Νύχτα Πρωτοχρονιάς. Τέτοια νύχτα βγήκαμε οι δυο μας στο Σέτουμπαλ.
Περπατήσαμε, χαζέψαμε ανθρώπους και βιτρίνες, επιτέλους αγκαλιαστήκαμε χωρίς να φοβόμαστε τι θα πει ο ένας και ο άλλος μέσα στο καράβι. Κι ας ήμασταν και αρραβωνιασμένοι. Οι άλλοι όμως ήταν μόνοι τους, χωρίς τις γυναίκες τους, χωρίς τις αρρωβανιαστικές τους, χωρίς έστω τις ερωμένες τους. Δεν μπορείς να τους προκαλείς, να ρίχνεις αλάτι στην πληγή της μοναξιάς τους. Δεν μπορείς να χαίρεσαι τον έρωτά σου όταν όλοι οι άλλοι τριγύρω είναι σε ερωτική στέρηση. Όπως δεν μπορείς να πιεις νερό όταν τριγύρω σου υπάρχουν διψασμένοι. Μπορείς;
Απόψε επιτέλους ήμασταν έξω. Στα φωταγωγημένα δρομάκια της άγνωστης πόλης, που περίμενε μαζί με όλο τον υπόλοιπο κόσμο την 1η του έτους. Του 1981.
Στα δρομάκια του Σέτουμπαλ, μια ανάσα από τη Λισμπόα.
Ούτε θυμάμαι για ποιο λόγο ακριβώς έπιασε το Ολύμπικ Άρροου στο Σέτουμπαλ. Νομίζω κάποια μικροεπισκευή πρέπει να κάναμε. Χαράς ευαγγέλια οι επισκευές. Δεν είναι φορτο - εκφόρτωση να τρέχεις. Στην επισκευή αναλαμβάνει το συνεργείο κι εσύ απλώς βοηθάς.
Κι έχεις και κόσμο στο καράβι... να σπάει η μονοτονία!
Καμιά φορά βέβαια, σκάνε μύτη και από την εταιρεία, τίποτε αρχιπλοίαρχοι και αρχιμηχανικοί, κι εκεί τα πράγμα είναι ζόρικα γιατί ξέρεις ότι το μάτι τους είναι πάνω σου, καταπάνω σου, και πρέπει να αποδείξεις μέσα σε λίγες μέρες ότι δεν είσαι ελέφαντας αλλά μια γυναίκα και μόνο που θέλει να δουλέψει στη θάλασσα.
Φυσιολογική γυναίκα. Ούτε καλόγρια ούτε από την άλλη πάντα, την αντρόγυνη. Που θέλεις και να δουλέψεις σωστά αλλά και τα δικά σου δικαιώματα στη ζωή. Δύσκολος δρόμος...
Ξέρεις, εδώ έξω στη στεριά, όταν τους λες είμαι ναυτικός και μάλιστα σε ποντοπόρο, σε κοιτάνε στραβά λες και τους λες ότι δουλεύεις σε μπορντέλο. Ψέματα να σας λέω; Ακριβώς αυτό συμβαίνει.
Ο στεριανός ακούει πως βρίσκεσαι κάτι μήνες με τόσους άντρες μόνη σου και δεν μπορεί να χωνέψει ότι εκεί πας για άλλο λόγο και όχι για να λύσεις το σεξουαλικό πρόβλημα των αντρών του πληρώματος.
Στο καράβι πάλι τα πράγματα είναι συνήθως ακριβώς ανάποδα. Εκεί περιμένουν να σταθείς πιο πουριτανή και από τις καλόγριες. Δε θα βαφτείς, δε θα βγάλεις φρύδι, δε θα φορέσεις φούστα, τα μπλουζάκια σου όλα κλειστά ως το λαιμό και γενικά θα ξεχάσεις κάθε τι το θηλυκό. Να μην προκαλείς. Ο στόχος είναι να μην προκαλείς τους άντρες με την παρουσία σου.
