Il Fauno (ΠΟΜΠΗΪΑ)
Ο Φαύνος... δηλαδή ο Πάνας των ρωμαίων
Ο Φαύνος ήταν μία καλοκάγαθη θεότητα που λατρευόταν στον Παλατίνο λόφο ως ο θεός των κοπαδιών και των βοσκών. Όταν οι ρωμαίοι κατέκτησαν την Ελλάδα φρόντισαν να τον συνταιριάσουν με τον Πάνα των ελλήνων και άρχισαν να τον αναπαριστούν με κέρατα.
Θυμίζουμε εδώ από τη Γκέμμα του Λιαντίνη (σελίδα 213) τα ακόλουθα για τον Πάνα ώστε να γίνει κατανοητό τι συμβόλιζε και ο Φαύνος των ρωμαίων:
~~~~~~~~
Είμαστε όλοι γραμμένοι του θανάτου. Το ραβέντι και το φύλλο της μηλιάς. Το αηδόνι με το παράπονό του, που το άκουσε να μινύρεται ο Σολωμός στη Μπόχαλη και στα ρέματα του αρχαίου Κολωνού ο Σοφοκλής γέροντας. Το λιοντάρι που εβγήκε ξαφνικά του Δάντη στο σκοτεινό ρουμάνι του δρόμου του. Η ήπειρος Ατλαντίδα στις σελίδες του Τίμαιου. Ο Αλδεβαράν το άστρο.
Χύνεται κρουνηδόν ο θάνατος, και αστραπή χτυπάει τα όντα αέναα. Τα βρίσκει στο φτερό, και τα αφήνει με στερνή την κατάπληξη της απορίας στο στέρνο.
Τσίμπημα κουνουπιού, κέντρωμα σφήκας, χτύπημα του σκορπιού, δάγκωμα της οχιάς. Μία μία ανεβαίνει τις βαθμίδες ο θάνατος από το μπόι του χαλικιού στη σκιά που ρίχνει ο λόφος. Από το βάρος του όρους στην εσθήτα της απέραντης νύχτας.
Πεθαίνουν στον άνεμο τα δέντρα και τα αιφνίδια μετέωρα. Πέθανε ο Ηράκλειτος στη λινή παραμεριά της Ιωνίας, και ο Βοναπάρτης στη μέση του ωκεανού. Πριν εκατοντάδες χρόνια πέθανε το Ιουρασικό και το Λιθανθρακοφόρο.
Πεθαίνουμε εμείς και η φαντασία μας. Και μαζί μας όλοι οι χάρτες της ποίησης και της μουσικής. Χρόνους τώρα μας αφήσανε κάπου, χορευτικές και φιλήδονες, η Ίσις στην Αίγυπτο και στη Βαβυλώνα η Μύλιττα. Πέθανε ο θεός Μαρδούκ σταυρωμένος στο λόφο ανάμεσα σε δύο ληστές. Και ο Φοίβος Απόλλων είναι καιρός που έπεσε η δαιδάλεη καλύβη του. Του ορίστηκε τότε να πάψει να παίζει με τις λέξεις της γλώσσας, και με τα βάσανα των ανθρώπων.
Μέσα στους γαλαξίες και στις απέραντες ξαστεριές πολλά σημαίνουν οι κατηγορίες του τόπου, του χρόνου, των δράσεων. Όμως τι θα μας δείξουν οι ιδιότητες του δηλωτικού δηλαδή; Τι θα δείξει τη διάρκεια που χρειάζεται το φως να διατρέξει απόσταση ίση με το ένα τρισεκατομμυριοστό του εκατοστού;
Έτσι ζούμε. Για να τραγουδούμε το τραγούδι του θανάτου. Ακουμπώντας στο λυχνοστάτη του Τίποτα.
