Κάποτε κάτω απ' τον ίδιο ουρανό...
περνάγαμε και τραγουδάγαμε. Φορτωμένοι πια και ήρεμοι. Με το λαδάκι μας, το μαύρο χρυσό. Και τραβώντας χαλαρά για τας Ευρώπας. Ούτε πλύσιμο δεξαμενών ούτε βάζε βγάζε έρμα στα αμπάρια.
Και το καράβι στα ίσα του. Βαρύ βαρύ και υπάκουο. Γιατί τα καράβια φτιάχτηκαν να ταξιδεύουν φορτωμένα. Όπως και οι άνθρωποι. Δε λέμε για τον "άδειο" άνθρωπο πως είναι καρυδότσουφλο και όπου φυσάει ο άνεμος πάει; Ε, από τη γλώσσα των καραβιών το κλέψαμε και από τις μεγάλες αλήθειες που διδάσκει η θάλασσα.
Να, πάρε για παράδειγμα ετούτο το καράβι. Το ελληνικό... και το γκαζάδικο. Που το έπιασαν τα ραντάρ εκεί, στα ίδια νερά να ταξιδεύει...
Άδειο κι αυτό. Για τούτο και φαίνονται τα ύφαλα του πλοίου, εκείνο το κόκκινο κομμάτι των λαμαρίνων του... Σαν το φορτώσουν, θα βλέπουμε μόνο το μαύρο μέρος, τα έξαλα. Τα έξω από τη θάλασσα. Αλς σημαίνει θάλασσα. Γενική της αλός. Και από το δάκρυ της θάλασσας γεννιέται το αλ-άτι...
Μια αόρατη γραμμή χωρίζει τα ύφαλα από τα έξαλα. Η ίσαλος γραμμή του σκάφους. Το ανάμεσα...
Πόσα ορίζει και πόσα καθορίζει αυτό το ανάμεσα. Και στα καράβια και στη ζωή μας...
Για τα καράβια άσε να τα μελετούν οι καπεταναίοι και να σπάνε το κεφάλι τους οι γραμματικοί σχεδιάζοντας το πλάνο φόρτωσης... Για τη δική μας ζωή όμως;
Ποια θα βυθίσεις, ποια θα αφήσεις έξω; Σε ποιο κρίσιμο σημείο θα σταθείς την κάθε στιγμή;
Μαθαίνει ο καπετάνιος να ταξιδεύει καράβια. Μαθαίνει να ταξιδεύει και τη ζωή. Γιατί η θάλασσα είναι μεγάλο μάθημα ζωής. Με τους ανοιχτούς της ορίζοντες και με το πάντα ορθάνοιχτο στόμα της. Μια φορά να το δεις, φτάνει. Υδάτινες ειρκτές, έτσι το λέγει το στόμα της θάλασσας ο ποιητής:
ΕΝΑΣ ΔΟΚΙΜΟΣ ΣΤΗ ΓΕΦΥΡΑ ΕΝ ΩΡΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
Στο ημερολόγιο γράψαμε: "Κυκλών και καταιγίς".
Εστείλαμε το S.O.S. μακριά σε άλλα καράβια,
κι εγώ κοιτάζοντας χλωμός τον άγριον Ινδικό
πολύ αμφιβάλλω αν φτάσουμε μια μέρα στη Μπατάβια.
Μα δε λυπάμαι μια σταλιάν - Εμείς οι ναυτικοί
έχουμε, λένε, την ψυχή στο διάολο πουλημένη.
Μια μάνα μόνο σκέφτομαι στυγνή και σκυθρωπή,
που χρόνια τώρα και καιρούς το γιο της περιμένει.
Το ξέρω πως η θέση μας είναι άσχημη πολύ.
Η θάλασσα τη γέφυρα με κύματα γεμίζει
κι εγώ λυπάμαι μοναχά που δεν μπορώ να πω
σε κάποιον, κάτι που πολύ φριχτά με βασανίζει.
Θεέ μου! είμαι μοναχά δεκαεννιά χρονών,
κι έχω σε μέρη μακρινά πολλές φορές γυρίσει.
Θεέ μου! έχω μιαν άκακη, μια παιδική καρδιά,
αλλά πολύ έχω πλανηθεί, κι έχω πολύ αμαρτήσει.
[...]
Κύριε...ετούτο το κορμί το τόσο αμαρτωλό
σε λίγο στις υδάτινες ειρκτές νεκρό θα πέσει...
Μα τέσσερα όμως σκέφτομαι γαλόνια εγώ χρυσά
κι ένα θλιμμένο δόκιμο, που δε θα τα φορέσει...
Νίκος Καββαδίας
Κάποτε ήταν μόνο ο κυκλών και η καταιγίς. Και η οργή της φύσης ο εχθρός σου.
Μα εκεί κάτω, ανάμεσα στις μεγάλες στεριές, την κίτρινη ήπειρο από τη μια, σαν το κίτρινο του χρυσού και του ήλιου, και τη μαύρη ήπειρο, σαν το μαύρο του θανάτου και της μεγάλης δυστυχίας, υπάρχει μια ανακωχή και μια γαλήνη του καιρού. Κι η θάλασσα πάντα σχεδόν μπουνάτσα.
Η θάλασσα. Όχι οι άνθρωποι...