Εσένα βεβαίως δε σε ρωτά κανένας αν σε προκαλούν εκείνοι. Εσύ καράβια δεν ήθελες; Ε, θα υποστείς λοιπόν τα πάνδεινα και χωρίς διαμαρτυρία...
Κι αν ερωτευτείς; Γιατί άνθρωπος είσαι, και μπορεί τόσους μήνες εκεί μέσα, να το πάθεις κι αυτό... Τι θα κάνεις;
Να ωραία ερώτηση για να ξενυχτάς νύχτες ατελείωτες και απάντηση να μη βρίσκεις.
Εμείς πάντως αποφασίσαμε να αρραβωνιαστούμε. Για να μας αφήσουν ήσυχους και για να μην κοροϊδεύουμε κι εμείς τους άλλους, παριστάνοντας πως δεν τρέχει τίποτα.
Νομίζω ότι ήταν η πιο σωστή λύση, που βοηθούσε και τους άλλους να δεχτούν την κατάσταση. Συνηθισμένοι ήταν από την παρουσία συζύγων, πότε του καπετάνιου, πότε του πρώτου, πότε κάποιου άλλου αξιωματικού. Ναι, δεν μπορείς να παραβλέπεις τα ήθη και τα έθιμα της μικρής κοινωνίας του πλοίου. Θα σεβαστείς τους κανόνες, για να σε σεβαστούν και οι άλλοι.
Απόψε όμως, παραμονή Πρωτοχρονιάς, ήμασταν επιτέλους έξω από το σιδερένιο κλουβί. Στη στεριά και χωρίς να χρειάζεται να δώσουμε λογαριασμό σε κανέναν για τον έρωτά μας. Μια νύχτα που κι εμείς ήμασταν ένα από τα εκατομμύρια ερωτευμένα ζευγάρια στον κόσμο και τίποτε άλλο. Και νύχτα γιορτής...
Δε θυμάμαι τίποτε από το Σέτουμπαλ πια. Μόνο την αίσθηση της απόλυτης ευτυχίας. Και της μαγείας εκείνης της νύχτας. Όλα ήταν μαγικά. Τόσο μαγικά που καταφέραμε να ξεμείνουμε στη στεριά και να μη βρίσκουμε ταξί να γυρίσουμε στο καράβι. Άλλο που δε θέλαμε βέβαια!
Χρόνια μετά είχαμε να θυμόμαστε πως δεν είχαμε ξαναφάει στη ζωή μας πιο νόστιμο φαγητό από το φαγητό εκείνης της νύχτας. Μια ταβέρνα, μια συνηθισμένη ταβέρνα, που έκανε ρεβεγιόν. Κι εμείς τυχεροί που βρέθηκε ένα ελεύθερο τραπεζάκι για δυο... Τι θεϊκά πιάτα ήταν αυτά; Τι γεύσεις ονειρεμένες;
Σας λέω, από τότε κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς νοσταλγούσαμε και οι δυο μας εκείνο το μαγαζάκι. Κι ας μην ξέραμε και τι ακριβώς φάγαμε. Πώς να συνεννοηθείς; Εμείς δεν ξέραμε πορτογαλέζικα κι αυτοί δεν ήξεραν ούτε καν αγγλικά.
Ούτε και αυτό το Σέτουμπαλ δεν ξέραμε μέχρι που χρειάστηκε να δέσει εκεί το καράβι. Μια Λισαβώνα όλη κι όλη είχαμε ακούσει και τίποτε περισσότερο.
Κοντά 40 χιλιόμετρα είναι το Σέτουμπαλ από την πρωτεύουσα. Χτισμένο κι αυτό δίπλα σε ποτάμι, στο Σάντο, όπως η Λισμπόα είναι χτισμένη στις όχθες του Τάγου.
Καταφέραμε τις μέρες που μείναμε στο Σέτουμπαλ, να πάμε κι εκεί. Περάσαμε και τη μεγάλη γέφυρα πάνω από τον Τάγο.
Κι είδαμε εκείνο το τεράστιο άγαλμα του Χριστού, απομίμηση του άλλου, στο Ρίο ντε Τζανέιρο...
