Αγλαν
τζιά. Τη βλέπετε μες τη μέση του χάρτη; Με παχύ, κυπριακό το τζια... Ένας χρόνος υπέροχος. Ένας χρόνος δάκρυα κάθε μέρα. Την ώρα που έφευγα για το Πανεπιστήμιο και έπιανα την κατηφόρα. Αντικρύ ο Πενταδάχτυλος. Αντικρύ και η σημαία της ντροπής μας.
Θυμάμαι, δεν πρόκειται ποτέ να την ξεχάσω, εκείνη την αυθόρμητη παρατήρηση μιας φίλης Κύπριας:
"Ευτυχώς πέρυσι εχιόνισε και δεν το εβλέπαμε... Φέτος όμως έχουμε κακό χειμώνα. Μόνο βροχές ρίχνει..."
Εσείς που δεν πήγατε Κύπρο, δεν μπορείτε να καταλάβετε. Δεν μπορείτε να νιώσετε αυτή τη βαθιά ντροπή. Το μαχαίρι που σου σκίζει τα σωθικά. Τουλάχιστον ξέρετε τον Μόντη; Τον Κώστα Μόντη, τον ποιητή της Κύπρου; Ίσως ο δικός του λόγος να δώσει εκείνα, που το νιώθω, δεν μπορώ εγώ:
Πενταδάχτυλος—Ιούλιος-Αύγουστος 1974 Να που χρειάστηκε τώρα
η μούντζα της απαλάμης σου,
να που ξηγήθηκε τώρα
η ανεξήγητη μούντζα της υψωμένης απαλάμης σου.
Μούντζωσέ μας, Πενταδάχτυλε ακριβέ,
έτσι π' αφήσαμε τόσο άφρονα
να τουρκοπατηθείς.
Κώστας Μόντης ("Πικραινόμενος εν εαυτώ", 1975)Ο Πενταδάχτυλος! Που έλαβε το όνομα από το μύθο του Διγενή. Έπιασε, λένε, ο γίγαντας, με τη χερούκλα του την κορυφογραμμή του όρους, για να το δρασκελίσει κυνηγώντας τους Σαρακηνούς. Και από τότε άφηκε κει πάνω το σχήμα της απαλάμης του για πάντα. Ένα σύμπλεγμα βράχων, ίδιο με ορθωμένη παλάμη. Με πέντε δάχτυλα. Κι έτσι Πενταδάχτυλο τον είπαν.
Μύθος και παραμύθι. Μα η πικρή πραγματικότητα έκανε τον ποιητή να ερμηνεύσει του βουνού το σχήμα με όσα έπνιγαν την ψυχή του. Χαρακτηριστική και η παρακάτω εικόνα, εμπνευσμένη από τους στίχους του Μόντη:
Πίσω από τούτο το βουνί, πίσω από την ανοικτή απαλάμη του που με μούντζωνε μήνες εννιά, κι ούτε μια μέρα χιόνι για ανάπαψη... βρίσκεται το Ριζοκάρπασο.
Δεν το είδα ποτέ από κοντά. Μόνο το άκουσα στους αγέρηδες που αλυχτούσανε σαν έβρεχε. Και το μάζευα δάκρυα από τα αστέρια τις νύχτες.
Δεν μπορείτε να το νιώσετε αυτό. Αν δεν βρεθείτε εκεί, αν δε δείτε τον πόνο τον αγιάτρευτο στα μάτια της κοτσιάκαρης (=γριάς) που καρτερά τη λευτεριά και δηλώνει πως θα γυρίσει αν είναι και μπουσουλώντας στο χωρκό της. Αχ, αυτά τα κυπραίικα. Να γιομίζει ο στόμας σου και να χορταίνει λέξη. Αφού άδεια στέκει σου η καρδιά και πηγμένος ο νους. Αποκούμπι κι αυτό στον πλούτο της γλώσσας. Τα χωριά γίνονται χωρκά και τα μάτια, μάθκια... Και το σπίτι; Αχ, το σπίτι. Ποιο σπίτι; Σαν τη χελώνα το κουβαλά ο πρόσφυγας, καβούκι της ψυχής του. Γιατί το άλλο του το αρπάξανε και σπίτι του πια δεν είναι. "Έσω μου" λαλεί, και σημαίνει αυτό σημαία και σημάδι πως εκεί είναι το μόνο σπίτι του. Και πουθενά αλλού. Ναι, "έσω μου" και "έσω σου"... Έτσι λένε τα σπίτια οι Κυπραίοι.
