Πάει μια βδομάδα πια που γύρισα από τις διακοπές μου. Εβδομάδα εργασίας και εβδομάδα με αρκετούς θανάτους και ατυχήματα στο φιλικό και επαγγελματικό περιβάλλον. Και βδομάδα με αρκετό άγχος για την καινούρια τάξη που σε λίγες μέρες θα αναλάβω. Όμως με όλα αυτά δεν κατάφερα να ξεχάσω και να σβήσω μια φράση που έλαβα την πρώτη νύχτα της επιστροφής μου στο σπίτι. Ηλεκτρονικά, με e-mail:
"Και θύμωσα δε σου κρύβω..."
Αυτή ήταν η φράση και μόνο σ' αυτή θα εστιάσω. Ούτε στο πρόσωπο που την έγραψε ούτε σε όσα άλλα έγραφε στο μέιλ. Είναι αδιάφορα τόσο για σας όσο και για μένα πια. Όμως σ' αυτό το θυμό που μου εκτόξευσαν δεν μπορώ να μην απαντήσω. Να μην επιστρέψω το ίδιο συναίσθημα και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από εκείνον που τον προκάλεσε. Και τα γράφω εδώ όχι τόσο για τον ίδιο που προκάλεσε το επεισόδιο των διαδοχικών θυμών - ναι, μπαίνει και θα τα διαβάσει και ο ίδιος αλλά αυτό με αφήνει παγερά αδιάφορη - αλλά για τους άλλους, για ένα γενικότερο προβληματισμό του πώς έχουν γίνει σήμερα οι κοινωνικές μας σχέσεις.
Από τη μια είναι σίγουρα η καταδικαστέα αποξένωση της ζωής της πόλης και δη της μεγαλούπολης. Η κατάσταση εκείνη που δεν ξέρεις ποιος μένει δίπλα σου και δε λες καλημέρα με κανέναν. Από την άλλη όμως υπάρχει και ο αντίποδας. Η έλλειψη τακτ που οδηγεί σε ενοχλητική παρέμβαση στη ζωή του άλλου. Όπως σε χίλια άλλα πράγματα έτσι και σ' αυτόν τον τομέα χρειάζεται θαρρώ μέτρο. Χρειάζεται να ξέρουμε πότε και πώς θα επιδιώξουμε στενότερες κοινωνικές σχέσεις με κάποιον χωρίς να φτάνουμε και να ξεπερνάμε ενίοτε το όριο της ενόχλησης.
Η δική μου γειτονιά δεν είναι μια τυπική γειτονιά της Αθήνας. Όντας στις παρυφές μιας άλλοτε προσφυγούπολης έχει κρατήσει το παλιό στιλάκι με καλημέρα καλησπέρα και τι κάνετε και πώς τα περάσατε στις διακοπές... Και ειδικά για ανθρώπους που εργάζονται στη γειτονιά, η κατάσταση θυμίζει επαρχία. Κατεβάζεις σκουπίδια; Θα πεις δέκα καλημέρες. Πας στο περίπτερο και στο σούπερ μάρκετ; Θα βρεις ένα σωρό γνωστούς στο δρόμο και θα ανταλλάξεις νέα και χαιρετούρες. Μαθητές τωρινούς και παλιούς, γονείς μαθητών, συναδέλφους, γείτονες... Σχεδόν όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας.
Από κει και πέρα όμως είναι τελείως διαφορετικό με ποιους θα επιλέξεις να δημιουργήσεις στενότερες σχέσεις και φιλίες. Άλλο γνωστός και άλλο φίλος. Και δεν μπορεί ο καθένας με το έτσι θέλω να σου επιβάλλεται στη ζωή σου και να διεκδικεί την αποκλειστική σου παρέα ούτε και να απαιτεί σούρτα φέρτα στο σπίτι σου. Όπως άλλο είναι να σου πω μια καλησπέρα και άλλο να περιμένεις κάθε που σε βρίσκω στο δρόμο να πιάνω κουβεντολόι μαζί σου. Εξάλλου τα κουβεντολόγια στο δρόμο είναι για τους αργόσχολους. Και είναι δικαίωμα του καθενός να ανήκει στο "ευγενές" αυτό είδος ή όχι.
Και πάμε στο θυμό που κατάφερα το περασμένο Σάββατο να προκαλέσω. Ένα θυμό που δεν κατάφερε ούτε για λόγους κοινωνικής ευπρέπειας να κρυφτεί παρά στάλθηκε αγενέστατα με μέιλ ζητώντας και τα ρέστα...
Το περασμένο λοιπόν Σάββατο ήταν η μέρα που γύρισα από τις διακοπές μου. Και μόνο αυτό φτάνει για να είναι χαλασμένη η διάθεση. Τέρμα το κάααααθομαι και το χαλαρώνω σε χρυσαφένιες ακρογιαλιές και το διασκεδάζω σε νησιώτικα μπαράκια με μουσικές εξαίσιες.
Πέρα όμως από την ψυχολογία της επιστροφής στην πόλη και στη δουλειά, έχεις και όλη την ταλαιπωρία του ταξιδιού. Και η δική μου ήταν τεράστια και απίθανη. Δώδεκα το μεσημέρι έγραφε το εισιτήριο πως θα σαλπάρει το Ροδάνθη από το λιμάνι της Νάξου για τον Πειραιά. Άσχετα όμως από το τι έγραφε το εισιτήριο, το καράβι εμφανίστηκε στο λιμάνι την ώρα που υποτίθεται θα απέπλεε. Εμείς εκεί.
Μέσα στον ήλιο και στις καυτές λαμαρίνες των αυτοκινήτων
και το στριμωξίδι και τις φωνές να περιμένουμε το παπόρο και τον λιμενικό να κάνει το πολυπόθητο σινιάλο.
Το σήμα να πλησιάσεις επιτέλους την καγκελόπορτα. Και νέα αναμονή εκεί.
Με τα μηχανάκια στριμωγμένα και παραφορτωμένα μπροστά σου:
Επιβάτες να σπρώχνονται και λιμενικοί να φωνάζουν.
Κι έπειτα η μεγάλη πόρτα ανοίγει. Περάστε επιτέλους. Να αρχίσει ο γολγοθάς παρκάρισμα στα έγκατα του καραβιού. Όχι στρίψε από δω, όχι από κει, μην κοιτάς!! κάνε μόνο ό,τι σου λέω!!! (Κι άμα χτυπήσεις το αμάξι ποιος θα το πληρώσει; Ο ναύτης που σε διατάζει ή η τσέπη σου; ) Όσο για το στριμωχτό του πράγματος, όλοι φαντάζομαι έχετε την εμπειρία. Τόσο στενά που να μην μπορείς να περάσεις και να ανεβείς στο σαλόνι:
Πας από δω, κλειστόν... Πας από κει τα ίδια. Στο τέλος καταφέρνεις αφού σκαρφαλώσεις σε μερικά καπώ και σκουπίσεις μπόλικα σκονισμένα αυτοκίνητα συνταξιδιωτών να φτάσεις στην πόρτα εξόδου. Αααααα, επιτέλους θα πιούμε καφέ παγωμένο!!!