εξελίξεις ειδικότερα μετά τη θεσμοθετημένη πλέον απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας.
Α. Η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, ΔΕΗ, έχει αποφασίσει να αυξήσει τη δυναμικότητα των θερμοηλεκτρικών σταθμών Φ.Α. από 15,4% της συνολικής της παραγωγής το 2007 σε 22,3% το 2014 (βλ. ΠΙΝΑΚΑ 2, σύμφωνα με τις Στρατηγικές Προτεραιότητες της ΔΕΗ, Πρόεδρος ΔΕΗ Τ. Αθανασόπουλος, 21.11.2007). Ταυτόχρονα αυξάνει τη συνολική εγκατεστημένη ισχύ των μονάδων κάθε είδους από 12766 MW το 2007 σε 15920 MW το 2014 εκτιμώντας επίσης, ότι θα καλύπτει το 70% τη ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ το υπόλοιπο 30%, δηλ. 6823 MW, θα παράγεται από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Έτσι το 2014 η συνολική εγκατεστημένη ισχύς θα είναι 15920 ΔΕΗ + 6823 ιδιωτ. εταιρείες = 22743 MW και θα καλύπτει όλες τις ανάγκες σε ηλεκτρικό ρεύμα της χώρας.
ΠΙΝΑΚΑΣ 2. Εγκατεστημένη ισχύς όλων των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ ανά τύπο καυσίμου σε λειτουργία το 2007 και προβλεπόμενη μετά επτά χρόνια το 2014. Β. Πράγματι παράλληλα με τη ΔΕΗ μια σειρά από επιχειρήσεις (ελληνικές και του εξωτερικού) ηλεκτροπαραγωγής έχουν εξαγγείλει τη λειτουργία θερμοηλεκτρικών μονάδων μέχρι το 2013 (Αλουμίνιον Ελλάδος/Μυτιληναίος, Edison Hellas/ΕΛΠΕ, Enel/Όμιλος Κοπελούζου, ΤΕΡΝΑ, Χαλυβουργική, Motor Oil, Iberdrolla) φυσικά με την επιφύλαξη της τελικής αδειοδότησης από τη ΡΑΕ και τις αρμόδιες κυβερνητικές και κρατικές αρχές. Δεδομένη είναι στο μεταξύ η λειτουργία μονάδας 390 MW των ΕΛΠΕ στη Θεσσαλονίκη από το 2007 και 148 MW της Ήρων Θερμοηλεκτρική Α.Ε. από το 2006, ενώ έχουν καταρχήν αδειοδοτηθεί η Motor Oil (440 MW στα διυλιστήρια Κορίνθου), η Χαλυβουργική (880 MW στον ομώνυμο χώρο στην Ελευσίνα με εταίρο τη ΔΕΗ) και η Αλουμίνιο Ελλάδος /Μυτιληναίος (430 MW και 334 MW στον μυχό της Αντίκυρας του βορείου Κορινθιακού κόλπου στη Βοιωτία, όπου επιπρόσθετα έχει ζητηθεί η αδειοδότηση για την εγκατάσταση ανθρακικού ΘΗΣ ισχύος 600 MW). Με βάση αυτά τα δεδομένα και προσεκτικές εκτιμήσεις η συνολική ισχύς των μη-κρατικών μονάδων λειτουργίας με Φ.Α. θα φθάσει τα 4000 MW το 2014, εφόσον διατηρηθεί ο σημερινός ρυθμός εγκρίσεων.
Γ. Τα προαναφερόμενα πραγματικά στοιχεία οδηγούν στην τελική εκτίμηση: το 2014 η εγκατεστημένη ισχύς των θερμοηλεκτρικών σταθμών Φ.Α. θα ανέρχεται σε 7600 MW (3557 MW της ΔΕΗ, τα υπόλοιπα ιδιωτικών εταιρειών). Η απαιτούμενη ποσότητα Φ.Α. είναι δώδεκα (12) δις έως δεκαπέντε (15) δις κυβ. μέτρα ετησίως ανάλογα με το βαθμό απόδοσης και το φόρτο παραγωγής της κάθε μονάδας. Πρόκειται για πολύ μεγάλη ποσότητα για τις ελληνικές συνθήκες, η οποία επιβάλλει τον τριπλασιασμό(!) των εισαγωγών Φ.Α. στα επόμενα έξι χρόνια.