Έτσι είδανε κάποτε οι άνθρωποι και το μεγάλο Πάνα να πεθαίνει. Εκείνο τον τραγόμορφο, τον ετεροπαγή θεό των ελλήνων, τον ασελγή και ταυτόχρονα το σεμνό, που στο όνομά του ένιωσε μια φορά την ανάγκη να προσευχηθεί κι ο Σωκράτης, για να σώζει τη μέσα του εμορφιά.
Το δαίμονα, τον ακροβάτη στις πέτρες και στην πύρη του μεσημεριού, που τον έδειρε γελώντας η Αφροδίτη με το σανδάλι της.
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (Αθήνα)
Όταν δοκίμασε πονηρά να απλώσει χέρι, ν' αγγίξει τις κορφάδες της.
Τον τραγόπουν εμέ Πάνα τον Αρκάδα, τον κατά Μήδων. Με τα στριφτά κέρατα, τα δίχηλα πόδια, το κυπρί, και τους γράσωνες όρχεις. Με το θαμπιόλι στο στόμα να φυσάει αυτοσχέδιους αναξιφόρμιγγες ήχους.
Πριν από τριάντα χρόνους μια νεαρή γυναίκα, η κόρη του λοχαγού όπως θά 'λεγε μία στιγμή του Αλέξανδρου Πούσκιν, γέννησε στην Τρίπολη της Αρκαδίας ένα τέρας. Οι γιατροί γνωμάτεψανε ότι το έκτρωμα ήτανε τόκος από σμίξιμο της γυναίκας με σκύλο.
Το περιστατικό, που δεν είναι το μόνο στα χρονικά των μαιευτηρίων, έχει την αξία ενός παραπεμπτικού στην εικασία.
Σαν επανάληψη όψιμη ξεχασμένων συνηθειών ή κρουσμάτων, αφήνεται να οικοδομήσει την υπόθεση ότι ο τραγόποδος Παν, που οι έλληνες στην οπτική τους αίσθηση ή παραίσθηση τον είδανε, τελώνιο και παγανό, να ξετρέχει στα δύσαυλα βέλη των πάγων της εξοχής, ήταν ο απόηχος της μνήμης από πανάρχαιες φύτρες κτηνοβασιών. Φανερώθηκε στην ύπαιθρο γη των ελλήνων, γέννημα συνουσίας από ορεσίβιους βοσκούς και κατσίκες στην κτηνοτρόφο Αρκαδία του πελασγικού αιώνα.
Η υπόθεση, απόκοτη επαρκώς, μένει αδιάφορη τόσο στην πίστη όσο και στη δυσπιστία. Ωστόσο τη φρουρεί η ίδια αξιοπιστία που φρουρεί, για παράδειγμα, την υπόθεση του άγιου Φρόυντ ότι ο Μυστικός Δείπνος των χριστιανών είναι ο τελευταίος απόηχος της πράξης των γιων να σκοτώσουν και στη συνέχεια να φάγουν σε ιερή τελετή τον πατέρα. Τον τυραννικό μόνο επιβήτορα στο σόι, που εμπόδιζε τους γιους να πλησιάζουν τα θηλυκά την εποχή της ορδής.
Ο Παν για τους έλληνες εσυμβόλιζε τη ριπή του πόθου μέσα στη φύση. Εσήμαινε εκείνη την ταραχή του βυθού μέσα στα όντα, τη φθείρουσα και την ηδονική, που συνείχε τα φορτία των νεφών, τα δέντρα, τα χτήνη, τους ανθρώπους.
Ήταν η σάρκωση που την τάραζε η πυρή σιγαλιά της επιθυμίας. Η δύναμη η αγνή της βάρβαρης βαρβατιάς. Απηχούσε εκθέματα της ορμής του γενετήσιου πόθου, που κυριεύει τα χορταράκια και τα λουλούδια, όταν σκάνε σε μύρα και χρώματα με τις αραδιαστές επελάσεις της άνοιξης.
