ΟΥΔΕΝ Ο,ΤΙ ΟΥΚ ΑΠΩΛΕΤΟ
Η εξαφάνιση του καθηγητή έσκασε σαν βόμβα στο τέλμα της καθημερινότητας. Τα μεγάλα σκάνδαλα της πολιτικής είχαν κοπάσει, το κραχ του χρηματιστηρίου δεν είχε ακόμη συμβεί και οι Ολυμπιακοί αγώνες αργούσαν.
Στα 56 του χρόνια ο άγνωστος στους πολλούς καθηγητής, με τα λίγα βιβλία και το πλούσιο διδακτικό έργο, κατάφερε να γίνει πρώτο θέμα σε εφημερίδες και κανάλια με τον πιο εύκολο τρόπο: Απλά, έφυγε!
Ποιον μπορούσε να ενδιαφέρει η δική του αναχώρηση; Υπό φυσιολογικές συνθήκες, κανέναν. Ή, έστω, τους λίγους που τον γνώριζαν. Την οικογένεια, τους λιγοστούς φίλους, κάποιους από τους σπουδαστές που έτυχε να τον προσέξουν, το πολύ πολύ και κάποιους από τους συναδέλφους του.
Έτσι κι αλλιώς δεν ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στους κύκλους του πανεπιστημίου. Άνθρωπος μοναχικός και ιδιόρρυθμος. Αφοσιωμένος στο διάβασμα και στο γράψιμο. Ποιος ασχολείται σήμερα με τέτοιους ανθρώπους;
Από μια τέτοια ζωή διάλεξε να φύγει. Μια ήσυχη και τακτοποιημένη ζωή. Γεννημένος σε ένα μικρό χωριό της Λακωνίας, παιδί αγροτικής οικογένειας, κατάφερε να σπουδάσει στη Φιλοσοφική. Ένα ακόμη χωριατόπαιδο της δεκαετίας του ’60 που ξέφυγε από τα χωράφια και μετακόμισε στις αίθουσες διδασκαλίας.
Επιδόσεις σπουδών; Τίποτε το ιδιαίτερο. Κι έπειτα καθηγητής σε κάποιο επαρχιακό γυμνάσιο. Ένας και πάλι από τους πολλούς. Μια πορεία που προβλεπόταν ήρεμη και χωρίς εκπλήξεις.
Λίγα χρόνια νωρίτερα, όταν ο νεαρός καθηγητής τελείωνε το γυμνάσιο, ένα άγνωστο στους πολλούς περιστατικό ήρθε να ταράξει το μικρόκοσμό του. Ένας παππούς. Ένας εξαφανισμένος για δεκαετίες παππούς που γύρισε ξαφνικά στην Ιθάκη του. Είχε φύγει το ίδιο ξαφνικά αφήνοντας πίσω γυναίκα και παιδιά. Κι έριξε μαύρη πέτρα. Ούτε ένα γράμμα, ούτε μια λέξη. Λένε πως ίσως πήγε στην Αμερική. Μετανάστης. Το βέβαιο είναι πως γύρισε άφραγκος και όταν κανείς πια δεν τον περίμενε. Ούτε καν η γυναίκα του. Μια κουρασμένη από τη βιοπάλη γριούλα που τον υποδέχτηκε με τη φράση:
«Τώρα που γύρισες, τι να σε κάμω;»Λίγο αργότερα εκείνη έκλεισε τα μάτια της, επιβεβαιώνοντας με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τη φράση της. Σύντομα την ακολούθησε και ο παππούς. Την ίδια μέρα που γεννιόταν το τελευταίο του εγγόνι. Το συνονόματό του.
Εκείνη την ημέρα ο άλλος εγγονός αναλάμβανε να μεταφέρει το διπλό μαντάτο. Του θανάτου και της γέννησης…
Χρόνια αργότερα, φτασμένος πια καθηγητής πανεπιστημίου και συγγραφέας, στο ίδιο δίπολο και φοβερό μεταίχμιο θα όρθωνε το σημείο μηδέν της κοσμοθεωρίας του. Στο ίδιο που ορίστηκε αιώνες πριν ως
«Άδης και Διόνυσος εν και ωυτό».