Δ. Παράλληλα με την παραπάνω “ξέφρενη” τάση και μελλοντική πορεία προς την άμετρη χρήση του Φ.Α. στην ηλεκτροπαραγωγή συνεχίζεται πολύ ορθώς η προσπάθεια των ΕΠΑ (Εταιρειών Παροχής Αερίου Αττικής, Θεσσαλονίκης, Θεσσαλίας) να πετύχουν τη διείσδυση του αερίου στον αστικό τομέα και στη βιοτεχνία, δηλ. να προσπαθούν να ανταγωνίζονται το ηλεκτρικό ρεύμα, το παραγόμενο από το φυσικό αέριο, του οποίου την πρωτογενή χρήση κυρίως αυτές, οι ΕΠΑ, προσφέρουν στον οικιακό καταναλωτή –στα νοικοκυριά- και στους επαγγελματίες, εμπόρους και μικροβιοτέχνες του αστικού τομέα προς πρωτογενή χρήση, όπως το παίρνουν κατευθείαν από το δίκτυο.
Αναπτυξιακή ζημία, αύξηση της εξάρτησης και η
σπάταλη ‘βολική λύση’ της χρήσης Φ.Α. σε δευτερογενείς εφαρμογές
Η εντατικοποίηση, υπό την πίεση των παραπάνω δεδομένων, της ανορθολογικής και ασύμβατης με τη διεθνή και ευρωπαϊκή πρακτική της χρήσης του Φ.Α. σε θερμοηλεκτρικά εργοστάσια αποκλειστικής παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος έχει άμεσες επικίνδυνες επιπτώσεις.
Η πρώτη αφορά στη ζημία που υφίσταται η εθνική οικονομία από την ενεργειακή υποβάθμιση ενός πολύτιμου καυσίμου - “ευγενούς”, σε σύγκριση με τα λοιπά ορυκτά καύσιμα, του Φ.Α.- για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, το οποίο θα ήταν δυνατόν να παραχθεί από φθηνότερα καύσιμα προορισμένα εξαρχής για δευτερογενή χρήση, αφού πρωτογενής χρήση ως εκ της φύσεώς τους δεν είναι πρόσφορη ούτε οικονομικά ούτε περιβαλλοντικά.
Η άλλη αρνητική επίπτωση είναι η ραγδαία αύξηση του βαθμού εξάρτησης της Ελλάδας όχι μόνο από χώρες προέλευσης αλλά και από κράτη συνεκμετάλλευσης ή διέλευσης των διακρατικών αγωγών μεταφοράς του φυσικού αερίου. Πρόσφατα παραδείγματα: η τουρκική κρατική εταιρεία Μποτάς διέκοψε την προμήθεια προς τη χώρα μας, επειδή προέκυψαν εμπόδια λόγω συρράξεων στην τροφοδοσία στη χώρα προέλευσης του Φ.Α., το Αζερμπαϊτζάν, κατά το πρώτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου 2007. Σχεδόν δύο εβδομάδες αργότερα οι πρωτοφανείς για την τελευταία εικοσαετία χαμηλές θερμοκρασίες του ρωσικού χειμώνα ήταν η αιτία η Γκάζπρομ να ελαχιστοποιήσει τις συμβατικές ποσότητες αερίου μέσω του ελληνοβουλγαρικού αγωγού. Τέτοια γεγονότα σε συνδυασμό με την ανυπαρξία αποθηκευτικών χώρων Φ.Α. στη χώρα μας είναι δυνατόν μέσα σε λίγες ημέρες να οδηγήσουν σε πλήρες αδιέξοδο τροφοδοσίας ολόκληρο το Εθνικό Σύστημα Φυσικού Αερίου (ΕΣΦΑ).