Τώρα εκεί δεν ταξιδεύεις χαλαρά. Τρέμει η ψυχή και αγροικιέται το τόσο σημαδάκι στον ορίζοντα... Και τις νύχτες τεντώνεις το αυτί να ακούσεις ακόμη και τον ψίθυρο.
Κόλπος του Άντεν. Το βασίλειο των πειρατών. Και η κόλαση που έστησαν οι άνθρωποι. Οι λευκοί άνθρωποι. Οι πολιτισμένοι. Οι αχόρταγοι. Τα άρπαξαν όλα. Τα ρήμαξαν όλα. Έσπειραν ανέμους και θερίζουμε θύελλες.
Κι ο ναυτικός; Ο ναυτικός μπότζι δε βλέπει και μπότζι άγριο διαβαίνει.
Εντός διαδρόμου!!! λένε οι οδηγίες. Μια ίσαλος και ο διάδρομος ασφαλείας. Με τα πολεμικά τριγύρω να περιπολούν. Και να προσφέρουν μια κίβδηλη ασφάλεια. Όσο και τα καράβια που κάθε τρεις και λίγο αιχμαλωτίζονται. Και μαζί και οι ναυτικοί τους.
Τώρα εσύ, εγώ κι ο άλλος, είμαστε δεν είμαστε ναυτικοί, πρέπει μας λένε να πληρώσουμε. Να βάλουμε βαθιά το χέρι στην τσέπη. Για να προσφέρουμε μεγαλύτερη ασφάλεια. Τώρα στους δυνατούς δε φτάνουν οι αρμάδες. Ετοιμάζουν και επιχειρήσεις στη στεριά. Να ξεκάνουν τους κακούς πειρατές!
Μα δεν τους θύμωσα εγώ τους πειρατές. Δεν πήγα εγώ να αρπάξω τον πλούτο της γης τους. Ούτε ρήμαξα τις θάλασσές τους. Κι όσο κι αν πολεμούν οι δυνατοί της γης να βυθίσουν τις μεγάλες αλήθειες, στον αφρό ανεβαίνουν. Και χαράζουν τη δική τους ίσαλο. Δε φταίνε μόνο οι πειρατές.
Όποιοι όμως κι αν φταιν, την πληρώνει πάντα ο ναυτικός. Που προσπαθεί με ιδρώτα και αίμα να βγάλει το ψωμί του. Μόνο το ψωμί του. Όχι να αρπάξει και τη μπουκιά του άλλου.
Τώρα οι ναυτικοί που ταξιδεύουν εκεί κάτω λίγο νοιάζονται για την ίσαλο του καραβιού. Και λίγο πιστεύουν στην άλλη ίσαλο, των μεγάλων της γης. Γιατί ξέρουν πως όσο αρμενίζουν εκεί, η ύπαρξή τους η ίδια κρέμεται σε μια κλωστή. Από δω η ζωή, από κει ο θάνατος. Από δω η λευτεριά, από κει η σκλαβιά και η αιχμαλωσία.
Και στην κλωστή, σε μια κλωστή, αόρατη ίσαλος κι αυτή, η σκέψη η δική μας. Όσων έχουμε ανθρώπους να ταξιδεύουν εκεί κάτω. Ψάχνουμε τα νέα, ψάχνουμε τα ραντάρ. Να τελειώσει κι αυτή η αγωνία. Να φτάσουν καλά και σε τούτο το ταξίδι.
Έτσι βρήκα κι εγώ ετούτο το καράβι.
Ψάχνοντας και καρδιοχτυπώντας. Να τελειώσει και τούτο το μαρτύριο. Και βλέπουμε για το άλλο... Μια ζωή στην ίσαλο καρφωμένοι. Έξαλλοι με τους δυνατούς της γης. Και τρέμοντες τους άγνωστους υφάλους και σκοπέλους. Αυτούς που δε γράφει ο χάρτης και δεν πιάνουν τα βυθόμετρα και τα ραντάρ.
Αυτή είναι η δική μας ίσαλος.
Κι από την ίσαλο αυτή φωνάζω στο καραβάκι το ελληνικό να στείλει χαιρετίσματα σε όλους τους δικούς μας εκεί κάτω. Και να τους πει πως αν η μισή μας καρδιά βρίσκεται εδώ πέρα, η άλλη μισή ταξιδεύει μαζί τους.
Τις ονειροπαγίδες να κρεμάνε στο φινιστρίνι τις νύχτες και στην καρδιά τους την αόρατη κλωστή της αγάπης μας. Που τρέχει και φτάνει πάνω από στεριές και θάλασσες. Ένα μαχαίρι η αγάπη μας. Εκεί να ταξιδεύουν. Στην κόψη του μαχαιριού της αγάπης.
Στην ίσαλο του κακού του κόσμου και του κακού των ανθρώπων.
Μια κόκκινη αρμυρή ίσαλος. Ανάμεσα πάντα στο μαύρο και στο κόκκινο.
Ζυμωμένη από δάκρυα και αίμα.
Και με μια τόση δα λάμψη ελπίδας, σαν τη λάμψη της λάμας:
Πως το κακό θα το νικήσει και πάλι η αγάπη.
Και πως το σκοτάδι δεν είναι μόνο και ανίκητο.
Καλά σου ταξίδια, καρδούλα μου...
Σου στέλνω την αγάπη μου φυλαχτό.
Γιατί άλλο δεν έχω...