HOMA EDUCANDUS - Φόρουμ φιλοσοφίας, παιδείας, πολιτικής και ναυτιλίας! |
|
| H ENNOIA TOY ΘΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ - ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ | |
| | Συγγραφέας | Μήνυμα |
---|
Loukia Sofou Υποπλοίαρχος
Αριθμός μηνυμάτων : 377 Registration date : 10/12/2007
| Θέμα: H ENNOIA TOY ΘΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ - ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Τετ Φεβ 06, 2008 4:33 pm | |
|
ΝΙΚΟΛΙΤΣΑ Δ.ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ - ΛΙΑΝΤΙΝΗ
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΣΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΩΣ ΤΟΥΣ ΣΟΦΙΣΤΕΣ
2. Η ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣΠρώτο τον χαρακτήρα της μυθολογικής αστρονομίας τους. Οι αρχαϊκοί Έλληνες ασχολήθηκαν τόσο προσεκτικά και επίμονα με τον ουρανό, ώστε η ματιά τους δεν άφησε απαρατήρητη ούτε την πιο ασήμαντη γωνιά του. Τα ονόματα που έδωσαν στους αστερισμούς και τους αστέρες επέζησαν και αποτελούν μέχρι σήμερα την επίσημη ονοματολογία της αστρονομικής επιστήμης.
Kυρίως εκείνο που επιβεβαιώνει την αφόρμισή τους από τη φύση στην ενατένιση του ουρανού είναι το γεγονός ότι στα ουράνια σώματα, στη θέση, στη διάταξη, στις κινήσεις, στις αποστάσεις και στα σχήματα των αστερισμών είδαν μια οργάνωση και ένα καθεστώς πανομοιότυπο μ'εκείνο που επικρατούσε στη φυσική πραγματικότητα γύρω τους και στην καθημερινή τους ζωή.
O καταστερισμός των ηρώων - ο Ηρακλής, ο Περσέας, ο Ηνίοχος, η Ανδρομέδα, ο Κύκνος, η Κασσιόπη κλπ. -, τα ονόματα των θεών που έδωσαν στους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος - ο Κρόνος, ο Δίας, ο Ερμής, ο Άρης, η Αφροδίτη, ο Πλούτων κλπ. -, και κυρίως οι ανάμεσα στους αστερισμούς σχέσεις, που συνιστούν ζωντανούς δεσμούς εξάρτησης και κοινωνίας - ο Τοξότης να τοξεύει τους εχθρούς του, ο Σκορπιός να καταδιώκει τον κυνηγό Ωρίωνα, ο Βοώτης να βόσκει τα άστρα της Μ.Άρκτου, η σχέση του Όφη με τον Οφιούχο, του Ηρακλή με το Λέοντα ή των Ιχθύων με το Δελφίνα κλπ. -, φανερώνουν ότι οι Έλληνες στον ουρανό είδαν ένα απείκασμα της γης, των καθημερινών πραγμάτων και των περιστατικών της τρέχουσας ζωής των ανθρώπων, όπως αυτά επισυμβαίνουν στην κοινωνία.
Εάν αφαιρέσει κανείς την ποιητική διάθεση, την πλαστική φαντασία, το συναίσθημα της θήρας του ιδεώδους, και κυρίως τη γαλήνια διάθεση ενός υπεκόσμιου νόστου, που πηγάζει από τη συνείδηση της ανθρώπινης φύσης για το πρόσκαιρο και την περατότητά της, είναι εύκολο να διακρίνει μέσα σ'αυτήν τη μυθική εικόνα για τον ουρανό, το δυνατό δεσμό του στοχασμού των Ελλήνων με τη φύση, το πόσο σύμμετρο υπήρξε το πνευματικό τους πρόσωπο προς τον φυσικό τους περίγυρο και πόσο αποφασιστική ήταν η επίδραση που άσκησε πάνω τους η αποκαλυπτικότητα του ελληνικού τοπίου.