Οι μειωμένες επιπτώσεις στο περιβάλλον, οι διακρατικές συμβατικές δεσμεύσεις προμήθειας (συνήθως μη ανακοινώσιμες) καθώς και η διαμόρφωση κλίματος της ‘τελευταίας στιγμής’ υπό την πίεση αυξημένης ζήτησης και αιχμών κατανάλωσης στο εγγύς μέλλον αποτελούν εύκολα επιχειρήματα, ώστε η δευτερογενής χρήση του Φ.Α. στη θερμοηλεκτρική παραγωγή να αποτελεί την εύκολη λύση,
υπαγορευόμενη παράλληλα από οικονομικές σκοπιμότητες. Χωροθέτηση φιλική στο περιβάλλον και επιλογή σύγχρονης αποδοτικής τεχνολογίας
των θερμοηλεκτρικών σταθμών Φ.Α. (ΘΗΣ Φ.Α.) προς όφελος του κοινωνικού συνόλου
Η υπερβολική επιβάρυνση του περιβάλλοντος από τη λειτουργία των ΘΗΣ ανεξαρτήτως του χρησιμοποιούμενου καυσίμου με τα συνεπαγόμενα προβλήματα, που προκαλεί στις τοπικές κοινωνίες και κλιματικές συνθήκες και κατ’ επέκταση στην υπερθέρμανση του πλανήτη, επιβάλλει την προσεκτική χωροθέτηση των εργοστασίων και την εφαρμογή της καταλληλότερης ώριμης τεχνολογίας, η οποία να μεγιστοποιεί το βαθμό απόδοσης αλλά και να ελαχιστοποιεί την απόρριψη αποβλήτων οποιασδήποτε μορφής. Ο συγκερασμός αυτών των παραγόντων προς μια βέλτιστη από παραγωγικής και κοινωνικής πλευράς κατάσταση ισορροπίας είναι μια δύσκολη άσκηση, όχι όμως άλυτη.
Η προσπάθεια των επενδυτών ( ιδιωτών αλλά και κρατικών) να συμπιέσουν το κόστος εγκατάστασης, λειτουργίας και παραγωγής της μονάδας οδηγεί κατά κανόνα σε τρεις κύριες, ‘βολικές’ για την επένδυση, επιλογές:
Η μονάδα κατασκευάζεται πλησίον του δικτύου Φ.Α. με κύριο κριτήριο τη μείωση του κόστους μεταφοράς τηρώντας τις τυπικές προδιαγραφές χωρίς να λαμβάνονται υπόψη ενδεχόμενες παράπλευρες αρνητικές επιπτώσεις στο φυσικό, κοινωνικό και αναπτυξιακό περιβάλλον, οι οποίες μπορούν να αποφευχθούν, αν η μονάδα δημιουργηθεί σε καταλληλότερο χώρο.
Η θέση των νέων μονάδων επιλέγεται προς διευκόλυνση κοντά ή στο ίδιο πεδίο με ήδη λειτουργούσες ή σε ενεργειακά κέντρα (βλ. Πτολεμαΐδα, Μεγαλόπολη, διυλιστήρια κ.ά.) με αποτέλεσμα την πρόσθετη περιβαλλοντική επιβάρυνση, την επέκταση της ακτίνας των αρνητικών επιδράσεων και την περιβαλλοντική συμφόρηση. Οι πρόσθετες αυτές επιπτώσεις συχνά γίνονται αποδεκτές από την πλειονότητα των κατοίκων της περιοχής, επειδή αφενός με την πάροδο του χρόνου έχει επέλθει ένας συμβιβασμός με την κατάσταση υποβάθμισης αφετέρου γίνονται ανεκτικοί ως άμεσα ή έμμεσα επωφελούμενοι από τη λειτουργία των μονάδων (προσφορά θέσεων εργασίας, χορηγίες στις δημοτικές αρχές και τους τοπικούς φορείς και συναφή).
Η μέθοδος παραγωγής και οι τεχνικές υποδομές του νέου σταθμού συμπεριλαμβανομένων και των συστημάτων για τον περιορισμό των αποβλήτων δεν ανταποκρίνονται -συνήθως λόγω πρόσθετου κόστους- σε εξελιγμένες τεχνολογίες με αποτέλεσμα ο βαθμός απόδοσης να είναι μειωμένος και η περιβαλλοντική επιβάρυνση μεγαλύτερη.
Ο ευκολότερος δρόμος από πλευράς εξοικονόμησης επενδυτικών κεφαλαίων είναι να υπάρχει ευχέρεια των παραπάνω επιλογών εντός των τεχνικών προδιαγραφών και της κείμενης νομοθεσίας με τρόπο που να προκύπτει το μεγαλύτερο δυνατό οικονομικό όφελος. Αυτό όμως δεν είναι επαρκές, αφού δεν αποβαίνει προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Παράλληλα, ένεκα της επιβαλλόμενης επιστημονικής πληρότητας και της ισονομίας, πρέπει να σταθμιστούν ορισμένες πρόσθετες θεωρήσεις, όπως το μέγεθος της ζημίας που προκαλείται στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον (διότι κέρδος αποκλείεται), το έμμεσο οικονομικό και αναπτυξιακό όφελος, που μπορεί να προκύψει για το κοινωνικό σύνολο σε περίπτωση εναλλακτικής επιλογής του χώρου εγκατάστασης, της τεχνολογίας παραγωγής, του τρόπου λειτουργίας κ.ά.
