Μεγάλη Παρασκευή.
Η μέρα που οι άνθρωποι του τόπου και του καιρού μου κλαίουν για το κακό που έκαναν οι άνθρωποι στο θεό. Δεν είναι αυτό η θεοδικία.
Θεοδικία είναι
τα εγκώμια της Παναγιάς που θα ακουστούν το βράδυ. Όχι γιατί τα λέγει η Παναγιά. Αλλά γιατί τα ίδια κλαίει η κάθε μάνα που χάνει παιδί. Ή και κάθε πατέρας που είναι πατέρας.
Πάρε
τον Επιτάφιο του Ρίτσου. Το σπαραγμό της μάνας μπρος στο άψυχο σώμα του παιδιού της.
Πάρε
του Παλαμά τον Τάφο.
Πάρε και
του Λιαντίνη το Μοιρολόι. Θα το βρεις στα Χορικά του Νηφομανή. Το έγραψε στη δική του Μεγάλη Παρασκευή. Το δεκαπενταύγουστο του '79. Και από τις Ώρες των Άστρων δες τα Βαφτιστικά στη σελίδα 97. Τη δωρική καταγραφή από τη μάνα του μικρούλη Στέφανου,
"που έφυγε νωρίς, στον τέταρτο μήνα της κύησης." Πάρε τις μανάδες όλες που έχασαν παιδί. Και άσε τη ζυγαριά στην άκρη. Οι ζυγαριές είναι για τους μπακάληδες και τα κεφαλοτύρια.
Τη μάνα του Αλέξη που επιτέλους την αφήσαμε ήσυχη να κλάψει το παιδί της. Τη μάνα του Βασίλη που ακόμη δεν κατάλαβε το κακό που τη βρήκε. Τη μάνα του Ντουζόν Ζαμίτ στη μακρινή Αυστραλία. Και τις χιλιάδες, τα εκατομμύρια άλλες που δεν ξέρεις τα ονόματά τους. Ξέρεις όμως καλά πως υπάρχουν γύρω σου.
Κι εγώ θα πάρω δύο που δεν υπάρχουν πια. Τη θεία μου την Αλέξω. Που έσβησε λίγες μέρες πριν δίχως η αγκαλιά της να κρατήσει ποτέ παιδί. Μόνο τα ξένα. Κι έκλαιγε ολοζωής για το παιδί που δε γέννησε.
Την άλλη δεν τη γνώρισα καν. Μόνο τη διάβασα στο ιστολόγιο της Χαλ και με συγκλόνισε. Μια μάνα που τούτη την άνοιξη κήδεψε το παλικάρι της. Κι έπειτα το ακολούθησε και η ίδια. Να μη μένει μοναχούλι του στο σκοτεινό βασίλειο.
Τι είναι οι ποιητές και οι λέξεις τους μπρος στην ίδια τη ζωή και τη ζωντανή πράξη;
Και ποιος μπορεί τον ένα πόνο να τον βλέπει πόνο και όλους τους άλλους να τους παραμερίζει;
Αγαπώ το Λιαντίνη γιατί αυτό ακριβώς μας δίδαξε. Να αγαπάμε τους ανθρώπους όχι γιατί είναι όλοι πνευματικά μας αδέρφια, παιδιά του ίδιου πατέρα... αλλά γιατί όλοι είμαστε γραμμένοι του θανάτου. Συγκωμαστές στην ίδια τραγωδία. Που ανοίγει την αυλαία της με μια χούφτα σπέρμα και ένα ωάριο. Και τελειώνει τροφή για τα σκουλήκια. Αυτή η μοίρα μας.
Κι εμείς μοιραίοι και άβουλοι αντάμα αρνούμαστε να τη δούμε. Δεν αντέχουμε.
Όπως δεν αντέχουμε να δούμε το χέρι του Λιαντίνη μπρος στις Πυραμίδες. Ένα φίδι παγωμένο τρύπωσε και φώλιασε τη ζήλια και το φθόνο. Κι απλώθηκε χέρι μιαρό στο ίδιο χέρι που έδειξε το βασιλικό ήθος στον ορίζοντα.
