Να ήμουν εκεί. Και τι δε θά 'δινα να ήμουν κι εγώ εκεί. Ακόμη μια φορά.
Να κάνουν οι προβολείς τη νύχτα μέρα. Να τρέχουμε σαν τρελοί κάτω στο πομπ ρουμ
και πάλι πάνω, με μια ανάσα τα σκαλιά... να μετρήσουμε αμπάρια. Να κάνουμε και κανένα τσιγάρο στα κλεφτά. Και να χοροπηδάμε από το κρύο.
Κι η γλίτσα της θάλασσας παντού. Όλα βρεγμένα και όλα παγωμένα. Και μέσα στα σωθικά του καραβιού να ρέει το λάδι πηχτό...
Να ξεφορτώνεται λίτρο το λίτρο, γαλόνι το γαλόνι, στην αχόρταγη ρουφήχτρα της Ευρώπης. Το πολύ, έξω. Το λίγο, παράσημο στο χέρι
Το δικό σου χέρι εδώ. Κάποτε ήταν και το δικό μου.
Και τι δε θά 'δινα να ήμουν πάλι εκεί. Με παραφουσκωμένες εφημερίδες μες στη φόρμα. Για το αβάσταχτο κρύο. Ποιος νοιάζεται για το κρύο;
Ψάχνω να βρω την απάντηση. Σ' αυτή την τρέλα. Χρόνια την ψάχνω. Τώρα ψάχνω και τα χρόνια. Πώς πέρασαν έτσι; Πότε;
Και βρήκα μία λέξη μικρή. Μπιτσκόμπερ.
Είναι οι ναυτικοί που κουβαλάνε την άλλη τρέλα. Μπιτσκόμπερ.
Έχεις διαβάσει Καββαδία; Να διαβάσεις.
Αν ήταν στο δικό μου χέρι θα διάταζα να διδάσκουν Καββαδία στις Ακαδημίες του Ναυτικού. Και μετά, για να τους δώσουνε δίπλωμα, να τους ρωτάνε "είσαι μπιτσκόμπερ ή πας για γαλονάς;"
Και εξηγώ:
- Παράθεση :
- "Είμαστε σ' αυτό το καράβι εικοσιπέντε νοματαίοι. Από τον πρώτο καπετάνιο ως τον καρβουνιάρη όλοι βασανισμένα πρόσωπα, βασανισμένα κορμιά. Εδώ στα καράβια, σ' αυτά τα πλεούμενα σίδερα, ο θάνατος δεν ενεδρεύει όπως στις πολιτείες. Τον έχουμε παντού αντιμέτωπο. Καθώς θα φτυαρίσει ο θερμαστής το κάρβουνο για να το ρίξει στους φούρνους, καθώς κυβερνάει ο τιμονιέρης απάνω στην όστρια, ή στο σιρόκο, την ώρα που παίρνει ύψος με τον εξάντα ο καπετάνιος. Ένα λάθος στο λογαριασμό ενός μπακάλη, ενός εμπόρου, ενός λογιστή είναι ζημία δραχμών, ένα λάθος στο λογαριασμό ενός καπετάνιου είναι θάνατος."
Από τα Γράμματα εν Πλω του Νίκου Καββαδία ("Νίκος Καββαδίας, Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη, εκδόσεις ΑΓΡΑ, σελ. 70 )
Είναι ένα μαγικό κείμενο αυτό το κείμενο του Καββαδία. Που οι πολλοί νομίζουν μόνο για ποιητή και αγνοούν τα πεζά του. Μιλά για τους ναυτικούς. Εκεί κατοικεί και ο μπιτσκόμπερ:
- Παράθεση :
- "Υπάρχουν δύο κατηγορίες θαλασσινών. Οι άνθρωποι της πρώτης κατηγορίας παίρνουν τη θάλασσα σαν επάγγελμα, οι περισσότεροι. Τη συνηθάνε κι όσο και να τους έχει σακατέψει η δουλειά τους, η ασχολία τους εξουδετερώνει τη μαγγανεία της καθώς ο μπακιρένιος χαλκάς που δένουμε στο λαιμό της γάτας, την αρρώστια της λαμαρίνας.
Το δράμα το παίζουν οι λίγοι. Αυτοί που δεν μπόρεσαν να εξουδετερώσουν τη μαγεία της και τους έχει αθεράπευτα δηλητηριάσει.
