Η
Ρηνούλα. Μικρή στο όνομα, μικρή και στο μάτι.
Περισσότερο μικρή από όσο θα ήθελα. Δε λέω "πρέπει". Τι θα πει "πρέπει"; Ποιος το ορίζει το "πρέπει";
Χτες ένας άνθρωπος, ένας άγνωστος σε μένα άνθρωπος, την ίδια ώρα που οι άλλοι ναυτικοί διεκδικούσαν το δίκιο τους έξω από τον Οίκο Ναύτου, προτίμησε να διεκδικήσει το δικό του δίκιο με το δικό του τρόπο.
Απλήρωτος μήνες. Ένας από τους εκατοντάδες ναυτικούς που έχει γίνει μόδα να τους αφήνουν απλήρωτους τα αφεντικά. Και μένουν κι αυτοί μέσα στο καράβι, κατασκηνώνουν μέσα σε ένα ακίνητο καράβι που τίποτε δε δουλεύει, περιμένοντας να δοθεί λύση στο δράμα τους.
Γεμάτες οι ράδες με τέτοια πλοία. Χωρίς ρεύμα, χωρίς νερό, χωρίς φαγητό. Μόνοι τους κουβαλάνε τα εντελώς απαραίτητα οι ναυτικοί. Ανάβουν και καμιά φουφού να ζεσταθούν. Και πρόχειρα πρόχειρα φτιάχνουν κάτι να φάνε.
Εμείς πάλι, που αγνοούμε αυτή την πραγματικότητα, στεκόμαστε στα μουράγια και ατενίζουμε περιπαθώς τα πέλαγα.
- Α, τι όμορφο καραβάκι. Πόσο χαριτωμένα λικνίζεται!!! Και κλικ κλακ οι φωτογραφικές. Να κρατήσουμε την ωραία εικόνα.
Πόσες, αλήθεια, πόσες φορές έτσι μένουμε να χαζεύουμε βιτρίνες; Μένουμε στη βιτρίνα και χάνουμε την ουσία. Ούτε τολμάμε να δούμε την ουσία.
Χτες ο άνθρωπος αυτός, ναυτεργάτης στο πλοίο Πάραλος, ανέβηκε στο άλμπουρο. Στο κατάρτι, στον ιστό. Όπως και να το πεις, το ίδιο είναι.
Ανέβηκε αποφασισμένος να μείνει εκεί μέχρι να τον πληρώσουν. Χωρίς νερό, χωρίς φαγητό.
Αναστάτωση. Μεγάλη αναστάτωση στους κύκλους των ναυτεργατών και στους κύκλους των αρμοδίων του υπουργείου.
Λες και δεν έφτανε η χριστουγεννιάτικη τραγωδία του Aegean Wind; Να έχουμε καινούριο χουνέρι πρωτοχρονιάτικα;
Λυτοί και δεμένοι να κατεβάσουν τον απλήρωτο ναύτη από το κατάρτι. Και τον κατέβασαν. Με το μόνο τρόπο που εκείνος είχε απαιτήσει. Να καταβληθούν τα δεδουλευμένα του.
Κι έπειτα στο πηγαδάκι άκουσα μια κουβέντα που με χάλασε. Πώς δεν πρέπει να αγωνιζόμαστε έτσι. Μόνο οργανωμένα, μόνο όλοι μαζί. Έτσι πρέπει!!!
Ποιος το ορίζει το "πρέπει"; Και ειδικά για έναν άνθρωπο που τον έχουν φέρει στα όριά του; Και που το μόνο που κάνει είναι να απειλεί τον ίδιο του τον εαυτό. Κανέναν άλλο.
Κι όμως ούτε αυτό δεν έχεις δικαίωμα. Γιατί χαλάς τη σούπα των άλλων που κρατάνε τις κουτάλες. Χαλάς τη δόση της δικής τους συνταγής. Και μένουν οι καημένοι με την κουτάλα στο χέρι άπραγοι...
Τόσο με πίκρανε αυτή η κουβέντα, που αποφάσισα αυτή την πρωτοχρονιά να μην κάνω τίποτε από τα πρέπει.
Όχι, μη χαίρεστε μερικοί μερικοί. Δε θα ανεβώ σε άλμπουρο και ούτε έχω σκοπό να θέσω τέρμα στη ζωή μου. Μόνο στη ζωή που ορίζεται και καθορίζεται από τα πρέπει...
Και στο κάτω κάτω. Τα δικά μου πρέπει θα τα ορίσω μόνη μου. Χωρίς συμβουλάτορες. Αφού κάνω το δικό μου απολογισμό και της χρονιάς και του μισού αιώνα που έκλεισα.
Και ξεκινώ από τη Ρηνούλα. Τη Ρηνούλα που πλήγωσε τα μάτια μου χτες. Ναι, ξέρω, πρέπει να στολίζουμε κάτι τα Χριστούγεννα. Και πρέπει οι περί τη ναυτιλία να στολίζουν καραβάκι. Πρέπει!!!
Και πρέπει να στείλουμε κι ένα μήνυμα. Να βλέπει ο άλλος το καραβάκι και να παίρνει το μήνυμα των ευχών για το νέον έτος. Ρηνούλα λοιπόν!
