Πολύ περίεργη πάντως αυτή η ιστορία. Κάτι δε μου κολλάει σε όλο αυτό. Ίσως και επειδή μας έχει γίνει λόγω επαγγέλματος, διαστροφή η παραπομπή στα "συμφραζόμενα" προς ερμηνεία των αγνώστων.
Μια θάλασσα κράταγες στα χέρια σου. Θύμωνε και άφριζε και γέλαγες πλατιά. Είναι που χρόνια τώρα το έχεις δει το έργο να παίζεται. Να ξεπροβάλει ο βυθός και όλα του τα φύκια κάθε που ο Ποσειδάων την τρίαινα κραδαίνει κακιωμένος. Τις ώρες τις νηφάλιες, βαριά ζυγίζουνε τα βλέφαρα. Καμιά ελπίδα για να δεις βυθό. Ξυλάρμενο σε νανουρίζει η μεγάλη ψεύτρα. Εκείνο το γυαλί από λάδι που λες "γαλάζιο είναι, το βλέπω" και βλέπεις μέσα μονάχα ουρανό. Όλα τα άλλα πού;
(Μη δίνετε σημασία... έτσι περίεργα μιλούν όσοι τη ζωή τους μοιράζονται σε μπαλαούρα...)