Τη θάλασσα μπορεί να την συνηθίσει κανείς σ' ένα μήνα μέσα. Όμως μπορεί και να μην την συνηθίσει ποτέ. Το παπόρι στην τρικυμία κινείται με πολλούς τρόπους.
Αναλόγως με τους καιρούς. [...]
Αυτοί που αγαπούν με πάθος τη θάλασσα, δεν μπορούνε ποτέ - είναι αποδεδειγμένο - να γίνουν επαγγελματίες θαλασσινοί. Κι αν ποτέ κατορθώσουν να γίνουν, θα πάψουν να την αγαπούν. Θα 'χετε ακούσει γι' αυτούς τους ναυτικούς που περισσότερο ζουν στα ντοκ των λιμένων κοιτάζοντας τα πλοία να φεύγουν και κάνουνε τους διερμηνείς στους ξένους ναύτες. Αυτοί είναι οι ανίατοι! Έχουν δουλέψει θερμαστές, ναύτες, καμαρώτοι, καρβουνιάρηδες, αλλά δεν ειδικεύτηκαν και δε δούλεψαν περισσότερο από ένα μήνα την ίδια δουλειά και στο ίδιο πλοίο. Ποτέ δεν μπόρεσαν να συνηθίσουν τη θάλασσα.
Τους ζαλίζει. Σκοντάφτουν εκεί που άλλοι περπατούν ίσια, κλείνουν τα δάκτυλά τους στις πόρτες, δεν μπορούν να κυβερνήσουν τιμόνι ενώ ξέρουν τον μπούσουλα όσο και οι καλοί ναύτες. Αρρωσταίνουν και ξεμπαρκάρουνε κλαίγοντας. Βλέπεις μέσα στα μάτια τους κάτι το παράξενο. Και στα σκεβρωμένα τους πρόσωπα κάτι το αλλοπαρμένο.
Αυτούς τους περιφρονούν και τους λένε Μπιτσκόμπερ.
[...] Αγαπώ περισσότερο απ' όλους τους τρελούς από την αγάπη της θάλασσας, τους Μπιτσκόμπερ. Ίσως γιατί είμαι συνάδελφός τους!"
Κατάλαβες, παιδί μου;
Εσύ που τώρα τρέχεις και δε φτάνεις να ξεφορτώσεις το καράβι και να μάθεις καλά τη δουλειά, να φύγει λαμπερό το ραπόρτο στην εταιρεία και να σου παραδώσουν με όλους τους τύπους τα επίσημα γαλόνια;
Πρόσεχε. Μην κερδίσεις τα γαλόνια και σκοτώσεις για πάντα τον μπιτσκόμπερ μέσα σου...
Θα έχεις σκοτώσει εκείνο το μαγικό κομματάκι της ψυχής σου που σε οδήγησε στη θάλασσα. Αξίζει;
Ζηλεύω που δεν είμαι τώρα εκεί. Ζηλεύω και τα σύγχρονα παλάτια των σημερινών καραβιών. Μα νιώθω ευτυχισμένη που πρόλαβα μια άλλη εποχή. Την εποχή που ο ναυτικός δεν ήταν απλά ο αγωγιάτης. Και προλάβαινε να ζει στα λιμάνια.
Να ξαμολιέται από το γκανγουαίη και να νιώθει πάλι άνθρωπος. Ένας καινούριος Κολόμβος.
Να χάνεται στα στενά της άγνωστης πόλης. Και να βρίσκει τόπους και ανθρώπους. Ένας μπιτσκόμπερ που "χτενίζει" παραλίες. Και παίρνει μαζί του θησαυρό αυτά ακριβώς που σαρώνει η σκούπα της καρδιάς του. Μια κούπα από το καφέ στη Μαρσίλια. Ένα κουτάκι σπίρτα από τη Μπαρτσελόνα. Δυο "ξυλάκια" από το Ναγκασάκι. Ένα βούδα από την Κορέα. Την καρδιά του καρχαρία από το Καίηπ Τάουν. Κι ένα σάντουιτς από το Πορτ Σάιντ...
Χαζά πράγματα. Και τρελά. Αυτά τα τρελά πράγματα που με κράταγαν εκείνες τις παγωμένες νύχτες στην άλλη τρέλα, την παραφουσκωμένη εφημερίδες.
Ας ήμουν εκεί και ας ξύλιαζα. Όχι για τα γαλόνια. Και τα χρυσά και τα άλλα...
Ας ήμουν εκεί για να καβαλήσω και πάλι το μαγικό μου σκουπόξυλο. Μόνο γι' αυτό...