Ο Παν εικόνιζε τη Λιβιδώ της φύσης. Εκείνη τη δύσκολη αραβωνιαστικιά του Φρόυντ, που δεν την ενόησαν στη βάση της ποτέ τους ούτε οι αντίπαλοι ούτε οι μαθητές του. Πύλη της παντοδυναμίας σκοτεινή, έβγαζε στο τοπίο του τρομακτικού γενετήσιου ρίγους κάθε Θεογονίας και Γένεσης. Καθρέφτιζε το απροσμάχητο κράτος της ορμής για ζωϊκό γίγνεσθαι και nasci σε βάθος μέγα. Εκεί που το αισθάνουνται κάπως μόνον οι ποιητές, και οι μιλημένοι του θανάτου.
Οι σιγαλέα μιλημένοι του θανάτου. Γιατί ο Παν ήτανε ο θεός των κατσικιών αλλά και των τράγων. Και οι τελευταίοι βρίσκουνται ύλη στα δομικά κύτταρα της τραγωδίας. Εκείνης της ακραίας ηθικής και αισθητικής κατάκτησης και περιουσίας των ελλήνων, που βρίσκεται από τη μεριά της ζωής αλλά και του θανάτου.
Ο Παν των ελλήνων φορεί το πνεύμα που δηλώνεται στα άγρια ζώα με τα συνθήματα των ιχνών τους. Φυλάγει τις ομιλίες που κάνουν τα λαμπυρίσματα των αστεριών στα σκοτεινά δάση. Αναγνωρίζεται στις χειραψίες που δίνουν τα ασημένια φύλλα της λεύκας στον άνεμο. Πάλλει μαζί με τον παλμό της πεταλούδας που πετάει στο Πεκίνο και φέρνει την καταιγίδα στην Καλιφόρνια.
Με την παγάνα του, τα παγανά, και τον πανικό του φόβο, ο Παν προπέμπει στον παγανισμό του αρχαίου κόσμου. Παρασταίνει τον ιστό που ένωνε την ψυχή του ανθρώπου με την ψυχή του κόσμου σ' έναν υμέναιο αξεθύμαστο, κάτω από τη μουσική του μαγεμένου αυλού του. Την τελευταία του αντιδόνηση ίσως την ακούει κανείς σ' εκείνο το Hirtengesang της Ποιμενικής του Μπετόβεν.
Ο Παν ήταν μια θεότητα πολύσημη και κοσμοφόρα. Όπως ο Απόλλων με το απολλώνειο, ο Διόνυσος με το διονυσιακό, ο Δίας με το ολυμπιακό στοιχείο τους. Απάνου στη βάση του κύριου χαρακτήρα του δήλωνε το πιο βαθύ γνώρισμα του κλασικού έλληνα: μια φυή ανθρωπολογίας που εγνώριζε να ευδοκιμεί ακατάπαυστα πάνου στη στύση της φύσης. Στην ακαταπόνητη γέμιση και χάση του φεγγαριού. Την άλω της κορυφής του ανδρικού μέλους.
Ο θάνατος του Πανός, μαζί με τον αφανισμό του κλασικού κόσμου, εβούλοταν να σημάνει και το θάνατο του ανθρώπου που τον έπλασε η φυσική αγωγή.
Πεθαίνοντας η αρχαιότητα πέθανε και ο φυσικός άνθρωπος. Ο νέος άνθρωπος που αναδύθηκε με το χριστιανισμό, και αργότερα με τον πολιτισμό της Ευρώπης, είναι αφύσικος, κατά την έννοια ότι η σχέση του δεν είναι με τη φύση αλλά με τον εαυτό του.
Η μετάβαση ή το στένεμα είναι ανάλογα με την εξέλιξη της τραγωδίας. Στην αττική τραγωδία ο άνθρωπος επάλευε με τη μοίρα. Στην τραγωδία του Σαίκσπηρ ο άνθρωπος επάλευε το συνάνθρωπο. Στη σύγχρονη τραγωδία ο άνθρωπος παλεύει με τον εαυτό του. Η κίνηση γίνεται από τον αγρό στην πόλη, από την πόλη στο σπίτι, κι από το σπίτι στην κάμαρη του σπιτιού.
