Αλέξω την έλεγαν. Η μάνα μου την έλεγε πάντα Αλεξούλα. Ενδεικτικό της μεγάλης αγάπης που της είχε.
Σήμερα η Αλεξούλα ξεκουράστηκε. Έφυγε για το μεγάλο ταξίδι.
Κανείς δεν έμεινε πίσω να την κλάψει. Κι ας ήταν πάντα εκείνη για όλους κεράκι αναμμένο.
Εκεί που πάει όμως την περιμένει το αγόρι της. Ο θείος Θωμάς. Έτσι τον έλεγα και ας μην τον είχα θείο.
Ένα ζευγάρι άκληρο ήταν ο Θωμάς και η Αλεξούλα. Σε ένα από τα χωριά που υπηρέτησε νέος δάσκαλος ο πατέρας μου. Έτσι γνωρίστηκαν με τους δικούς μου. Ήταν τον καιρό που η αφεντιά μου ήταν μωρό στα σπάργανα.
Η μάνα μου έχει να θυμάται και να μου θυμίζει πόσα και πόσα είχε η Αλεξούλα καμωμένα και για εκείνη και για μένα. Την καταλαβαίνω εκείνη την απέραντη στοργή της για το ξένο μωρό. Εγώ μπορώ να την καταλάβω τώρα πια.
Δεν ξέρω και λυπάμαι που δεν ξέρω πολλά για τη θεία Αλέξω. Ένιωσα όμως την ανάγκη σήμερα να γράψω κάτι για εκείνη. Να υπάρχει. Τουλάχιστον να αφήσω την αγάπη μου να πάει να τη βρει.
Πάνε δυο χρόνια που την είδα τελευταία φορά. Φρίκη. Να μην καταντάει έτσι άνθρωπος. Σε ένα άθλιο σπιτάκι της Ηγουμενίτσας. Ανήμπορη και εντελώς παρατημένη. Και παραιτημένη... Πήγα να τη συλλυπηθώ για το θάνατο του θείου. Δεν περίμενα την εικόνα που αντίκρυσα. Νομίζω πως θα με συνοδεύει πάντα η ανάμνηση.
Πραγματικά ξεκουράστηκε σήμερα. Δεν ήταν ζωή αυτό. Να μη χρωστά στον άνθρωπο η ζωή τέτοια βάσανα. Στο τελευταίο τηλεφώνημα με τη μάνα μου αυτό είπε κι εκείνη:
- Να παρακαλάς, φούλα να φύγω.... Φούλα. Αδερφούλα... Έτσι την έλεγε πάντα. Και μια αγκαλιά τεράστια, μια αγάπη αμέτρητη. Δεν μπορώ να περιγράψω με πόση αγάπη με δέχτηκε εκείνο το απόγευμα. Με τα βάσανά της όλα...
Ο Θωμούλης της την είχε πάντα κυρά και αρχόντισσα. Πέρασε όμορφη ζωή κοντά του. Και ας τους στέρησε ο Θεός ό,τι λαχταρούσαν περισσότερο. Θεός; Θεός... Αυτό έλεγε εκείνη, αυτό θα πω κι εγώ. Για εκείνη μιλάω σήμερα.
Ρολογάς ήταν η τέχνη του. Είχε θυμάμαι το μαγαζάκι του κολλητά με το πρακτορείο των ΚΤΕΛ. Τη μία και μοναδική χρονιά που πρόλαβα να φοιτήσω στο γυμνάσιο Ηγουμενίτσας, έβλεπα σχεδόν καθημερινά το θείο. Άστραφτε το πρόσωπό του μόλις πέρναγα έξω από μαγαζάκι του. Τι να σε κεράσω και τι να σε κεράσω... Ίδιοι και οι δυο τους. Της προσφοράς άνθρωποι. Να δίνουν και να δίνουν και τίποτε να μη ζητάν.
Κατάφερε με τις οικονομίες μιας ζωής να της πάρει ένα διαμερισματάκι. Οι ίδιοι έμεναν στο φτωχικό που τη βρήκα και την τελευταία φορά. Νοικιασμένο το είχαν. Νοικιασμένο και το δικό τους. Να μπορούν με την ελάχιστη διαφορά ενοικίου να κουτσοβολεύουν τα έξοδα.
Θυμάμαι πόσο πόνεσε η καρδιά μου όταν μου ζήτησε βοήθεια για τη νοικάρα που είχε τότε. Μια φοιτητριούλα από τα μέρη της Πελοποννήσου. Αίγιο αν θυμάμαι καλά. Έβρισκε και εκμεταλλευόταν την ανήμπορη γριούλα. Μήνας έμπαινε, μήνας έβγαινε, πουθενά να δώσει το νοίκι. Κι η Αλέξω ανήμπορη να κάνει το παραμικρό...
Θέ μου να μην καταντάει έτσι ο άνθρωπος.
Νταρντανογυναίκα στα νιάτα της. Έπιανε την πέτρα και την έστυβε. Άστραφτε πάντα το σπιτάκι της στο χωριό. Και τα λουλούδια; Μπαξές ολάκερος...