Τι το θέλαμε; Μόνο και μόνο για να μαυρίσει η ψυχή μας από τη φτώχια και τη δυστυχία. Δεν ξέρω, σίγουρα η πόλη θα έχει και άλλη γειτονιά, πιο πλούσια, εμείς μείναμε όμως να κοιτάμε την παραγκούπολη και να αναρωτιόμαστε αν είμαστε σε χώρα της Ευρώπης.
Στη μέση του δρόμου τηγανίζανε κάτι μικρά γλυκά από ζυμάρι. Όπως μονάχα σε χώρες της Άπω Ανατολής έχω δει να κάνουν. Και σαν τουλουμπάκια δικά μας. Με ζάχαρη και κανέλα σερβιρισμένα και σε χωνί χάρτινο, όπως εμείς παίρνουμε κάστανα ψητά.
Πήγαμε και στα μαγαζιά. Τι να πάρεις; Πράγματα χαζά, από φελλό. Και τα απαραίτητα για το ταξίδι. Δυο παντελόνια, ένα κόκκινο κασκόλ.
Εκείνο που μένει από την Πορτογαλία είναι μονάχα η μαγεία εκείνης της νύχτας, της πρωτοχρονιάτικης. Ήταν η πόλη; Ή μονάχα η αίσθηση της ελευθερίας;
Περπατήσαμε και αν περπατήσαμε μέσα στους άγνωστους δρόμους. Ταξί πουθενά. Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Έχουν κι εκεί οι άνθρωποι συνήθιο να μαζεύονται νωρίς στα σπίτια τους. Ανασάναμε. Κανείς δε θα μπορούσε να μας κατηγορήσει που ξενυχτήσαμε έξω.
Εμένα δηλαδή. Γιατί τους άλλους ναυτικούς ποιος να τους ζητήσει ρέστα που ξέμειναν νύχτα στο λιμάνι; Να διαβάσεις τη Βάρδια του Καββαδία, και θα καταλάβεις τι σημαίνει άντρας ναυτικός και μάλιστα σε λιμάνι.
Εμάς όμως; Τις γυναίκες; Δίχως καμιά παράδοση πίσω; Πώς πρέπει και πώς δεν πρέπει να είναι μια γυναίκα ναυτικός; Και είναι, γράφει ο Καββαδίας, ένας κόμπος στο λαιμό, ένας βρόχος, που γίνεται μετά βιβλίο. Και τέτοιοι κόμποι δεν ξεχωρίζουν λαιμούς αντρών και λαιμούς γυναικών...
Τέτοιος κόμπος κι εκείνο το βράδυ, το πρωτοχρονιάτικο, στο Σέτουμπαλ. Κι ήρθε και έλιωσε και χάθηκε, όταν χάθηκε και η ελπίδα να βρούμε ταξί να γυρίσουμε στον ντόκο που είχε δέσει το βαπόρι μας. Μια δικαιολογία ψάχναμε και είχαμε την καλύτερη.
Κι όχι πως δε γυρίσαμε όλους τους δρόμους και τις πλατείες:
Από την πλατεία Bocage, βαφτισμένη στο όνομα του ποιητή, μέχρι κάτω στα λιμανάκια:
Έπειτα, ήρεμοι, το πήραμε απόφαση. Δική μας όλη η νύχτα. Δώρο πρωτοχρονιάτικο. Μια νύχτα στο Σέτουμπαλ. Της Πορτογαλίας...
Το Σέτουμπαλ που πέρασες σήμερα κι εσύ. Στα ανοιχτά κι από μακριά.
Έβλεπα το καράβι σου να ταξιδεύει, έβλεπα και τα άλλα καράβια. Παραλλαγή Λισμπόα. Και μετά Σέτουμπαλ. Ας μην είναι Πρωτοχρονιά. Έχει όμως ο μήνας 17. 17 του Γενάρη.
Κι ήρθε εκείνος ο κόμπος στο λαιμό. Ο ξεχασμένος από δεκαετίες. Για τη μία και μοναδική νύχτα που ξενύχτησα κι εγώ σε λιμάνι...