Παραδείγματα προς αποφυγήν: Η ενεργειακή υποβάθμιση του Φ.Α. και η επιδείνωση περιβάλλοντος από θερμοηλεκτρικούς σταθμούς στον κολπίσκο της Αντίκυρας (βόρειος Κορινθιακός κόλπος, εργοστάσιο Αλουμίνιο της Ελλάδος), στη Μεγαλόπολη (λιγνιτικό και ενεργειακό πεδίο ΔΕΗ, ενδοχώρα Πελοποννήσου) και στην Ελευσίνα (εργοστάσιο Χαλυβουργικής στην παραλία Ασπροπύργου, νοτίως Θριασίου Πεδίου)
Για την περίπτωση π.χ. των δύο θερμοηλεκτρικών σταθμών Φ.Α. στον μικρό κόλπο Αντίκυρας εγκατεστημένης ισχύος 334 MW και 430 MW, στους οποίους προστίθεται στον ίδιο χώρο επίσης ο ανθρακικός των 600 MW, έχουμε τη συσσωρευμένη αδιάκοπη παραγωγή 1364 MW ηλεκτρισμού, για την οποία απαιτείται η καύση καυσίμων τριπλάσιας ισχύος. Σε ότι αφορά ειδικότερα τις δύο μονάδες Φ.Α. συνολικής ισχύος 764 MW η απαιτούμενη ποσότητα κατά μέσο όρο ανέρχεται ετησίως σε 1,5 δις κυβικά μέτρα αερίου, το οποίο καταχρηστικώς χρησιμοποιείται υποβαθμιζόμενο για ηλεκτροπαραγωγή. Εκτός από την διττή επιβάρυνση της εθνικής οικονομίας (επιζήμια χρήση ένεκα δευτερογενούς εφαρμογής, υψηλό κόστος ως εισαγόμενο καύσιμο) προστίθεται επίσης η ζημία στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον της περιοχής. Η ποσότητα των 1,5 δις κυβ.μ. Φ.Α. ετησίως με την καύση της στο επίπεδο της παραλίας στο χώρο του εργοστασίου της Αλουμίνιον της Ελλάδος (ΑτΕ) Α.Ε. απορρίπτει στην τοπική ατμόσφαιρα τους εξής αέριους ρύπους:
+ 3000000000 κιλά (3 δισεκατομμύρια = 3*109 kg) διοξείδιο του άνθρακα (CO2),
+ 2330000 κιλά (2,33*106 kg ) οξείδια του αζώτου ( NOX),
+ 180000 κιλά (0,18*106 kg ) διοξείδιο του θείου (SO2),
+ 180000 κιλά (0,18*106 kg ) στερεά σωματίδια,
+1010000 κιλά (1,01*106 kg ) μονοξείδιο του άνθρακα (CO ).
Οι δύο μονάδες εκβάλλουν επίσης μεγάλη ποσότητα θερμότητας στη θάλασσα και εν μέρει στην ατμόσφαιρα ανερχόμενη ετησίως σε
+ 11000000000 κιλοβατώρες (1,1*1010 kWh = 39600 Τερατζάουλ=3,96*1016 J )
Σημειώνεται, ότι οι ανωτέρω ποσότητες ρύπων υπολογίσθηκαν με βάση μέσες τιμές δεδομένων από διεθνείς στατιστικές. Αποτελούν ελάχιστες ποσότητες παραγόμενες υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας, ενώ κατά κανόνα αυξάνονται σε καταστάσεις μερικής λειτουργίας των μονάδων.