Μελετημένα στάθηκε το Χ εκεί που η φλέβα χτύπαγε της καρδούλας του το ρυθμό. Κι έγινε χρεία και της κακίας γέννημα να αφαιρεθεί και να σοβατιστεί με μπογιά... Για να δειχτεί πως κατέχουν μια φωτογραφία... Ω φτηνοί άνθρωποι. Ω σύγχρονοι σταυρωτήδες.
Εκεί, στο ίδιο σημείο που το αρχαίο σινάφι σας έμπηγε τα καρφιά, μπήξατε σπίλους με τα πινέλα σας. Λεκιάσατε το άχραντο χέρι που θέλησε να σας βγάλει από την παραζάλη και τα σκοτάδια. Με της ψυχής σας το βόρβορο μαγαρίσατε τα ιερά και τα όσια, τα άμωμα και αμίαντα.
Δεν είναι ο Λιαντίνης νέα θρησκεία. Κι εμείς οπαδοί μιας ακόμη θρησκείας δεν είμαστε. Γιατί εκείνος μας το δίδαξε κι αυτό. Να μη γινόμαστε οπαδοί κανενός. Για τούτο και μόνο τον ακολουθούμε. Αναζητώντας τον εαυτό μας. Όχι του Λιαντίνη τα χνάρια.
Κι αγαπώντας τον κάθε άνθρωπο. Όχι το Λιαντίνη σα νέο θεό.
Σωριάσατε πέτρες εκεί που ο ποιητής διάλεξε να υπάρχουν άνθρωποι. Λιθοβολώντας ένα μήνυμα που ποτέ δε διαβάσατε. Κι έγινε η Πυραμίδα νέος Γολγοθάς. Για τη μνήμη του άντρα. Για όσους τον αγάπησαν. Για όσους Δάσκαλό τους τον θωρούν.
Απρίλη μήνα. Τον ίδιο που εκείνος ύψωσε στ' αστέρια:
ΒΟΡΕΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣΕμπροστά στο αίνιγμα του τρόπου σου
διορθώνω τον πορφυρό χιτώνα
και το διάδημα των αγκαθιών στην κόμη σου
υψώνω την καρτερία σου στον ουρανό κατάκορφα
απρίλη μήνα και φωνάζω
ecce homo.ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΑΝΤΙΝΗΣΦορτωθήκατε μάρμαρα και τα ανεβάσατε στον Ταΰγετο. Δήθεν από αγάπη και σεβασμό για τον άνδρα! Γιατί ποτέ δε διαβάσατε το ΙΔΕ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ στα Ελληνικά... Ξένη την αφήσατε και άγνωστη την ερμηνεία:
Πώς κανείς γίνεται, εκείνο που είναι
Πώς ο κανένας, ο κάθε κανένας, μπορεί να νικήσει τον Κύκλωπα και να βγει στο φως.
Δεν είναι ο Λιαντίνης ένας ακόμη θεός. Είναι εκείνος που κατάφερε να δείξει και να αποδείξει πως όλοι μας κουβαλάμε την περγαμηνή του θεού στα κύτταρά μας. Αυτός που μας ζήτησε να κρατήσουμε άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μας και να διαβάσουμε επιτέλους το μεγάλο μυστικό. Να διορθώσουμε το ΑΙΝΙΓΜΑ. Και στην α-πορία μας να βρούμε πόρο.
Και κυρίως τούτο. Μένοντας άνθρωπος. Κι εκείνος κι εμείς.
Μέτρια ταπεινά και δίκαια ακολουθώντας την άθλια μοίρα που μας τάχθηκε. Μάθε έτσι να ζεις, έτσι ζήτησε:
"Γήινα, μέτρια, και προπαντός εξαγνισμένα για τα λάθη που έκανες όταν εζούσες. Γιατί άνθρωπος στη βάση του σημαίνει λάθος και στην κορυφή του εξαγνισμός."Δείτε πάλι τη φωτογραφία που αμαυρώσατε. Και βάλτε αυτή τη λεζάντα. Εκεί που ψάχνατε τι ώρα μεσουρανούν τα αστέρια...
Πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένοι. Εκεί που κάποτε ήταν άνθρωποι.
Απόγονοι εβραίων... Ιδού το λαμπρό κατόρθωμα. Κατεβάσατε το Λιαντίνη και υψώσατε μια μούμια μπρος σε ένα ασήμαντο Μασταβά. Και τώρα προσκυνάτε τα έργα των χεριών σας. Όπως οι εβραίοι το χρυσό μοσχάρι...
Τι καρτεράτε; Νέο Μωυσή να φέρει τις δέκα εντολές; Μας τελείωσαν οι Μωυσήδες... Κι ο τελευταίος προφήτης μίλησε σε κουφούς. Σωρός οι πέτρες στην πόρτα της Πυραμίδας του. Και ο Λιαντίνης ξόανο μπροστά. Τόση ανάγκη έχετε πια από θεούς;
Τόση που λησμονήσατε τον άνθρωπο. Και σβήσατε - λιθοβολήσατε - και τον άνθρωπο και τους ανθρώπους. Τους άλλους και το δικό σας. Εκείνον που κουβαλάγατε κάποτε μέσα σας. Μια μούμια τώρα κι αυτός. Θαμμένη στις πέτρες που μόνοι σας σωριάσατε.
Αναρωτιέμαι. Περίεργα αναρωτιέμαι. Στις πέτρες εκείνες δεν είδατε το κουφάρι του Βασίλη του Κουφολιά; Ζεστό είναι ακόμη το κορμάκι του. Και ο θρήνος της μάνας του τώρα αρχίζει. Οι πέτρες της Ακουίλα τον σκότωσαν. Και οι ίδιες σκότωσαν εκατοντάδες άλλους. Ποιος Λιαντίνης; Δεν είναι ο Λιαντίνης - η μονάδα του είδους - το ζητούμενο. Είναι ο άνθρωπος στη γενική του μορφή. Ο κάθε άνθρωπος. Και ο θάνατος. Ο πανεπίσκοπος νόμος που διαφεντεύει τη ζωή μας. Αυτό δίδαξε ο Λιαντίνης. Αυτό είναι ο Λιαντίνης. Κι εσείς το θάψατε.
Στη φωτογραφία και στην καρδιά σας. Ποιος νοιάζεται για τη φωτογραφία; Ποιος νοιάζεται για είδωλα; Όχι εμείς.
Μόνο για την αλήθεια της πράξης. Και το ψέμα που ορθώθηκε εκεί που έλαμψε μια μικρή αχτίδα φως.
Μεγάλη Παρασκευή σήμερα. Επιτάφιοι σήμερα. Ακούστε τουλάχιστον τους βουβούς γόους των μανάδων. Που τέτοια μέρα κλαίνε η καθεμιά το δικό της παιδί. Όχι της Μαρίας. Και κλαίνε μαζί της γιατί ο πόνος της είναι και δικός τους πόνος.
Αυτόν τον πόνο και αυτό το κλάμα του ανθρώπου ακούστε. Το αιώνιο και ακατάλυτο. Βγάλτε μία μία τις πέτρες. Από τα αυτιά. Τα μάτια. Την καρδιά σας. Δείτε κατάματα το θάνατο. Υπάρχει θάνατος. Για όλους μας. Και μας καρτερεί. Αδυσώπητος.
Αυτός και μόνο αυτός δίνει νόημα σε κάθε μας πράξη.
Και γυρίστε μετά και δείτε τη φωτογραφία που φτιάξατε. Έχει νόημα; Ωραία λοιπόν. Αν έχει, να έρθουν οι κατοπινοί σας να τη στολίσουν στο κιβούρι σας όταν θα πάρετε τη μεγάλη στράτα. Και να λένε ιδού: Ο άνθρωπος που έκανε μοντάζ στη φωτογραφία του Λιαντίνη! Δοξάστε τον!