Οι έλληνες, άνθρωποι φυσικοί, είχαν αποδεχτεί γενναία αυτό που εμείς σήμερα αρνιούμαστε με την πρόφαση της αναβολής. Όμως ποτέ δε θα μπορέσουμε με απεργίες να αλλάξουμε το δελτίο του καιρού. Ούτε θα καταργήσουμε τα γεράματα με τη βοήθεια των θεσμών.
Μέσα στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού δύο είναι οι ερυθροί γίγαντες στοχαστές που μίλησαν για το θάνατο του θεού. Στον παλαιό καιρό ο Πλούταρχος, και για την εποχή μας ο Νίτσε.
[...]
Το αρχαίο καράβι, μας λέει ο τελευταίο μεγάλος έλληνας από τη Χαιρώνεια, ταξίδευε κάπου ανάμεσα Κέρκυρα και Παξοί. Εκεί στα Ιόνια νερά. Ο καπετάνιος του ήταν αιγύπτιος και τον έλεγαν Θαμού. Τράβαγε για τη Ρώμη. Ήτανε τότε στα χρόνια του αυτοκράτορα Τιβέριου. Εκείνου του φιλόσοφου και στυγερού ηγεμόνα, που επί βασιλείας του σταυρώθηκε κάποιος Ιησούς στην Ιουδαία.
Ο Τιβέριος, καθώς θα ακούσει τι έτρεξε, θα ζητήσει να πληροφορηθεί τις λεπτομέρειες για το θεό που διαδόθηκε ότι πέθανε στις ελληνικές θάλασσες. Η στιγμή μακρυάθε θυμίζει τον τετράρχη Ηρώδη που έσφαξε όλα τα νήπια της χώρας, όταν άκουσε πως εγεννήθηκε βασιλέας σε σπήλαιο με άστρο. Ωστόσο τότε ιστορήθηκε η φαντασία του μύθου, ενώ τώρα τελείται η τραγωδία της ιστορίας.
Εκεί, λοιπόν, καταμεσής του πελάγου ακούστηκε μια στεντόρεια φωνή που κατέβηκε από το Παλώδες. Έκαμε να ριγήσουν οι ορίζοντες, εμαύρισαν τα χρώματα στις στεριές, και ολόκληρος ο πόντος τραντάχτηκε να φανερωθεί ο βυθός.
Στεναγμός μέγας, ανακατωμένος με μεγαλύτερη έκπληξη και απορία, συνεπήρε τον κόσμο, και τράβηξε με άπειρη βαρύτητα το χρόνο. Όλα αφανίστηκαν στο κέντρο μιας "μελανής οπής".
"Εκ πρύμνης βλέποντα τον Θαμούν προς την γην ειπείν ώσπερ ήκουσεν ότι Παν ο μέγας τέθνηκεν. ου φθήναι δε παυσάμενον αυτόν και μέγαν γενέσθαι ουν ενός αλλά πολλών στεναγμόν άμα θαυμασμώ μεμιγμένον. οία δε πολλών ανθρώπων παρόντων ταχύ τον λόγον εν Ρώμη σκεδασθήναι και τον Θαμούν γενέσθαι μετάπεμτον υπό Τιβερίου καίσαρος. ούτω πιστεύσαι τω λόγω τον Τιβέριον, ώστε διαπυνθάνεσθαι και ζητείν περί του Πανός."
Αυτό είναι το βραχύ χρονικό του θανάτου του αρχαίου κόσμου.
Στην ηλικία της ιστορίας και του πολιτισμού ο θάνατος του Πανός σηματοδοτεί το τέλος της εφηβείας και της ανδρείας του ανθρώπου. Όσα μεγαλεία και να ζήσει κανείς πια μετά τα σαράντα του, τα καλά χρόνια περάσανε. Ό,τι απομένει είναι το τραβάμε ολοταχώς για την παραλυσία και την αθλιότητα των γερατειών. Σκουλυκομυρμηγκότρυπα. Φτου!
~~~~~~~