Ο ανώλεθρος ρυθμός και η αμετάθετη τάξη των αστέρων και των φυσικών φαινομένων, τους οδηγεί εντελώς αβίαστα στην ιδέα του θεού "θεού γαρ έννοιαν έσχον από των φαινομένων αστέρων ορώντες τούτους μεγάλης συμφωνίας όντας αιτίους". (Έφτασαν στην ιδέα του θεού από τα άστρα του ουρανού, καθώς έβλεπαν να είναι οι αιτίες μιας τόσο μεγάλης αρμονίας
Aυτή η φυσική παρατήρηση των ουράνιων σωμάτων θα υποβοηθήσει περαιτέρω την πλαστική σκέψη των Ελλήνων να συγκεκριμενοποιήσει την ιδέα της για το θεό και να προχωρήσει στη διάκριση των κακοποιών και των αγαθοποιών δυνάμεων, των οποίων είναι φορέας το θείο, εφόσον το αγαθό και το κακό είναι συστατικά και ισοσθενή μερίσματα της φυσικής πραγματικότητας :
"Βλέποντας δε τους αστέρας αεί θέοντας αιτίους τε του θεωρείν ημάς ήλιον και σελήνην θεούς προσηγόρευσαν, εις δεύτερον δε και τρίτον τόπον τους θεούς διείλον εις τε το βλάπτον και το ωφελούν* και τους μεν ωφελούντας Δία Ήραν Ερμήν Δήμητραν, τους δε βλάπτοντας Ποινάς Ερινύας Άρην," (Βλέποντας τα αστέρια να γυρίζουν αιώνια, και τον ήλιο με τη σελήνη να είναι οι αιτίες του να βλέπουμε, τους ονόμασαν θεούς. Και σε δεύτερη και τρίτη φάση ξεχώρισαν τους θεούς σε ωφέλιμους και σε βλαβερούς. Και ωφέλιμοι ήσαν ο Δίας, η Ήρα, ο Ερμής, η Δήμητρα. Βλαβεροί όμως ο Άρης, οι Ερινύες και οι Ποινές).
Η θεοποίηση των ευεργετικών και των καταστροφικών φυσικών φαινομένων καθώς και των ψυχικών γεγονότων του ανθρώπου - οι Ερινύες λ.χ. είναι οι τύψεις της ηθικής συνείδησης - αποδεικνύει την πλήρη αφόρμηση των Ελλήνων στις θρησκευτικές παραστάσεις τους, από τη φύση και την καθημερινή ροή της ανθρώπινης ζωής.
Το δεύτερο παράδειγμα είναι ο ανθρωπομορφικός χαρακτήρας των αγαλμάτων των θεών στην περιοχή της πλαστικής. Οι Έλληνες στην παράσταση που με το πέρασμα των αιώνων εσχημάτισαν για το θεό έδωσαν μορφή συγκεκριμένη, συλληπτή και οπτικά περιορίσιμη.
Αυτό σημαίνει πως η ιδέα του υπέρτατου όντος, χωρίς να στερηθεί στο ελάχιστο από την άπειρη διάσταση του περιεχομένου της, από το ποιό της τελειότητας και από τις υπερβατικές ιδιότητες που εμπρέπουν σε οντότητες εξωανθρώπινης ουσίας, παρ'όλη την πλησμονή του παν - και του υπέρ - που ορισμένως επιβάλλεται να χαρακτηρίζει τη φύση τους (παντοδύναμος, πανεπόπτης, πανάγαθος, υπερούσιος, υπέρτατος, υπερουράνιος κ.λ.π.), δεν εξέφυγε μέσα στη φαντασία τους τα όρια των διαστάσεων και την αυστηρότητα της συνοχής.
