ΔΑΝΑΗ Admin
Αριθμός μηνυμάτων : 8202 Registration date : 30/10/2007
| Θέμα: ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΟΡΕΙΠΟΡΙΚΟ Δευ Ιουν 01, 2009 12:17 pm | |
| Αθήνα, 1 Ιουνίου 2006... Γραμμένο με όσα ως τότε γνώριζα και πίστευα για σωστά... ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΟΡΕΙΠΟΡΙΚΟ
«εγγύς μεν η ση περί πάντων λήθη, εγγύς δε η πάντων περί σου λήθη…» Έχεις αφήσει πίσω σου πια την «κόλαση της Αθήνας». Στη δική σου γη, την ιερή, στη Σπάρτη την αγαπημένη, κλείνεις τους τελευταίους λογαριασμούς με τους ζωντανούς. Βιάζεσαι, το νιώθω. Ολόκληρη ζωή περίμενες, ετοίμαζες ετούτες τις ώρες. Και χαίρεσαι και ευφραίνεσαι βαθιά. Λίγο ακόμη… Ν’ αφήσεις πίσω σου τις πολιτείες των ανθρώπων. Θυμάσαι το δάσκαλο, το Νίτσε και το Ζαρατούστρα του, κι αναρωτιέσαι μαζί του: «Γιατί… θα πάω λοιπόν στα βουνά και στην έρημο; Μήπως δεν είναι γιατί τόσο αγάπησα τους ανθρώπους;»Πρώτη χρονιά φέτος που ακολουθούμε πιο πιστά από ποτέ τα βήματά σου. Ξέρουμε τώρα. Ήσουν εκεί. Ήσουν εσύ. Ο ίδιος που γνωρίσαμε, ο ίδιος που αγαπήσαμε, ο ίδιος που πιστέψαμε. Ο αληθινός. Ποιος μπορεί πια να αμφιβάλλει; Περνούν τα λεπτά και είναι αιώνες. Ο Κώστας Τσούνης, ο Σπαρτιάτης ταξιτζής, σε περιμένει. Ώρα 14.30. Δευτέρα, 1 Ιουνίου 1998. Παίρνει τηλέφωνο τον ταξιτζή. Σε δέκα λεπτά. Στο ξενοδοχείο Διόσκουροι… στους δίδυμους… «Που γεννήθηκαν στη Σπάρτη. Ο ένας τους ορίστηκε να γίνει αθάνατος. Ο άλλος να πεθάνει.» Ταξιδεύει πια η ψυχούλα του για τον ουρανό. «Με τη μέρα του θνητή και αψευδή τη γνώση για τη μοίρα του που τηνε κάνει σχεδόν αθάνατη.»Απέναντι από το άγαλμα του Λυκούργου. Του νομοθέτη. Που έφυγε και όρκισε τους συμπολίτες να σεβαστούν τους νόμους του μέχρι να γυρίσει… Μα δε γύρισε ποτέ… Φρόντισε ο ίδιος γι’ αυτό. Και ο όρκος κρατάει μέχρι σήμερα. Και μέχρι τον αιώνα των αιώνων. Και συ φεύγεις ήρεμος και βέβαιος. Το δικό μας όρκο ζήτησες και πήρες. Μαζί με τις ματιές μας. Μαζί με την αγάπη μας. «ανάβεις το λυχνάρι της γνώσης σου ήσυχος πια ότι τη θρυαλλίδα σου θα συντηρεί σταθερά το λάδι της φύσης»Ένα λεπτό ακόμη. Μια τελευταία ματιά στην πόλη που αγάπησες. Που έζησες. Που θαύμασες. Ο Ταΰγετος καρτερεί να τον δοξάσεις. Η ώρα έφτασε. Με ένα σάκο – «σαν αυτούς που έχουν οι φαντάροι» - πολεμιστής κι εσύ για την αλήθεια και το φως, αναχωρείς. Με την ευχή, την πονεμένη, της μανούλας σου: Δεν υπάρχει για σένα δρόμος γυρισμού. Και το ξέρεις. Τη δική σου νέκυια βαδίζεις. Εσύ που ύμνησες τις νέκυιες του κόσμου όλου… Ήρθε η σειρά σου. Τις δεκατέσσερις ολυμπιάδες που έζησες, να δοξάσεις. Να τιμήσεις. «Φεύγεις αυτοθέλητα. Όρθιος, στιβαρός και περήφανος.» «Θα δοκιμάσεις να πορευτείς τον ακριβό θάνατο του Οιδίποδα.»Τι σκέφτεσαι άραγε τώρα; Τώρα που το τελευταίο «ορειπορικό» αρχίζει; «Τη δόξα που έλαβα γνωρίζω ότι την αφήνω σταθερή χάρη στο έργο που εδημιούργησα»!