Το διοξείδιο του άνθρακα προκαλεί το φαινόμενο του θερμοκηπίου και την υπερθέρμανση του πλανήτη. Οι υπόλοιποι αέριοι ρύποι επιδρούν άμεσα στη γειτονική περιοχή. Είναι γνωστοί από το ‘νέφος’ της Αττικής με τις διαπιστωμένες βλάβες που προκαλούν στο τοπικό περιβάλλον. Στους ανθρώπους έχουν επίσης άμεσες επιπτώσεις κλιμακούμενες από αρνητικές επιδράσεις στη διάθεση και στη φυσική κατάσταση των ατόμων μέχρι και βλάβες στην υγεία, όταν επί μεγάλα χρονικά διαστήματα επικρατούν υψηλές συγκεντρώσεις, των οποίων οι διακυμάνσεις ελέγχονται σε σχέση με θεσμοθετημένα όρια προειδοποίησης και συναγερμού. Γι’ αυτό άλλωστε η διασπορά και οι τιμές των συγκεντρώσεων των αερίων αυτών παρακολουθούνται καταγραφόμενες αδιάκοπα από τις αρμόδιες αρχές περιβάλλοντος και δημόσιας υγείας.
Με δεδομένο το κλειστό γεωγραφικό ανάγλυφο της περιοχής της Αντίκυρας – κόλπος περίκλειστος κατά τα τρία τέταρτα και περιβαλλόμενος από βουνά μέσου ύψους 800 μέτρων – και την παράλληλη λειτουργία του εργοστασίου αλουμινίου της ΑτΕ και σύντομα του υπό σχεδιασμό ανθρακικού θερμοηλεκτρικού η περιβαλλοντική επιβάρυνση με βεβαιότητα διασπά τα όρια της διαχρονικής αντοχής του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος. Να σημειωθεί επίσης, ότι δεν έχουν αναληφθεί από την πλευρά του επενδυτικού ομίλου Μυτιληναίου κάποιες ειδικότερες δεσμεύσεις για τον περιορισμό της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος.
Επιπρόσθετα, επειδή η περιοχή έχει μικρό πληθυσμό και είναι αραιοδομημένη, δεν παρέχει τη δυνατότητα κάποιας σημαντικής κατανάλωσης και πρωτογενούς χρήσης στον αστικό τομέα, η οποία θα μπορούσε να αντισταθμίσει την επιζήμια χρησιμοποίηση του Φ.Α. στους θερμοηλεκτρικούς σταθμούς.
Δεύτερο τυπικό παράδειγμα άστοχης χωροθέτησης αποτελεί ο θερμοηλεκτρικός σταθμός Φ.Α., που πρόκειται να κατασκευάσει η ΔΕΗ στη Μεγαλόπολη ισχύος 800 MW προκαλώντας πρόσθετη επιβάρυνση στο ήδη επιβαρημένο περιβάλλον του πεδίου εξόρυξης του λιγνίτη και των τεσσάρων εν λειτουργία μονάδων συνολικής ισχύος 850 MW. Για το νέο σταθμό η καύση των αναγκαίων ετησίως 1,6 δις κυβ. μέτρων Φ.Α. έχει τις ίδιες προαναφερθείσες επιπτώσεις των μονάδων της Αντίκυρας. Επειδή όμως πρόκειται για την πρώτη εισαγωγή Φ.Α. στην Πελοπόννησο προσφέρεται ως καλύτερη εναλλακτική λύση χωροθέτησης αντί της Μεγαλόπολης η βιομηχανική περιοχή Πατρών, όπου θα μπορούσε να εγκατασταθεί ο νέος σταθμός υπό ευνοϊκές για το περιβάλλον συνθήκες, αφού πρόκειται για ειδικά προεπιλεγμένο χώρο για βιομηχανικές δραστηριότητες. Η λύση αυτή συνδυάζει επιπλέον τη διείσδυση του Φ.Α. για πρωτογενή χρήση ευρείας κλίμακας στα μεγάλα αστικά κέντρα της Δυτικής Ελλάδας (π.χ. Πάτρα, Αίγιο, Πύργος, Αγρίνιο...) και στις παραγωγικές μονάδες της ευρύτερης περιοχής.