Εκείνο δηλαδή που πρωταρχικά λειτούργησε στη διαδικασία της σύλληψης και του σχηματισμού της ιδέας του θεού, είναι η πειθαρχία του λόγου και το ανασχετικό veto της νόησης μπροστά στην ανοικτή δυνατότητα του χάους.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι στις δυνάμεις τις συστατικές της παράστασης του θεού περιέχονται και όλες εκείνες που βρίσκονται εκτός της λογικής. Η φαντασία, η βούληση, το συναίσθημα, η πίστη, και ακόμη ένα πλήθος από τα επιβλητικά και πανίσχυρα ασυνείδητα και υποσυνείδητα υποστρώματα της ψυχής, όπως θα έλεγε κανείς στη γλώσσα της σύγχρονης βαθυψυχολογίας, έχουν παίξει το ρόλο τους στο θεϊκό παιχνίδι της δημιουργίας από τον άνθρωπο. Αλλά της λογικής ο ρόλος είναι φανερό πως υπήρξε ηγεμονικός.
Η μορφή σημαίνει όρια. Προϋποθέτει την υποταγή σε νόμους, την αναγνώριση του ελέγχου στο μέγεθος, και τη συμμόρφωση στο διατεταγμένο καθεστώς, το ρυθμό και την αναλογία των στοιχείων. Με άλλα λόγια η μορφή σημαίνει λογική πειθαρχία και λογική παραδοχή. Και εφόσον η ιδέα του θεού στους Έλληνες είναι ευθύς εξαρχής συνυφασμένη με την κατηγορία της μορφής, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι ο θεουργικός οίστρος των Ελλήνων φωτίζεται και κατευθύνεται από τον ήλιο του λόγου.
Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν λογαριάσει κανείς ότι τη μορφή των θεών οι Έλληνες την συνέλαβαν και την παράστησαν με βάση το αρχέτυπο της μορφής του ανθρώπου. Στο οικείο κεφάλαιο, θα περιγράψουμε το νόημα της ανθρωπομορφίας των θεών στον Όμηρο. Εδώ εκείνο που χρειάζεται να επισημανθεί είναι πως η μορφή των θεών εισήλθε στην ελληνική γλυπτική περνώντας μέσα από το δίαυλο της ανθρώπινης εικόνας.
Η διαδικασία αυτή σημαίνει ότι ο θεός για τους Έλληνες ημπορεί βέβαια να είναι θεός, όσο όμως Αχώρητος και Απερίληπτος και να είναι, δεν γίνεται παρά να περιληφθεί και να περιχωρηθεί στα ανθρώπινα μέτρα. Ο,τιδήποτε αξιώνει από τη φύση του το ασύλληπτο και το άμετρο, ο,τιδήποτε υπερβαίνει το βεληνεκές του ανθρώπινου λόγου, για τους Έλληνες είναι χωρίς νόημα και χωρίς ουσία. Το άπειρο και το ασύλληπτο στον ασύλληπτο στοχασμό τους, συμπίπτει με το χάος. Και ακριβώς η ιδέα του θεού είναι εκείνη που έρχεται να κάμει κόσμο το χάος, να διατάξει την αταξία του, και μέσα από την οντική ακαθοριστία να ορίσει τον κόσμο των μορφών. Στο σημείο αυτό η λογική των Ελλήνων επεμβαίνει και καθορίζει τα πράγματα με τη δύναμη μιας αδυσώπητης αναγκαιότητας.
Και από δω μπορεί να κατανοηθεί, γιατί στη θρησκευτική αντίληψη των Ελλήνων δεν υπάρχει το στοιχείο του θαύματος. Το θαύμα, η φύση του οποίου προσδιορίζεται κυρίως από τη διάσταση του υπερφυούς και του υπέρλογου, είναι ό,τι το πιο ανοίκειο και ξένο στην ιδιοσυγκρασία του ελληνικού πνεύματος. Ακριβώς, γιατί προσκρούει στο ανυπέρβλητο φράγμα του ανθρώπινου λόγου, που αποτελεί τη βασιλική συνιστώσα του ελληνικού τρόπου.