Μα εμείς οι "Καλαμαράδες" ακούμε και δε νογάμε. Γιατί εμείς δε ζήσαμε εκείνες τις αποφράδες μέρες. Δεν είδαμε τον ουρανό του μεσημεριού να γίνεται νύχτα πηχτή και να βρέχει φωτιά και θάνατο. Δεν ακούσαμε τις σειρήνες να ουρλιάζουν. Δεν τρέξαμε εμείς αλαλιασμένοι να γλιτώσουμε. Και πού να τρέξεις; Πού να κρυφτείς; Μια χούφτα τόπος η Κύπρος και γύρω γύρω θάλασσα.
Έτσι έγινε και ξέμειναν πίσω, αποκλεισμένοι, εγκλωβισμένοι, πάνω στον πανικό και στο χάος, οι Ριζοκαρπασίτες. Να φύγουν για πού; Πίσω τους θάλασσα, μπροστά τους Τούρκοι μιλιούνια. Κι έμειναν εκεί να καρτεράνε την τύχη τους να αποφασίσει. Κι εκείνη χωρίς χρονοτριβή άρπαξε τα τεφτέρια της και επιδίκασε σε άλλους θάνατο, σε άλλες της σάρκας την ατίμωση, και σε πολλούς της σκλαβιάς το ζωντανό και ατέλειωτο χαροπάλεμα.
Αυτοί είναι οι εγκλωβισμένοι που σας λαλώ. Αυτοί που πέρασαν τα τριάντα χρόνια καθημερινό μαρτύριο και όμως ακόμη αντέχουν να φυλάγουν Θερμοπύλες. Με τα στρατεύματα κατοχής, με τους τουρκοκύπριους αφεντικά πια, με τους έποικους ληστές και ασύδοτους.
Και όμως, σ' αυτό το χαμό, όσο και αν δε το χωρά ο δικός μας νους, απαίτησαν και κατάχτησαν να έχουνε σχολειό για τα παιδιά τους. Δημοτικό στην αρχή. Μόνο δημοτικό. Και σαν έφτανε η ώρα που το παιδί τέλευε και έπαιρνε το χαρτί του, άνοιγαν οι πύλες της κόλασης. Ο ζωντανός ο χωρισμός. Έφευγε το παιδί μονάχο του για τις ελεύθερες περιοχές, να συνεχίσει σπουδές. Κι έμεναν πίσω οι γονείς πεντάρφανοι. Να κρατάνε τα χώματα. Και την ελπίδα ζωντανή. Όσο του γράφτηκε του καθενός. Γιατί πολλές ήταν οι φορές που η απανθρωπιά του κατακτητή έκλεινε το δρόμο της επιστροφής σε όσα παιδόπουλα έφευγαν. Ακόμη και αν ζητούσανε άδεια μιας μέρας να νεκροφιλήσουν τους γονείς που άφησαν πίσω. Ούτε και για κηδείες δεν έδιναν άδειες...
Αν δεν πας εκεί, αν δεν τα δεις από κοντά, αν δεν τα ακούσεις από τους ίδιους, κι αν δε διαβάσεις στα μάτια τους όσα το στόμα δεν μπορεί να πει... δεν καταλαβαίνεις. Σου λένε για πράγματα που γίνονται τώρα κι εσύ νομίζεις πως σου μιλούν για τον καιρό της δικής μας τουρκοκρατίας ή για παραμύθια που δεν μπορεί να συμβαινουν στην "πολιτισμένη" εποχή μας. Μόνο εκεί και μόνο αν καταφέρεις να σηκώσεις τον μπερντέ της ευζωίας και της καλοπέρασης. Αν μπορέσεις να κατακτήσεις την εμπιστοσύνη τους και να παραμερίσεις την αξιοπρέπεια και το δικαίωμά τους να μην τους λυπούνται. Μόνο, δηλαδή, αν τους αγαπήσεις αληθινά. Τότε ανοίγει την καρδιά του ο Κύπριος και σου λέει την αλήθεια που δε θα τη βρεις πουθενά αλλού. Ούτε ειπωμένη ούτε πολύ περισσότερο γραμμένη.
Εγώ την άκουσα μια μέρα μεσημέρι. Και δεν την είπαν λόγια. Δεν την ομολόγησε στόμα. Τέτοιες αλήθειες δε χωράνε σε στόμα. Πνίγουν...
Τον λέγανε Χριστάκη. Δεν ξέρω γιατί, αλλά τους Κύπριους, ακόμη και άντρες ολόκληρους, σε άκη τους φωνάζουν. Χριστάκη, Γιαννάκη κλπ. Και τους γράφουν ακόμη. Και το φίλο μου "Χριστάκη" θα τον δείτε να τον αναφέρουν στις σελίδες του Φιλελεύθερου, της εφημερίδας που χρόνια υπηρετεί ως δημοσιογράφος.
Με το Χριστάκη γνωριστήκαμε όταν ακόμη ήμασταν παιδιά. Τότε που η πατρίδα του κόπηκε στα δυο και το χωρκό του βρέθηκε στη λάθος μεριά... Ο Γερόλακκος. Μια δρασκελιά δρόμος από τη Λευκωσία. Μια ζωή μακριά ο Χριστάκης από τον τόπο του.