Όχι "Ειρήνη"! Τρυφερά και αγαπησιάρικα, Ρηνούλα...
Και πιάσαν και τη στόλισαν σημαιάκια, να δίνουν τον τόνο της γιορτής.
Με άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, γαλάζια σημαιάκια... Παρδαλά και ακατανόητα σημαιάκια... Τι γιορτάζουμε;
Τους εννέα νεκρούς που ακόμη σαπίζουν στο Κουρασάο;
Ένας τουλάχιστον ευαίσθητος άνθρωπος δε βρέθηκε να πάει να κατεβάσει τα σημαιάκια, και να κατεβάσει μεσίστια και τη σημαιούλα της Ρηνούλας;
Κι όχι γιατί πρέπει. Θάνατος σε όλα τα πρέπει. Αλλά γιατί έτσι λέει η καρδιά μας. Λέει;
Πήρα λοιπόν κι εγώ την καρδιά μου παραμάσχαλα και στάθηκα μπροστά από τη Ρηνούλα:
Κατάπλωρα. Να βλέπω το κατάρτι της ένα μαχαίρι στον ουρανό.
Κι εκεί ψηλά, στο τελευταίο σκαλοπάτι του άλμπουρου είδα τον άγνωστο ναύτη του Πάραλος. Τον είδα εκεί να κρέμεται. Ένα ακόμη σημαιάκι της φετινής Πρωτοχρονιάς. Το μόνο αληθινό σημαιάκι. Μια παραφωνία στην ευωχία των ημερών και το γιορτινό κλίμα.
Έπειτα πήρα κόκκινη μπογιά και μουτζούρωσα το όνομα. Ένα γράμμα, μόνο ένα γράμμα: Ρονούλα...
Να μου θυμίζει τα ρονιά που θόλωναν τα μάτια του εθνικού μας ποιητή σε αλλοτινούς καιρούς. Βλέποντας τους ελεύθερους πολιορκημένους να δίνουν την ύστατη μάχη. Σε κείνο το σχεδίασμα που αρχινάει έτσι:
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ η μάνα το ζηλεύει.
Tα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ έχω γω στο χέρι;
Oπού συ μούγινες βαρύ κι’ ο Aγαρηνός το ξέρει.»
Κι έλαβαν τότε την απόφαση οι ελεύθεροι πολιορκημένοι. Να βαδίσουν το μεγάλο γιοφύρι. Το εκείθε με τους αδερφούς, εδώθε με το χάρο.
Στο ίδιο μεγαλόπρεπο γιοφύρι στάθηκε κι εκείνος ο άγνωστος ναύτης χτες. Και για τους ίδιους λόγους. Την πείνα που του μαύρισε τα μάτια.
Και ήταν εκείνο το γιοφύρι που η γλώσσα των παλιών το βάφτισε επί ξυρού ακμής. Ένα απειροελάχιστο σημείο, ένα μεταίχμιο.
Εκεί κρεμάστηκε. Στην κορυφή του άλμπουρου. Στον τόπο που δεν έχει τόπο. Στο μόνο τόπο που χώρεσε η καρδιά του.
Ποιος μπορεί να τον καταδικάζει γι' αυτό; Ποιος μπορεί να λέει ότι πρόδωσε τα αδέρφια του;
Όποιος το λέει, να έχει τη γενναιότητα να ξηλώσει όχι μόνο τα παρδαλά σημαιάκια της Ρηνούλας αλλά κι εκείνο το γαλανό και τ' άσπρο. Που πάνω απ' όλα σημαίνει ελευθερία. Και συμβολίζει όλα όσα είμαστε μαζί με το άλλο ιερό σύμβολο, τον ύμνο στη λευτεριά.
Που και τα δύο είναι βγαλμένα από τα κόκαλα και τα αίματα και τους πολέμους της φυλής. Και από το θάνατο. Όχι από ειρήνες και άλλες σειρήνες. Πολύ δε περισσότερο από Ρηνούλες...
Πόλεμο έχουμε. Και στον κάθε πόλεμο ο καθείς και τα όπλα του:
Ο καθείς και τα όπλα του, είπα:
Στα Στενά τα ρόδια μου θ’ ανοίξω
Στα Στενά φρουρούς τους ζέφυρους θα στήσω
τα φιλιά τα παλιά θ’ απολύσω που η λαχτάρα μου άγιασε!
Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου η Μοίρα!
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ)
Όπλο και το κατάρτι. Το όπλο του απελπισμένου ναύτη. Ένα μαχαίρι στον ουρανό. Στον ουρανό της αδιαφορίας. Στον ουρανό της αδικίας. Και της αμετροέπειας των ημερών. Που αφήνει Ρηνούλες να γιορτάζουν εκεί που μόνο κλάματα και πόνος υπάρχουν.
Εκεί που αντί για άλλες σημαίες θα έπρεπε να κυματίζουν τα μαύρα τσεμπέρια των μανάδων. Σαν τα μαύρα κορμιά των παιδιών τους που ακόμη δεν τους παρέδωσαν. Και σαν την ατέλειωτη μαυρίλα που πλάκωσε την καρδιά εκείνου του άγνωστου ναύτη και τόσων ακόμη.
Ρονούλα λοιπόν! Είναι το μόνο μου όπλο.
Κι ο καθείς ας διαλέξει το δικό του.