Οι περιπτώσεις που το θαύμα φαίνεται να έχει κάποια περιορισμένη παρουσία - χωρίς να συμπεριληφθεί η μυθολογία των Ελλήνων, η οποία μπορεί ν'αποτελεί τις ρίζες, αλλά δεν ταυτίζεται με την θρησκεία - ανήκουν στο χώρο της ποίησης. Τέτοιες περιπτώσεις είναι το διονυσιακό φαινόμενο, και ο από μηχανής θεός (ex machina deus) της αττικής τραγωδίας. Η ποίηση βέβαια, και γενικά η τέχνη, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τη θρησκεία. Εάν τα εξωλογικά της στοιχεία αποβλέπουν σε γνωστικές και ηθικές υποδείξεις και παραγγέλματα, τούτο γίνεται πάντοτε μέσα από τη σήμανση και το συμβολισμό του φιλοσοφικού μύθου. | |
| | | Loukia Sofou Υποπλοίαρχος
Αριθμός μηνυμάτων : 377 Registration date : 10/12/2007
| Θέμα: H ENNOIA TOY ΘΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ - ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Τετ Φεβ 06, 2008 4:37 pm | |
| ΝΙΚΟΛΙΤΣΑ Δ.ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ - ΛΙΑΝΤΙΝΗ
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΣΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΩΣ ΤΟΥΣ ΣΟΦΙΣΤΕΣ
2. Η ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣΗ παραχώρηση που έκαμε η γλυπτική των Ελλήνων να παραστήσει τη μορφή των θεών επάνω στο υπόδειγμα της μορφής του ανθρώπου, με κίνδυνο να υποτιμήσει τη μεγαλειώδη φύση του θείου, ισοζυγιάστηκε από μια άλλη επιβλητική αξίωση που προέβαλε στον εαυτό της. Η αξίωση αυτή είναι ότι έταξε σαν σκοπό της λειτουργίας της την αναζήτηση του ιδεώδους της τελειότητας, και έτσι κατάφερε να υψωθεί, αν όχι σε ανέφικτους, οπωσδήποτε σε ανεπανάληπτους δείκτες πραγμάτωσης.
Εάν ο περιορισμός της μορφής εσήμαινε ένα όριο και ένα μέτρο στην απειρότητα και το μεγαλείο της θείας οντότητας, η ελληνική γλυπτική κατόρθωσε, μέσα από τους δρόμους μιας συγκλονιστικής καλλιτεχνικής δεξιότητας, να διοχετεύσει τις ουσίες και τις δυνάμεις του άπειρου στα ρείθρα του πεπερασμένου. Με τον τρόπο αυτό μεταστοιχείωσε την κατηγορία του ποσού σε κατηγορία του ποιού. Αυτό σημαίνει πως η ουσία του θεού εκείνο που έχασε από την πλευρά της άπειρης αμορφίας, το κέρδισε από την άποψη της μορφικής τελειότητας.
Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το κρυφό σημείο του θαύματος της ελληνικής γλυπτικής. Η μορφή του πεπερασμένου ανθρώπου που έλαβε ο θεός, μέσα στα χέρια του Έλληνα πλάστη, έγινε η ανάποδη όψη της μορφής του άπειρου θεού, όπως τον συνέλαβε το βίωμα της ελληνικής θρησκευτικότητας. Με απαραμείωτη δηλαδή την τελειότητα και το μεγαλείο του.
Με την γλυπτική των Ελλήνων ο θεός συγκατέβηκε στο ανθρώπινο επίπεδο, κατά την ίδια ακριβώς έννοια που ο άνθρωπος ανυψώθηκε στο υψίπεδο του θείου. Με τέτοιο νόημα οι Έλληνες σαν αντίκρυσαν ξαφνικά το Δία του Φειδία στην Ολυμπία αναρωτήθηκαν, εάν ο θεός κατέβηκε στους ανθρώπους για να παρουσιασθεί στο γλύπτη, ή ο καλλιτέχνης ανέβηκε στον Όλυμπο για να αντικρύσει το θεό.
Από τη συγκλονιστική εμπειρία της ελληνικής γλυπτικής αποκαλύπτεται ο ρόλος της λογικής προκειμένου για την ελληνική θρησκευτικότητα.
