Κατάκοπη γύρισα χτες βράδυ σπίτι. Και ψιλοζαλισμένη από τα κρασάκια που ήπια με μια αγαπημένη παρέα...
Λίγο σερφάρισμα στο ίντερνετ και μετά στον καναπέ... Το δεντράκι να αναβοσβήνει τα λαμπιόνια του (φετίχ αξεπέραστο αυτό) και το χαζοκούτι να με κοιμίζει (πάντα)
Έτσι με πήρε ο ύπνος. Βαθύς και δίχως όνειρα. Και δίχως μια κουβερτούλα έστω.
Ξύπνησα μέσα στην άγρια νύχτα παγωμένη και ξέροντας πως δε θα αποφύγω χριστουγεννιάτικα το κρυολόγημα και τα γκουχ γκουχ...
Σηκώθηκα να μετακομίσω στο κανονικό μου κρεβατάκι. Και πριν να κλείσω τον υπολογιστή που έχασκε ανοιχτός.
Και τι βλέπω; Το Μελινάκι μέσα! Μετά από πόσες μέρες! Δεύτερη φορά ραντεβού απρόσμενο σε ώρες που ο ύπνος με είχε βυθίσει σε άλλους κόσμους. Γιατί τυχαίο δεν είναι που ακριβώς εκείνη την ώρα ξύπνησα...
Ναι, το γνώριζα πως φτάνει σε λιμάνι αυτή τη μέρα. Και την είχα στο νου μου. Πώς ήταν ο μεγάλος ωκεανός, πως τα πήγε με τη λαμαρινίαση και ένα σωρό άλλα.
Λίγο αργότερα έπαιρνα το μήνυμά της. Όλα καλά.
Ένα μόνο δεν κατάλαβα. Και περιμένω να μου το εξηγήσει... Το
"εννοείται πως δε θα βγούμε έξω"...Πώς εννοείται; Μετά τόσες εβδομάδες κλεισμένοι στις λαμαρίνες, δε θα πατήσουν στεριά; Αδύνατον να το καταλάβω αυτό και ας πούμε πως κάτι λάθος ερμήνευσα τα λόγια της.
Στα δικά μου πάντως χρόνια, τα παμπάλαια... τέτοια "εννοείται" ήταν αδιανόητα. Εντάξει, υπήρχαν και για μας λιμάνια που τα βλέπαμε με τα κυάλια. Όμως σε χώρες του τρίτου κόσμου.
Περσικό πχ... Που τον έχω ταξιδέψει ένα σωρό φορές και όμως σε στεριά δεν πάτησε ποτέ το ποδαράκι μου εκεί κάτω.
Πάντα καταμεσής στο πέλαγο φορτώναμε το "λαδάκι" μας και μόνο στο βάθος αχνοφαινόταν κάποια λωρίδα γης. Κάπως έτσι δηλαδή:
Πού είναι το λιμάνι; Οέο???
Πουθενά λιμάνι. Φόρτωση μες στη μέση της θάλασσας. Ένα μήνα να φτάσεις ως εκεί και ένα μήνα μετά για να καταπλεύσεις στο λιμάνι εκφόρτωσης.
Και τι... μη φανταστείς πως το άλλο λιμάνι, της εκφόρτωσης, προλάβαινες να το χαρείς. Σε 48 ώρες έλυνες και έφευγες ξανά για άλλους δυο μήνες. 48 ώρες και με υποχρεωτικές εξαωρίες, δηλαδή δουλειά 12 με 6 τη μέρα και αντίστοιχα 12 με 6 τη νύχτα ή 6 - 12, μέρα και νύχτα πάλι. Σύνολο δηλαδή 12 ώρες δουλειά και συχνά σε καιρικές συνθήκες ακραίες.
Θυμάμαι κάποια Χριστούγεννα στην Ευρώπη. Παραχώναμε εφημερίδες μέσα από τη φόρμα για να αντέξουμε το βαρύ κρύο που έφτανε στο μεδούλι μας και μας έκανε χιονάνθρωπους...
Και το Μελινάκι. Εκεί που είναι σήμερα, θα χιονίζει λέει...