Εκείνο τον καιρό μας είχε πιάσει όλα τα κορίτσια να βοηθήσουμε τα αδέρφια μας στην Κύπρο. Και στέλναμε γράμματα. Σε ανθρώπους που δε γνωρίζαμε παρά από φωτογραφίες. Τίποτα το πονηρό. Μόνο η ανάγκη να τους σταθούμε στις δύσκολες ώρες. Έτσι βρέθηκα κι εγώ να αλληλογραφώ με το Χρηστάκη. Κι έπειτα τα χρόνια πέρασαν και χαθήκαμε. Και μόνο σα βρέθηκα στη Λευκωσία για σπουδές ήρθε μια μέρα στο νου μου ο παιδικός μου φίλος. Ευτυχώς θυμόμουνα το όνομα. Τίποτα άλλο. Κι ευτυχώς η Κύπρος είναι μικρός τόπος. Τον βρήκα από τη cyta, το δικό τους ΟΤΕ. Και συναντηθήκαμε επιτέλους από κοντά... Ώρα μείναμε να κοιτάμε ο ένας τον άλλο. Παράξενη αίσθηση. Ένας άγνωστος που γνωρίζεις και σε γνωρίζει...
Κι έπειτα πήραμε και λέγαμε και λέγαμε και δε σταματούσαμε. Τα παλιά που ζωντάνεψαν ξαφνικά και όλα τα ανάμεσα που αγνοούσαμε ο ένας για τον άλλο. Παντρεμένος εκείνος πια, αρραβωνιασμένη τότε εγώ... Πού να χωρέσουν σε λόγια τόσα χρόνια;
Έτσι πιάσαμε τη φιλία μας ξανά κι ας λένε πως ανάμεσα σε άντρα και γυναίκα δε χωρά φιλία. Και χωράει και ο Χριστάκης δεν είναι ο μόνος μου φίλος. Λίγο καιρό μάλιστα αργότερα γνώρισα και τη γυναίκα του, την Άντρη, ένα καταπληκτικό κορίτσι και στην εμφάνιση και στην καρδιά. Και με ζήλεια ανύπαρκτη. Έτσι συνεχίσαμε να βγαίνουμε με το Χρηστάκη και να γυρνάμε σε βουνά και μοναστήρια κι άλλοτε πάλι δίναμε ραντεβού και οι τρεις σε ένα "ταβερνούι" στον Άγιο Αντώνιο... Αυτά τα υπέροχα κυπριακά ταβερνάκια με τα δεκάδες πιάτα μεζέδες.
Ένα μεσημέρι λοιπόν βλέπω το φίλο μου και σκάει μύτη ξαφνικά στη μικρή μονοκατοικία που είχαμε νοικιάσει με τη συμφοιτήτριά μου στην Αγλαντζιά. Παχύ το τζια... το είπαμε αυτό...
Είσαι μου, λέει, για βόλτα; Ρώταγα πού, αλλά δεν έλεγε. Τάχα μου για έκπληξη. Έκανα πως τον πίστεψα, μα κατάλαβα πως κάτι έτρεχε. Δε θα ήταν αυτή βόλτα σαν τις άλλες...
Στάση πρώτη... ένα φυλάκιο μέσα στην πόλη. Το ξέρετε δα πως η Λευκωσία είναι χωρισμένη στα δυο. Από δω η ελεύθερη πόλη, από κει τα κατεχόμενα. Και στη μέση η πράσινη γραμμή... Αυτή τη γραμμή πιάσαμε εκείνη την ημέρα. Και πηγαίναμε και μου έλεγε. Όλες τις μνήμες και τα γεγονότα. Σαν τρίτος και σαν παρατηρητής. Εδώ ετούτο, εκεί το άλλο. Και παρακάτω ... το φίλο που τον "έπαιξαν" δυο σφαίρες οι τούρκοι και τον ξάπλωσαν κάτω...
Κι έπειτα πιάσαμε το δρόμο που βγαίνει έξω από την πόλη. Πάντα δίπλα στην πράσινη γραμμή. "Είσαι;", με ξαναρώτησε. Και κατάλαβα. Δε χρειάστηκε να το εξηγήσει. "Είμαι", του λέω. Και στρίβει το αμάξι και μπαίνουμε. Εκεί που ανθρώπου πόδι είχε χρόνια να πατήσει. Μέσα απ' την πράσινη γραμμή. Μέσα στη νεκρή ζώνη...
Χρειάζεται να το ξαναπώ πως αν δεν το ζήσεις, δεν το νιώθεις; Και άμα το ζήσεις, δεν το ξεχνάς; Μιλάμε για εκείνα τα λίγα και ελάχιστα της ζωής μας που μας αλλάζουν. Και μας σημαδεύουν παντοτινά.