Το τρίτο παράδειγμα, που φανερώνει τη θεμελίωση της θρησκευτικής αντίληψης των Ελλήνων στον ενδοκοσμική πραγματικότητα, και τη συνεισφορά στο ζήτημα αυτό της ανθρωπολογικής προκείμενης, καθώς και μιας κατευθυντήριας ελλογόκεντρης και νοολογικής, είναι η αρχιτεκτονική των Ελλήνων.
Το σχήμα του ελληνικού ναού αποτελεί την αποθέωση του λογισμού και της συμμετρίας. Τόσο η σχέση και το δέσιμο με το χώρο μέσα στον οποίο υψώνονται οι ελληνικοί ναοί, όσο και η γενική οργάνωση των αναλογιών και της γεωμετρικής τους διάταξης, υποβάλλουν την εντύπωση ενός σύμφυτου προς τη γη και το περιβάλλον δεσμού, καθώς και μιας δημιουργίας λελογισμένης, που με άνεση φυσική και λιτή ευρυχωρία αναπνέει μέσα στα σύνορα της γνώσης και της ελευθερίας που προσιδιάζουν και εναρμονίζονται προς την ανθρώπινη φύση.
Κάθε σημείο και κάθε στοιχείο του ελληνικού ναού αποκρούει σταθερά την υπερβολή και το αφύσικο, την υπέρογκη αίσθηση, και τη δυσαναλογία ή την ψυχική ανασφάλεια. Ασυμμετρίες, εκκεντρισμοί, και παραδοξότητες τύπου Βαβέλ, Πυραμίδων ή των πολύπλοκων και αντιφατικών ινδικών αρχιτεκτονημάτων αγνοούνται από την αρχιτεκτονική αντίληψη των Ελλήνων.
Στην Ελλάδα το οικοδομικό αισθητήριο, φιλτραρισμένο από την ορισμένη μέσα στη φυσικότητα και το μέτρο για το θείο ιδέα, έχει ένα οργανικό, απέριττο, και ήμερο ήθος. Το κατοικητήριο του θεού είναι μια σε μικρογραφία αναπαράσταση του ελεύθερου υπαίθριου χώρου, όπως αυτός έχει πλασθεί από το χέρι του Δημιουργού, για να υπακούει στις αρχές και τους νόμους που ονομάζομε τάξη και αρμονία της φύσης.
Αλλά το κύριο στοιχείο, που παρέχει τους επίσημους και κυρωμένους τίτλους για την καταγωγή της ιδέας του θείου από τα κοιτάσματα της ανθρώπινης φρόνησης και της εγκόσμιας σοφίας στους Έλληνες, είναι η επιλογή του είδους της γραμμής στο σχήμα του αρχαίου ναού.
Είναι γνωστό ότι στη μορφή της ελληνικής αρχιτεκτονικής βασιλεύει η ευθεία γραμμή. Η καμπύλη, στην ακεραιωμένη της μόνο και την ολόκληρη έκφραση, εμφανίζεται αποκλειστικά στους κιονικούς ρυθμούς - δωρικός, ιωνικός, κορινθιακός - με το σχήμα του κύκλου, ο οποίος μέσα στο χώρο της γεωμετρίας εθεωρείτο από τους Έλληνες το τελειότερο σχήμα.
Για να κατανοήσουμε το νόημα και τη σημασία της ευθείας στην ελληνική αρχιτεκτονική, πρέπει να αναφερθούμε συνοπτικά στη φυσική ποιότητα, το γεωμετρικό λόγο, και τον αισθητικό χαρακτήρα που συνιστούν το περιεχόμενο και την εσωτερική φυσιογνωμία αυτής της γραμμής.