Τρίτη περίπτωση προβληματικής χωροθέτησης αποτελεί η μονάδα των 880 MW της εταιρείας Χαλυβουργική (με εταίρο τη ΔΕΗ) στον ομώνυμο χώρο στην Ελευσίνα, με ετήσια κατανάλωση σε Φ.Α. 1,7 δις κυβ. μέτρων. Οι περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις είναι αναλογικά ακόμη μεγαλύτερες από τις προηγούμενες δύο περιπτώσεις και έρχονται να προστεθούν στην πλέον μολυσμένη περιοχή της Ελλάδος. Είναι η μη οργανωμένη βιομηχανική περιοχή του Θριάσιου Πεδίου και της Ελευσίνας, όπου λειτουργούν δύο Διυλιστήρια (ΕΛΔΑ, Πετρόλα), δύο Ναυπηγεία (Σκαραμαγκά, Ελευσίνας), δύο Χαλυβουργίες (Χαλυβουργική, Ελληνική Χαλυβουργία), δύο τσιμεντοβιομηχανίες (Τιτάν, Χάλυψ), βιομηχανία Πυρομαχικών (ΠΥΡΚΑΛ), πλήθος άλλων ρυπογόνων παραγωγικών μονάδων και η μεγαλύτερη χωματερή αστικών απορριμμάτων της χώρας (Άνω Λιόσια και Φυλή). Είναι γνωστό, ότι η ευρύτερη αυτή περιοχή έχει από χρόνια χαρακτηρισθεί ως ‘περιβαλλοντικά κορεσμένη.
Η ελευθεριότητα στη χρήση του Φ.Α. στην ηλεκτροπαραγωγή
ανατρέπει το Μακροχρόνιο Ενεργειακό Σχεδιασμό της χώρας
Ο Μακροχρόνιος Ενεργειακός Σχεδιασμός της Ελλάδας (ΜΕΣΕ) 2007-2020 έχει καταρτισθεί από το Συμβούλιο Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής (ΣΕΕΣ κατά τον ν.3438/2006) και επισήμως κατατέθηκε στο Κοινοβούλιο από τον Υπουργό Ανάπτυξης τον Αύγουστο 2007.
Σε ότι αφορά το φυσικό αέριο παρουσιάζει δύο αντικρουόμενες εκδοχές, οι οποίες μάλιστα έχουν ήδη ακυρωθεί από τις εξελίξεις. Η μία της ΔΕΠΑ (από κοινού με τον ΔΕΣΦΑ) προλέγει συνολική ζήτηση 7,16 δις κυβ. μέτρα (7160000000) το 2015, από τα οποία τα 4,6 δις κυβ. μέτρα (56%) προορίζονται για τη θερμική ηλεκτροπαραγωγή, και 8,35 δις κ.μ. (8350000000) συνολική ζήτηση για το 2020 με 5,4 δις κ.μ. (55%) στην ηλεκτροπαραγωγή.
Η άλλη εκδοχή προκύπτει από μια σειρά από σενάρια του ΜΕΣΕ σχετικώς με την πιθανή εξέλιξη του ενεργειακού ισοζυγίου της χώρας, τα οποία προϋπολογίζουν τη μεσοσταθμική κατανάλωση του Φ.Α. για ηλεκτρισμό και θερμότητα στα 3,2 δις κυβ. μέτρα το 2015 και 3,6 δις κ.μ. το 2020. Με την εύλογη υπόθεση ότι ζήτηση και κατανάλωση δεν διαφέρουν πολύ παρατηρούμε, ότι οι προβλέψεις της ΔΕΠΑ είναι κατά 30% έως 50% υψηλότερες από αυτές του Εθνικού Ενεργειακού Σχεδιασμού.
Από την άλλη πλευρά και οι προβλέψεις της ΔΕΠΑ υπολείπονται κατά πολύ – 20% έως 50% - από τις απαιτήσεις της ΔΕΗ σε Φ.Α., η οποία ήδη το 2014 χρειάζεται 5,5 δις έως 7 δις κυβ. μέτρα για την τροφοδότηση των σταθμών συνολικής ισχύος 3557 MW, που έχει στο πρόγραμμά της, βλ. ΠΙΝΑΚΑ 2. Οι ποσότητες αυτές είναι μάλιστα υπερδιπλάσιες αυτών του ΜΕΣΕ για το 2015. Σημειωτέον ότι αφορούν μόνο τη ΔΕΗ και αφήνουν εκτός θεώρησης τις ανάγκες της ιδιωτικής ηλεκτροπαραγωγής για την κίνηση των μονάδων συνολικής ισχύος 4000 MW, οι οποίες, όπως αναφέραμε προηγουμένως στα σημεία Β και Γ, χρειάζονται άλλα 6 έως 7,5 δις κ.μ. πιθανότατα ήδη από το 2012.