Χιόνι έξω και χιόνι και μέσα. Να κρουσταλλιάζεις με τις ώρες στο κατάστρωμα και μετά να αγναντεύεις με τα κυάλια το λιμάνι. Αν είναι δυνατόν. Μα λέω πως δε θα κατάλαβα καλά. Ή όχι;
Πάντως εμείς με όλη μας την κούραση, του δίναμε και καταλάβαινε. Τρέχαμε, πετούσαμε, μετά τη βάρδια να σαπουνιστούμε, παραγγέλναμε ομαδικά ταξί να έρθει στο ντόκο, και βουρ για τα μαγαζιά. Συνήθως σε αφορολόγητα για ναυτικούς.
Και να τα ρολόγια, για τον εαυτό σου και τους δικούς σου πίσω, και να τα στερεοφωνικά, οι κάμερες και ό,τι άλλο άντεχες να κουβαλήσεις γυρνώντας στην Ελλάδα.
Στα πεταχτά πίναμε και κανένα καφέ. Να δούμε πώς τον φτιάχνουν σ' αυτόν τον τόπο. Ή φαγητό...
Και φωτογραφίες αράδα. Και κάρτες. Να γεμίσει το άλμπουμ των αναμνήσεων.
Και μετά τρέχοντας πάλι πίσω στο καράβι για την επόμενη εξαωρία.
Ε, μα τι νομίζετε; Αυτή είναι η ζωή του ναυτικού στα γκαζάδικα. Λαμαρίνα, λαμαρίνα, λαμαρίνα...
Θυμάμαι που μια φορά προσπάθησα να νικήσω τη λαμαρινίαση φυτεύοντας φασόλια! Κάποιο κουτάκι πλαστικό εξασφάλισα, μάζεψα μια φούχτα χώμα από το λιμάνι και πήρα από την κουζίνα λίγους σπόρους. Ε, ρε χαρά που έκανα σαν έσκασε το πρώτο φύλλο στο χώμα. Κι έφτασε η φασολιά μου να καρπίσει και να δώσει ένα και μοναδικό φασολάκι. Φυσικά και το μαγείρεψα. Και ήταν το πιο νόστιμο φασολάκι που έχω φάει ποτέ!!!
Και πέρα από τα "ξόρκια" της λαμαρίνας, το λιμάνι σου έδινε τη δυνατότητα να ανεφοδιάσεις την καμπίνα σου με χίλια δυο καλούδια. Όσα σου λείπανε στις ατέλειωτες βδομάδες ανάμεσα ουρανό και θάλασσα. Πράγματα χαζά, μα για τον καραβίσιο πολύτιμα.
Να, για παράδειγμα... Τι ζήλεψε χτες βράδυ το μικρό μας και ζήταγε από την άλλη άκρη της γης; Μια κούπα ζεστή σοκολάτα! Ποιος, το Μελινάκι... Που της λες φάε και σου λέει δεν πεινάω. Να κάνει αμάν και πώς για μια κούπα σοκολάτα. Αχ, καρδούλα μου...
Το παράξενο είναι που κι εγώ κάτι τέτοια μάζευα από τα λιμάνια για εφόδια ταξιδίου. Με το αλκοόλ ποτέ δεν τα πήγα καλά. Καφέδες και ροφήματα διάφορα ψώνιζα. Κι αυτό που σήμερα το ξέρουν όλοι, το Νες Κουίκ, στα βαπόρια το δοκίμασα πρώτη φορά. Αλλά και κάπως έτσι την πάτησα με τον εσπρέσο. Που δεν ήξερα ούτε πώς τον φτιάχνουν ούτε τι πίκρα ατέλειωτη είναι. Αφού δε βρήκα καφέδες που πίνουμε εμείς, άπλωσα το ξερό μου και πήρα εσπρέσο. Ε, ρε δυστυχία ατέλειωτη μετά...
Η άλλη τρέλα ήταν με τα σοκολατάκια και τις καραμέλες. Κι όχι τόσο για να τις τρώω μόνη μου, αλλά για να τις κερνάω στα παρτάκια που κάναμε. Μεγάλη δουλειά, στη μέση της θάλασσας να εμφανίζεται πακετάκι με σοκολατάκια... Εκτός βέβαια από εκείνη τη φορά που τα ψώνισα από ένα φαρμακείο στο Καίηπ Τάουν και δεν τρώγονταν τα άτιμα. Ήταν για διαβητικούς, αλλά πού να το καταλάβω εγώ με τα ρημάδια τα αγγλικά μου;
Και να τώρα που και η Μελίνα μας σοκολάτα λιγουρεύτηκε. Η Μελίνα που όταν έμαθε ότι επιτέλους μπαρκάρει, κόντεψε να σκάσει στις κρέπες. Πρώτη και μοναδική φορά που την άκουσα να κάνει έτσι για φαγητό... Θυμάστε που
το είχαμε κάνει και κουίζ; Ε, ναι. Οι κρέπες ήταν η σωστή απάντηση. Τότε. Τώρα είναι μια κούπα σοκολάτα.