Εκεί κάτω, στις χώρες των ανθρώπων, μένει βαθύ και ανεξίτηλο το ίχνος σου, αυτό που από οργή για τους αιώνες που δε θα υπάρχεις, άφησες… Τα Ελληνικά σου και η Γκέμμα. Μαζί σου κι αυτά οδοιπορούν την τελευταία ανάβαση. Προσκεφάλι σου στον αιώνιο ύπνο τον αξύπνητο… Εκεί κάτω ο χρόνος έχει αρχίσει να μετράει αντίστροφα. Τα εφτά χρόνια που σου ορκίστηκε ο Παναγιώταρος. Εσύ όμως είσαι τούτη την ώρα λεύτερο πουλί. Τίποτα και κανένας δε βαραίνει την ψυχούλα σου. «Ανοίγεις τα χέρια και συντρίβεις τον κόσμο, κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης.»Οι φίλοι γνωρίζουν. Τους αποχαιρέτισες όλους έναν έναν. Κι οι μαθητές γνωρίζουν. Τους δίδαξες και τους μύρωσες τη χάρη σου και το φως σου. «Μονάχος μου φεύγω τώρα, μαθητάδες μου. Κι εσείς τραβάτε από δω μονάχοι σας. Έτσι το θέλω. Τώρα σας λέω να χάσετε εμένα και να βρείτε τον εαυτό σας. Και μόνο τότε, σα θα μ’ έχετε αρνηθεί, θα ξαναρθώ κοντά σας.»Κι ο αδερφός ο δίδυμος… έχει πάρει το χαμπέρι. «Καλή αντάμωση στην Αγριακόνα. Όλα είναι φωτεινά και βλέπω το μέλλον όπως αρχαίος μάντης.»Η μάνα, η πιο γενναία, το άκουσε δια ζώσης. Για τη μαχαιριά, που θα λάβαινε όχι στην πλάτη, αλλά στην καρδιά… Εκείνη ήταν ένα με αυτόν, ένα πνεύμα… Σ’ αυτήν μπορεί και πρέπει να το πει. Όχι στην Κόρη… Δεν το αντέχει γιατί κι εκείνη τέτοιο πόνο δε θα τον αντέξει… Για εκείνη, το γαλάζιο του βλαστάρι, αφήνει το Γράμμα. Τις τελευταίες του λέξεις. Τις τελευταίες του εντολές. Μόνο σ’ εκείνη. Στο παιδί του. Και της καρδιάς τα παραγγέλματα για τη σύντροφο της ζωής του τα παίρνει για πάντα μαζί του: «Λου μου, τώρα να μη με χαιρετάς γιατί δεν χαίρομαι...» «να ζήσεις χαρούμενη και να συλλογάς τα χρόνια...» Τίποτα και κανένας δεν μπορεί να παραπονευτεί… «Στάθηκες στύλος και στέμμα για όλους, Γκέμμα πες, σε υψηλούς βαθμούς ποιότητας και τάξης. Στη μεγαλύτερη δυνατή αρνητική εντροπία.»Και τραβάς για τον αφεύγατο δρόμο σου. Στα μαρμαρένια αλώνια… Στη ράχη την Αθάνατη. Τρεις και μισή. Έφτασες. Φτάσατε στο Καταφύγιο. Μια στερνή ανθρώπινη επιθυμιά. Ένα τελευταίο τσιγάρο παρέα. Οι φίλοι σου οι Γερμανοί σε περιμένουν. Κανείς πια δε θα σε ξαναδεί. Κανένας δε θα σε ξανακούσει. Ένα τραγούδι πρέπει σου λεβέντικο τούτη την ώρα… Όχι κλάματα και οδυρμοί… Οι φίλοι σου σε καρτερούν και σου τραγουδούνε: «Ωχ! Φίλε, καλώς σε ηύραμε, φίλε κι αγαπημένε Ωχ! Ν’ απόψε όλοι μας μαζί χαρείτε να χαρούμε Ωχ! Κι αύριο καλές αντάμωσες, καλώς ν’ ανταμωθούμε. Ωχ! Στον Αϊ-Λια στον Πλάτανα, ψηλά στο κρυονέρι Ωχ! Πο ‘χουν οι κλέφτες σύναξη κι όλοι οι καπεταναίοι.»
Το τσιγάρο Δάσκαλε κοντεύει να σβήσει… Μονάχος τώρα πορέψου ακριβέ μας.
Πώς; ____________Δημοσιεύτηκε στις 29.7.07 στο blog ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ | |
|