Τα στοιχεία αυτά αποδείχνουν, ότι οι τρέχουσες εξελίξεις στην ελεύθερη πλέον αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου ανατρέπουν την όποια πρόβλεψη στο επίπεδο των πολιτικών εκτιμήσεων και αποφάσεων (Συμβούλιο Ενεργειακού Σχεδιασμού με τη συμβολή των ΡΑΕ, ΔΕΗ, ΔΕΠΑ, ΔΕΣΦΑ, ΚΑΠΕ κ.ά.), τουλάχιστον σε ότι αφορά στο Φ.Α. Η τελική αποτίμηση παρά τις αντιφατικότητες των προβλέψεων των κρατικών ενεργειακών φορέων δείχνει, ότι τα στοιχεία της ΔΕΗ σε συνδυασμό με αυτά της ιδιωτικής ηλεκτροπαραγωγής έχουν το τεκμήριο της εγκυρότητας, αφού ανταποκρίνονται σε πραγματικές καταστάσεις, που είναι η υποχρεωτική κάλυψη των καθημερινών αναγκών αλλά και των αιχμών ζήτησης της ηλεκτρικής ενέργειας. Κατά συνέπεια αφενός ακυρώνουν τον Εθνικό Ενεργειακό Σχεδιασμό σε ότι αφορά το φυσικό αέριο, αφετέρου καθορίζουν τις εξελίξεις στην διακίνησή. Γι’ αυτό τα ερωτήματα για τη δυνατότητα εξασφάλισης των απαιτούμενων μεγάλων ποσοτήτων Φ.Α., η υποβάθμισή του στη δευτερογενή χρήση της θερμοηλεκτρικής παραγωγής και η προστασία του περιβάλλοντος, την οποία πρέπει να λαμβάνει υπόψη ο Εθνικός Ενεργειακός Σχεδιασμός (μείωση αερίων υπερθέρμανσης του πλανήτη, περιβαλλοντικά επιβαρυντικές χωροθετήσεις των ΘΗΣ, ενεργειακός εξορθολογισμός) παραμένουν ανοιχτά και επιτακτικά ζητώντας απαντήσεις και δεσμευτικές πολιτικές αποφάσεις.
Επιβάλλεται η μείωση της θερμοηλεκτρικής παραγωγής με Φ.Α.
και ο επανασχεδιασμός της χωροθέτησης των νέων μονάδων
Τα προαναφερόμενα γεγονότα και οι ορατές από προϋπολογίσιμα μεγέθη μεσοπρόθεσμες εξελίξεις επιβάλλουν να επιλεγεί ο κατάλληλος ενεργειακός σχεδιασμός των χρήσεων και της διάθεσης του Φ.Α. και γενικά της ασφάλειας τροφοδοσίας και της στρατηγικής τροφοδότησης του ΕΣΦΑ (Εθνικού Συστήματος Φ.Α.) με γνώμονα τη μείωση της χρήσης του Φ.Α. στην ηλεκτροπαραγωγή με θερμικές μονάδες και την αύξηση της συμμετοχής του στον αστικό και βιομηχανικό τομέα. Η ΡΑΕ, ο Διαχειριστής ΕΣΦΑ και η ΔΕΠΑ έχουν την αρμοδιότητα να διαμορφώσουν τελικές εισηγήσεις (με τρόπο τεχνοκρατικό συμπεριλαμβάνοντας όμως όλα τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά κριτήρια) προς τα κέντρα λήψης της τελικής πολιτικής απόφασης.
Βασικές παράμετροι σε αυτή τη νέα και εκ βάθρων θεώρηση αποτελεί και η επανεξέταση της χωροθέτησης και της αδειοδότησης, καθώς και η αναστολή της έναρξης λειτουργίας των νέων θερμοηλεκτρικών μονάδων φυσικού αερίου μέχρι τη λήψη των τελικών αποφάσεων της Πολιτείας στο μεγάλο ζήτημα του θεσμοθετημένου Μακροχρόνιου Ενεργειακού Σχεδιασμού της Ελλάδας. Η αρχή αυτής της επανεξέτασης πρέπει να γίνει από τις προαναφερθείσες τρεις επείγουσες περιπτώσεις: Από το ενεργειακό συγκρότημα των τριών μονάδων στον κολπίσκο της Αντίκυρας (βόρειος Κορινθιακός κόλπος) καθώς και από τις δύο μονάδες στην Ελευσίνα (Χαλυβουργική) και τη Μεγαλόπολη.
11 Φεβρουαρίου 2008
ΠΗΓΗ ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