Η ευθεία είναι η γραμμή της ισορροπίας. Τα εσωτερικά στοιχεία, οι συσχετίσεις, οι αναλογίες των αντιθέσεων, και ολόκληρο το σύστημα των δυναμικών φορτίων που έχουν εναποθηκευθεί από τη φύση και λειτουργούν αόριστα μέσα στη γεωμετρική υφή των γραμμών και των σχημάτων, προκειμένου για την ευθεία γραμμή έχουν κατακτήσει το απόλυτο όριο της ισορροπίας τους.
Η ευδαιμονική γαλήνη, το κατορθωμένο φτάσιμο, και η ώριμη κατάσταση της αρμονίας είναι το κύριο γνώρισμα και ο βαθύς λόγος της ευθείας. Μέσα στη γραμμή δεν υπάρχει το ατέλεστο και το ασυντέλεστο, ούτε η απορία, η αναζήτηση, η έλλειψη, ο αγώνας και η αγωνία. Η ευθεία εκφράζει και ορίζει την εντελέχεια της γραμμής κατά την έννοια ότι η βασική πνευματική, και κατά προέκταση οντολογική της κατάσταση είναι η ακινησία.
Οποιοδήποτε είδος γραμμής λάβει τη μορφή της ευθείας σημαίνει ότι εξάντλησε και ολοκλήρωσε τον εσωτερικό του δυναμισμό. Το περιεχόμενο της πρότασης αυτής μπορούμε να το εννοήσουμε, όταν φαντασθούμε μια δυναμική καμπύλη. Μια ελαστική λ.χ. μετάλλινη βέργα σε σχήμα καμπύλης. Λέγομε ότι η καμπύλη αυτή είναι ελλιπής και ασυντέλεστη κατά την έννοια ότι, για να διατηρεί τη μορφή της, πρέπει να επενεργεί επάνω της και να την συγκρατεί συνεχώς κάποια εξωτερική δύναμη. Εάν αυτή η δύναμη λείψει, τότε η ελαστική καμπύλη εκτινάσσεται, αποφορτίζεται από την εσωτερική της δυναμική και αυτόματα παίρνει τη μορφή της ευθείας. Τότε ισορροπεί, καταντά σε ακινησία, και όλες οι εσωτερικές της δυνάμεις φθάνουν στο τέλος τους. Στο τέλος με την έννοια που έδιναν στη λέξη οι Έλληνες : του πέρατος δηλαδή, αλλά και του σκοπού.
Σύμφωνα με την πιο πάνω αναλυτική συλλογιστική, η κυρίαρχη παρουσία της ευθείας γραμμής στην ελληνική αρχιτεκτονική ερμηνευτικά σημαίνει τη μεταφυσική ισορροπία. Την κατάσταση της γαλήνης και την αισθητική ευδαιμονία σαν το γενικό αποτέλεσμα της αισθητικής τους βίωσης.
H ανησυχία τους δηλαδή και η αγωνία τους στην αναζήτηση του θείου αφού προϋπόθεσε και εξάντλησε ακέραιο το πνευματικό της ξετύλιγμα, έφτασε στην κατάσταση της απόλυτης ισορροπίας, ακριβώς επειδή την παιδαγώγησε και την φρονημάτισε ο χαλινός και η πέδηση του ενδοκοσμικού της προσανατολισμού.
Με τον τρόπο αυτό η λογική προτεραιότητα στο στοχασμό των Ελλήνων εμφανίζεται με τον ιδικό της τρόπο στην αρχιτεκτονική τους δημιουργία.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το θρησκευτικό τους βίωμα υπήρξε επιπόλαιο. Ότι δεν τόλμησαν δηλαδή να καταδυθούν στο βυθό της υπερβατικής περιοχής. Αντίθετα, σημαίνει ότι η θρησκευτική αγωνία και πάλη τους ήταν υποδειγματικά και αρχέτυπα οδυνηρή και γνήσια, γιατί ήταν υποδειγματικά και αρχέτυπα ανθρώπινη.
