Έρχεται. Σκίζει τα νερά ο Poetic ο ποιητικός και ο ποιητής έρχεται...
Μπήκα σαν κάθε μέρα να σε δω, να δω πού βρίσκεσαι, και είδα να σας πλησιάζει. Κύμα το κύμα και οργιά με την οργιά...
Ξημέρωσε εκεί; Εδώ είναι μεσημέρι.
Και πίσω του μια Μπουμπουλίνα:
δυο Μπουμπουλίνες λοιπόν και ένας ποιητής ανάμεσα
να τραγουδήσει πρέπει και τη μια και την άλλη!
Κι αλήθεια, έχω απορία, Μπουμπουλίνα το λένε μα έχει άραγε κι αυτό μια αληθινή Μπουμπουλίνα;
Σαν εκείνη που είδα προχτές στο face book και ξετρελάθηκα...
Επάνω στο φτερό της γέφυρας να ανεμίζει ολάκερη!
Κι επειδή την αληθινή Μπουμπουλίνα της παρέας δεν μπορούμε να την ανεβάσουμε (προσωπικά δεδομένα, ε; ) βάζουμε τουλάχιστον μια φωτογραφία ακόμη της άλλης. Γκαζάδικο κι αυτό.
Μα πόσο πετρέλαιο ρουφάνε εκεί κάτω; Όλα πια τα καράβια της γης εκεί κουβαλάνε το λαδάκι;
Έλληνας πάντως και ο Ποιητής, ελληνίδες (τι άλλο; ) και οι Μπουμπουλίνες...
Μεγάλη και τρισένδοξη ελληνική ναυτιλία! Σε ρόλο ιερό. Να ξεδιψάσει τους κολασμένους της γης από την ακόρεστη δίψα τους για ενέργεια... που ρουφάν και ρουφάν και χορτασμό δεν έχουν...
Ναι, ξέρω, εσύ τη θάλασσα και μόνο αγαπάς. Εγώ, μη βλέπεις, μεγάλωσα πολύ, και βλέπω και τα άλλα. Προς τι και γιατί; Τόση αγάπη και τόσος έρωτας σπαταλημένος σε ανόσιους βωμούς.
Τι κι αν ξοφλήσανε οι γαλέρες των ρωμαίων; Έχουν στοιχειώσει στους ωκεανούς τα δικά τους φαντάσματα. Υπηρετώντας πάντα το ιμπέριουμ...
Κι οι ναυτικοί; Μοντέρνοι σκλάβοι της γαλέρας;
¶στο. Μη σκέφτεσαι τέτοια εσύ. Μα εγώ, σου είπα. Μεγάλωσα. Και δεν μπορώ να μην τα σκέφτομαι κι αυτά...
Μπορώ να κάνω και αλλιώς; Είναι βλέπεις και τα ονόματα. Μα πού παν και τα βρίσκουν τα ονόματα; Ίσα ίσα να μας θυμίζουν τους ποιητές και να αγριεύει το θηρίο μέσα μας. Για την οδύσσεια της φυλής και του ανθρώπου...
Κι εκείνη τη γριούλα πια, με τους τριάντα σχεδόν αιώνες στα μαλλιά... να πλέκει νύχτα μέρα το ταφίηον φάρος. Όχι, δεν είναι του Λαέρτη. Το δικό μας είναι. Το σάβανο το θλιβερό της μεγάλης λαχτάρας του έλληνα να πλέει και να διαπλέει θάλασσες αναζητώντας Ιθάκες. Και που τον καταντήσανε να κουβαλάει λαδάκι στους αγρίους της τρίτης χιλιετίας της νέας εποχής...
Ναι, δε φταίω εγώ. Ο ποιητής, σου λέω. Που έρχεται, πλησιάζει... Πλησίασε και αγκυροβόλησε...
Η Μπουμπουλίνα βλέπω συνεχίζει. Σαν Μπουμπουλίνα. 6,3 κόμβοι. Θα αράξει κι αυτή. Τι μπορεί άλλο να κάνει; Δεν προλαβαίνουν εκεί κάτω να ξεφορτώνουν το πετρέλαιο... Αρόδο τα καράβια να περιμένουν τη σειρά και την αράδα τους...
Τρία καράβια ελληνικά. Τρία γκαζάδικα. Φορτωμένα μαύρο χρυσό...
Το ξεροκόμματο για το ναυτικό και το υπόλοιπο σακί για τον αφέντη. Τον καραβοκύρη... και όλα τα άλλα αφεντικά της γης.
Επιμένεις ακόμη πως δεν είμαστε σκλάβοι σε ρωμαϊκή γαλέρα; Δε λέω, μοντέρνοι σκλάβοι. Και οι γαλέρες, μην ξεχνάς, εκσυγχρονίστηκαν κι αυτές. Δεν ταξιδεύουν με κουπιά και πανιά...
Οι ναυτικοί όμως συνεχίζουν να "τραβάνε κουπί". Και οι άλλοι συνεχίζουν να απομυζούν το δικό τους κόπο, τον ιδρώτα τους και ενίοτε και το αίμα τους.
5,4 οι κόμβοι της Μπουμπουλίνας. Αμέτρητοι και χιλιάδες οι δικοί μας...
Θα αράξει. Εμείς;
Τώρα δε θα σου πω μη σκέφτεσαι. Να σκεφτείς πρέπει. Και να μετρήσεις τους κόμπους. Γιατί εσύ δεν είσαι εκεί για το κομπόδεμα. Σωστά;
Να σκεφτείς λοιπόν. Για να ξέρεις τουλάχιστον γιατί είσαι εκεί...
Παρέα με ποιητές και μπουμπουλίνες. Πίσω από τα ονόματα και κάτω από την επιφάνεια. Να ξύσεις τη μπογιά. Να τη γδάρεις. Μέχρι να βρεις την αλήθεια.