Ο Παπαδιαμάντης για το Λιαντίνη(Απόσπασμα από ανέκδοτο κατάλοιπο έργο του Λιαντίνη)
Και οι τρύπιες αρβύλες του Παπαδιαμάντη
γίνουνται γλάστρες για το άνθος της αν-
θρώπινης δικαιοσύνης.
Δ. Λ.
Τώρα η αφεντιά του, ο κυρ Αλέξανδρος, που ελαιώνες αργοκυλούν στα μάτια του τ’ ασημωμένα φύλλα.
Ενώ πιο ψηλά του αιθέρα σκαμπανεβάζουν μαβιά τα ηφαίστεια με την πατημασιά του τυπωμένη στην άκρη.
-καθώς το σχήμα αρετής που αφήκαν στη λάβα της Αίτνας τα σιδερένια πέδιλα του Εμπεδοκλή-
Από τα βαθιά της Σκίαθος θα τον ανασύρει το αόρατο δίχτυ του αρχάγγελου. Κι όσο κι αν σπαρταρά, θα τον τραγουδήσει ζωντανό στο ενυδρείο ο «Παρνασσός».
Γιατί μόλο που ακόμη έχει το βλέμμα προσηλωμένο στην ιλαρή μορφή του Ελισσαίου, και των άλλων άγιων βράχων, που ριζωμένοι στα ρηχά του εσπερινού και του όρθρου εξακολουθούν να μουρμουρίζουν το Ωρολόγιο.
Δεν τον χωράει πια το σπίτι του φίλου του Νικόλα Μπούκη, οπωροπώλη. Επειδής οι άνεμοι διαλέξανε να γεννηθεί αυτός
Ο Μαγελλάνος ενός τριαντάφυλλου.
Λέω για το πως άνοιξε την ακαταμέτρητη ενδοχώρα του ανθρώπινου ήθους, και το νησί του τον κύτταξε από το μέσα μέρος. Έτσι που
Τα εξήντα περίπου τετραγωνικά χιλιόμετρα
Με τις τρεις χιλιάδες ψυχές, έφτασαν ν’ απο-
κτήσουν τη σημασία ολόκληρης ηπείρου.
Μεγάλης σαν την Ασία, και με όλες τις ακτές από τα ρεύματα φαγωμένες του άλλου πόντου που και ψυχή του ανθρώπου τόνε λένε.
Και στη γλυφή της πέτρας ένα κλωνί αλάτι, καθώς όταν το δάκρυο στεγνώνεται στην άκρη του ματιού και μένει.
Και στα ποτάμια της κυλώντας ο γέρο-καιρός σαν το αίμα του Θεού.
Και με τα δέντρα της να νηστεύουν τη βροχή, ώσπου να σκολάσει το εωθινό, για να ματαλάβουν ώστρια.
Και με όλα τα χωριά των ανθρώπων της και τις πολιτείες λευκές.
Και σαν απορείς που πια να περπατήσεις, βρίσκεις τη μόνη που σου αφήνει, να διαβάζεις και να οδηγιέσαι, δυσνόητη πινακίδα:
Ύπαγε ανίατε!
Το στενό που επήγε και ο μπαρμπα Γιαννιός ο Έρωτας, τη νύχτα που γεννιούνται τα παιδιά, και ανεβαίνει η ασπιλωσύνη της πίκρας ίσαμε την άνθιση της μυγδαλιάς στο παγωμένο χιόνι.
Όσοι λευκοφόροι εννοήτωσαν.