Έχει κι αν έχει η μάνα μου να θυμάται πόσα της έμαθε η Αλεξούλα. Τι φαγητά του τόπου μας, τι πλεξίματα... Και έλα Φούλα 'μ, να σου δείξω να ανοίγεις φύλλο. Και έλα να σου δείξω να ζυμώνεις ψωμί. Και να πώς ρίχνουμε πόντους και πώς φτιάχνουμε καλτσάκια...
Ήταν να απορείς τι έβρισκε το εικοσάχρονο κορίτσι από την Αθήνα να λέει με τις ώρες με εκείνη την αγράμματη γυναίκα από το χωριό. Απορούσε και ο πατέρας μου. Και όλο γκρίνιαζε για την παράταιρη παρεά. Είχε και το λόγο που η Αλέξω του έμπαινε συνέχεια να προσέχει τη μάνα μου. Ούτε που ήταν άντρας λογάριαζε, ούτε και το δασκαλίκι του τη σταμάταγε. Για κείνη το σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο ήταν η ιερή μητρότητα.
Έπιανε, μου έλεγε η μάνα μου, τρυφερά τα ποδαράκια σου και σε έκανε χάζι. Και μετά έπιανε τα χέρια της μάνας μου και τη ρώταγε με δέος: Αυτά τα χεράκια κάνουν τα ωραία παιδάκια;
Ποιος ξέρει... Ίσως γι' αυτό η Αλεξούλα έπλαθε μετά μανίας πίτες και ψωμιά. Ίσως να νόμιζε ότι στα χέρια της μάνας είναι το μυστικό. Πώς έπλασε σου λέει ο Θεός τον Κόσμο; Ε, και οι μανάδες κάπως έτσι θα φτιάχνουν τα παιδιά τους... Πάντως ο Θεός όλα τα άλλα μπορεί να τα έκανε, μα τις προσευχές της Αλεξούλας δεν καταδέχτηκε να τις ακούσει. Έτσι και έμεινε σαν καλαμιά στον κάμπο όταν έχασε το Θωμούλη της.
Μόνη της παρηγοριά το τσιγαράκι της. Α, όλα κι όλα. Η Αλεξούλα ήταν από τη στόφα της επαναστάτριας φτιαγμένη. Καμία σχέση με γυναίκα του χωριού και μάλιστα εκείνων των χρόνων. Ο πατέρας μου νομίζω ότι είχε δίκιο που γκρίνιαζε. Είχε που είχε την τάση η μάνα μου να σηκώνει μπαϊράκι, με την Αλεξούλα ήρθε και έδεσε το ... σιρόπι. Νομίζω πως εκείνο το "σιρόπι" μπόλιασε και στα δικά μου κύτταρα τις πρώτες αρχέγονες παραστάσεις στα βαθύτερα στρώματα της ψυχής, τις ώρες που αθώα έπαιζα τριγύρω τους και εκείνες έλεγαν τα δικά τους.
Ζακετάκια και καλτσάκια και σκουφάκια και ούτε ξέρω τι άλλο μου έπλεκε η Αλεξούλα εκείνα τα χρόνια για να δείξει τη λατρεία της. Κι ήταν ευλογία για ένα παιδάκι που μεγάλωνε χωρίς γιαγιάδες και άλλους συγγενείς σε κείνο το ξένο χωριό. Γι' αυτό κι εγώ τη φώναζα θεία και ας μην είχαμε συγγένεια αίματος.
Κι έπειτα οι δρόμοι μας χώρισαν. Φύγαμε εμείς για Αθήνα και χαθήκαμε. Αραιά και πού στις σύντομες επισκέψεις μας στην Ήπειρο συναντούσαμε και την Αλέξω. Τι να προλάβεις να πεις;
Εκείνο το Πάσχα όμως, του 2007, πάτησα πόδι κάτω. Εγώ θα πάω να δω τη θεία. Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, η μάνα... Έχουμε δουλειές, τα αυγά, τα κουλούρια τα έτσι τα αλλιώς... Τίποτε εγώ. Και χαίρομαι αφάνταστα που έκανα το δικό μου και σηκώθηκα και πήγα και την είδα. Μου κακοφαίνεται μόνο που δεν πρόφτασα να την ξαναδώ. Το ποτέ ξανά είναι πια εδώ. Τι έμεινε από την Αλεξούλα; Μια φωτογραφία όλη κι όλη. Και η ... σαλάτα της:
Τίποτε το σπουδαίο και τίποτε πιο νόστιμο και υγιεινό. Πορτοκάλι με ελιές. Που ήταν πάντα άφθονα στο φτωχικό της και από το περιβόλι της και τα δυο. Αυτό δείπνησα κι απόψε. Να αισθανθώ έστω και λίγο κοντά της.
- Καλό ταξίδι, θεία. Να μου φιλήσεις το θείο Θωμά. Όσο ζούμε και υπάρχουμε θα υπάρχετε κι εσείς στην καρδιά μας. Γιατί στην καρδιά σας μας είχατε κι εσείς όσο ζούσατε...