Νομίζετε εσείς πως μόνο μεσοπέλαγα υποφέρει ο ναυτικός; Και όμως εκεί που ο καημός γίνεται αβάσταχτος είναι στα λιμάνια που δεν πατάς έξω. Που τα βλέπεις εκ του μακρόθεν και έπειτα σηκώνεται η άγκυρα και φεύγεις πάλι για άλλο λιμάνι...
Ευτυχώς δεν είναι πάντα έτσι. Να, θυμάμαι τώρα το Φως. Κάπου στη νότια Γαλλία είναι το Φως. Μια χαρά πρόλαβα και βγήκα και πήγα και σε ένα καφέ (αυτό δα έλειπε να μην πας σε καφέ στη Γαλλία!!! ) και παράγγειλα μια τεράστια κούπα σοκολάτα! Ναι, λέμε, Μελινάκι. Σοκολάτα!!! Είχα το λόγο μου.
Όταν λοιπόν τελείωσα το ρόφημα γυρνάω και λέω στη γκαρσόνα, μισά γαλλικά από το γυμνάσιο και άλλα μισά με νοήματα (δεν υπάρχει χειρότερη χώρα στα αγγλικά από τη Γαλλία) πως θέλω να αγοράσω και την κούπα. Δήθεν για ανάμνηση... Στην πραγματικότητα την ήθελα για να φτιάχνω σοκολάτα και στο καράβι, που τέτοιες μεγάλες κούπες δεν είχε.
Και μπορεί στα αγγλικά να είναι δράμα οι φραντσέζοι, σε όλα τα άλλα όμως είναι αστέρια. Με τίποτα να πάρει λεφτά η κοπέλα. Δώρο μου την έκανε να τη θυμάμαι, είπε, κι αυτήν...
Τι τα θες; Λίγες μέρες μετά, είχαμε πια ανοιχτεί στον κόλπο της Λυών, πιάνει ένα μπότζι άλλο πράγμα. Νύχτα ήταν και προσπαθούσα η έρμη να κλείσω λίγο το ματάκι μου, για να ξυπνήσω στις 4 για τη βάρδια, και να με κοπανάει το κύμα μια στη μία άκρη του κρεβατιού και μια στην άλλη. Πού να κοιμηθείς;
Άσε που γινόταν της τρελής από θορύβους. Μέσα και έξω από την καμπίνα. Άκουγες τα κύματα να σκάνε λυσσασμένα στις λαμαρίνες, άκουγες να τρίβονται μεταξύ τους πράγματα, να ρολάρουν τα καταλάβαινες προς τη μια πάντα και μετά να γυρίζουν με το μπότζι στην άλλη, ώσπου ξαφνικά σε ένα πλάγιασμα του καραβιού λίγο μεγαλύτερο, ακούγεται και ένα τρομαχτικό μπαμ μέσα στην καμπίνα...
Σηκώνομαι, ανάβω φως, και τι να δω; Θρύψαλα η φουκαριάρα η γαλλική κουπίτσα...
Γι' αυτό σου λέω, Μελινάκι. Βούρκωσα χτες με την κούπα σοκολάτας.
Και ποιος ξέρει; Ίσως γι' αυτό και ξύπνησα άγρια χαράματα. Καράβι είχε γίνει χτες βράδυ το σαλόνι μου. Και ο καναπές κουκέτα. Και μπορεί να μην το θυμάμαι, αλλά σίγουρα ακούστηκε κάποιο μπαμ. Όχι, δε βρήκα θρύψαλα στο πάτωμα. Μόνο στην ψυχή μου.
Καλά ταξίδια, μάτια μου. Και όλα ονειρεμένα και ει δυνατόν και σοκολατένια να είναι...
Το oil terminal της Ρας Τανούρα (Περσικός) σήμερα... Εκείνα τα χρόνια τέτοιες εγκαταστάσεις δεν υπήρχαν. Ποιος ξέρει; Ίσως τώρα πια να αφήνουν τους ναυτικούς για λίγο να κατεβαίνουν από το πλοίο. Και να μην εννοείται πως δε θα βγουν καθόλου έξω...