Όταν πια έφυγε και εκείνος, την πρώτη μέρα ενός καλοκαιριού και την επαύριο της άνοιξης, ήταν πολλοί εκείνοι που μαγνητίστηκαν από τη διδασκαλία του. Κι ας μην είχαν προκάμει να τον συναντήσουν ποτέ. Η φυγή και η εξαφάνιση αυτόματα μεταφράστηκαν σε αυτοκτονία και θάνατο. Τι άλλο μπορεί να συγκλονίσει την κουρασμένη εποχή μας; Εκτός από το μέγα του θανάτου μυστήριο;
Τον καθηγητή τον γνώρισα χρόνια πριν εξαφανιστεί. Τις ίδιες μέρες που ένα ατύχημα με είχε φέρει στο δικό του μεταίχμιο. Ένας αιφνιδιασμός βίαιης και απρόσμενης συνάντησης με το θάνατο που απαίτησε μήνες επιστροφής στην πεζή καθημερινότητα. Μ’ αυτό το ψυχικό φορτίο παρακολούθησα τη διδασκαλία του. Τη διδασκαλία για τον έρωτα και το θάνατο.
Το ’98, μαθαίνοντας από τις τηλεοράσεις την εξαφάνισή του, έκλαψα, πόνεσα, θύμωσα. Αυτός που με είχε γυρίσει πίσω στη ζωή, με ανάγκαζε τώρα να αντικρίσω και πάλι το θάνατο.
Έπειτα ήρθε η ζωή. Να σημαδέψει με θάνατο τον κάθε χρόνο. Ο τελευταίος μόλις προχτές. Επώδυνη διαδικασία εμπέδωσης της θεωρίας. Έξω πια από τα βιβλία. Με αυτό που οι δάσκαλοι λέμε βίωμα.
Ο παλιός μου καθηγητής, εξαφανισμένος πλέον πάνω από δέκα χρόνια, παραμένει άλυτο μυστήριο. Κι ας βρέθηκε κι ένας σκελετός, χρόνους εφτά μετά την εξαφάνισή του, που λένε πως του ανήκει. Κι ας γράφτηκαν κατεβατά για εκείνον. Ακόμη και βιβλίο, και τραγούδι και ντοκιμαντέρ έγινε η ζωή του. Η απορία, απορία. Κι ένα αίνιγμα τεράστιο η αυτοθέλητη έξοδός του.
Στους χιλιάδες καθημερινούς θανάτους, ή και εξαφανίσεις, τι περισσότερο έχει να πει η δική του περίπτωση; Έστω και αν εκείνος άφησε πίσω του και πέντε βιβλία. Ο πρώτος ή ο τελευταίος; Κι έστω και αν ανάλωσε τη ζωή του στη μελέτη του θανάτου. Που λέγουν πολλοί ότι υπογράφτηκε από τον ίδιο το θάνατό του. Ένα έργο που ταυτίστηκε με τον ίδιο το συγγραφέα. Φτάνει ακόμη κι αυτό;
Ξέρεις, εμένα δε με νοιάζει αυτό! Κι είναι καιρός που δε με νοιάζει. Ίσως και ποτέ να μη με ένοιαξε η δική του εξαφάνιση. Μπορεί κι επειδή με θύμωσε. Ήταν πολύ νωρίς που είπα
«έτσι θέλησε, έτσι ας γίνει».
Τι άλλαξε μετά; Οι άλλοι! Εκείνοι οι πολλοί που ασχολήθηκαν μαζί του. Αυτοί που δεν τον γνώριζαν όσο ζούσε και με την εξαφάνισή του τον ερωτεύτηκαν. Ενοχλεί η λέξη; Να μην ενοχλεί. Ένας απονενοημένος έρωτας ακολούθησε τη φυγή του. Γιατί;
Μακάρι να ήταν για το έργο του. Μα είναι κυρίως γιατί χάθηκε. Με το οξύμωρο να συμβαίνει για όσους δεν τον είχαν βρει ποτέ. Έχασαν τι; Ψάχνουν τι;
Κι έρχεται από τα βάθη του χρόνου η φωνή της γερόντισσας: «Τώρα που γύρισες, τι να σε κάμω;»
Ανοίγω το τελευταίο του βιβλίο και διαβάζω. Τις πρώτες λέξεις:
«Και ουδέν ό,τι ουκ απώλετο.»