Είχε δηλαδή τη σύνεση και τη σοφία να μην παραγνωρίσει τις ανθρώπινες δυνατότητες, και ασεβώντας προς την ανθρώπινη φύση - κάτι που οι Έλληνες στην περιοχή της τραγικής ποίησης θα το ονομάσουν ύβρι, και θα το θεωρήσουν σαν το βαρύτερο έγκλημα στο χώρο της ηθικής πράξης - να διασπάσει τα όρια του ανθρώπου, καταστρέφοντας και διαλύοντας την προνομία της ύπαρξής του στα ανούσια και ανόητα πλάσματα της φαντασίας του.
Ο Πίνδαρος, ένας καλλιτέχνης και στοχαστής πρώτου μεγέθους, αλλά ταυτόχρονα και βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος, θα περιγράψει την από τους Έλληνες επιλογή αυτού του μεταίχμιου ανάμεσα στην υπερβατική και την ενδοκοσμική πραγματικότητα με μια αδαμάντινη μουσική φράση: "μη, φίλα ψυχά, βίον αθάνατον/ σπεύδε, ταν δ'έμπρακτον άντλει μαχανάν.". (Ω ψυχή μου, μη ζητάς αθάνατη ζωή. Πορέψου μόνο με τον τρόπο, που σύμμετρος στην πράξη σου είναι).
Τα αετώματα της ελληνικής αρχιτεκτονικής είναι δηλωτικά αυτής της εναγώνιας ισορροπίας. Εκφράζουν τη γαλήνη μέσα στην ανησυχία. Εκφράζουν τη γνώση μέσα στην άγνοια, όπως θα περιγράψει γνωσιολογικά το πρόβλημα ο Σωκράτης. Και την αρμονία μέσα στις αντιθέσεις, σύμφωνα με τη βασική ηρακλείτεια θέση (παλίντροπος αρμονίη).
Τα αετώματα με τις δύο ανερχόμενες ευθείες, που απολήγουν στην ακμή της κορυφής, είναι ένας γραμμικός συνδυασμός μεταξύ της ευθείας και της καμπύλης. Ερμηνευτικά περιγράφουν μ'έναν κυριολεκτικά καίριο τρόπο την εναρμόνιση του λογικού και του υπέρλογου, του εντεύθεν και του εκείθεν, του μορφικού και του άμορφου, του διονυσιακού και του απολλώνειου.
Με την έννοια αυτή μπορεί να γίνει κάπως κατανοητό, γιατί ο Παρθενώνας, ο ναός της παρθένου Αθηνάς, με την κυκλική ολοκλήρωση των δωρικών κιόνων, την παράλληλη διάταξη του συστήματος των ευθειών, την εντόπια λευκή ύλη της Πεντέλης, και τις δύο απολήξεις των αετωμάτων του προς την κατεύθυνση του ουρανού, είναι το τέλειο αρχιτεκτονικό μνημείο των Ελλήνων, που συμβολίζει την αιώνια ουσία του κλασσικού πολιτισμού.
Για μια αντιπαραθετική θεώρηση του μεταφυσικού προβλήματος στην Ελλάδα με βάση την αρχιτεκτονική τέχνη της, που έχει σκοπό να εξυπηρετήσει την πληρέστερη κατανόηση, παρατηρούμε ότι στη χριστιανική αρχιτεκτονική η βασική γραμμική φόρμα είναι η καμπύλη (τόξα, αψίδες, τρούλλος, στοές κ.λ.π.). Η χριστιανική καμπύλη εκφράζει την υπερκέραση της λογικής από το συναίσθημα, την ανειρήνευτη τάση του πιστού προς το άπειρο.
Στο σημείο αυτό εντοπίζεται μια βασική διαφορά ανάμεσα στη χριστιανική θρησκεία και στην κλασσική Ελλάδα, που ουσιαστικά είναι δύσκολο οποιοσδήποτε συνδυασμός ή συμφιλίωση να την απαλείψει. | |
| | | | H ENNOIA TOY ΘΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ - ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ | |
|
Παρόμοια θέματα | |
|
Παρόμοια θέματα | |
| |
| Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή | Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
| |
| |
| |
|