Ότι φοβάσαι, δεν το συζητώ. Ο λαιμός μου είχε στεγνώσει. Καταλάβαινα τον κίνδυνο. Κι άλλο τόσο δεν τον λογάριαζα. Τέτοιες στιγμές δεν αποφασίζεις εσύ. Κάποια αόρατη δύναμη σε σπρώχνει να μάθεις. Να γευτείς. Να ζήσεις.
Φτάσαμε σε ένα φυλάκιο. Σταματήσαμε και κατεβήκαμε. Ήταν φυλάκιο του ΟΗΕ. Μας πλησίασαν με τα όπλα προτεταμένα. Να πω την αλήθεια, δεν το περίμενα. Δεν είχαμε κάνει πια και έγκλημα.
Οι εξηγήσεις δόθηκαν στα αγγλικά. Ευτυχώς όλοι οι Κύπριοι μιλάνε καλά αυτή τη βαρβαρική γλώσσα. Καταλάβαινα τι έλεγαν, αλλά φυσικά δεν έβγαλα τσιμουδιά. Θα με πρόδιδε η φωνή μου πως φοβόμουν και δεν το ήθελα με τίποτα.
Ο Χριστάκης, ατάραχος. Με ολύμπια αταραξία θα έλεγα. Τους είπε καθαρά τι θέλαμε. Να δούμε το χωρκό του, το σπίτι του... Το σπίτι που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Όχι από κοντά. Μόνο από τα μεγάλα κυάλια του φυλακίου. Και δίπλα στην αλήθεια είπε και ένα ψέμα, για να συγκινήσει. Με έδειξε και είπε: "My wife"... Έκανα πως δεν κατάλαβα. Έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε τίποτε να καταλάβω πέρα από την προσπάθεια ενός ανθρώπου να δει και να δείξει το σπίτι του...
Ατάραχος και ο Οηές... Δεν είναι σπίτι σου, δεν είναι χωριό σου, του απάντησε. Εκεί είναι τώρα Τούρκοι. Αυτό που κάνατε είναι παράνομο, συνέχισε. Κανονικά θα έπρεπε να σας συλλάβω.
Στραβοκατάπια την αγωνία μου. Υπάλληλος του ελληνικού υπουργείου παιδείας να διαταράζει τις διεθνείς συμφωνίες για ειρήνη στην Κύπρο... Δε θα ήταν και το καλύτερό μου. Προφανώς δε θα ήταν καλό ούτε για την κυπριακή κυβέρνηση που με φιλοξενούσε εκεί ως υπότροφη... Το λιγότερο που θα με περίμενε θα ήταν το πρώτο αεροπλάνο και πίσω. Νομίζω ότι εκείνο το "my wife" μας έσωσε... Ίσως ο Οηές, με όλη την αγριάδα που προσπαθούσε να μας πουλήσει, να είχε κι εκείνος μια γυναίκα κάπου να τον περιμένει... Γλιτώσαμε λοιπόν τη σύλληψη, αλλά οι κανονισμοί, κανονισμοί.
Η εντολή μας δόθηκε κοφτά και χωρίς περιθώρια για αντιρρήσεις. Θα γυρίσετε πίσω από τον ίδιο δρόμο που ήρθατε. Δε θα σταματήσετε πουθενά. Θα σας παρακολουθούμε συνέχεια μέχρι να βγείτε από την απαγορευμένη περιοχή.
Χαιρετίσαμε και φύγαμε τα πίσω μπρος... Στην αρχή δε μιλούσε κανένας. Βουβοί εμείς, βουβός και ο τόπος. Ούτε πουλί δεν πέταγε. Νεκρή ζώνη όνομα και πράγμα.
Κι έπειτα άκουσα όλες τις κυπραίικες βρισιές μαζεμένες. Η οργή, η πίκρα, η αγανάκτηση... χείμαρρος ασυγκράτητος από τον πάντα ήρεμο φίλο μου. Τα έσυρε εξ αμάξης σε όλα τα μεγάλα κεφάλια της γης. Που έτσι καταντήσανε τον τόπο του. Που τους ξεριζώσανε από τη γη των παππούδων τους.
Κι έπειτα σαν ηρέμησε λίγο, άρχισε να μιλά. Εκ βαθέων πια και όχι σαν δημοσιογράφος. Είδαμε την καλυβούλα του παππού, τον αχυρώνα που έκανε το πρώτο του τσιγάρο, εκεί που έμαθε τι είναι το φιλί... και όλες τις παιδικές σκανταλιές που πρόλαβε να ζήσει πριν τον διώξει ο πόλεμος και τον κάνει μέσα σε λίγες ώρες από παιδί άντρα. Έλεγε, έλεγε ... και δε σταματούσε. Κι εγώ μόνο άκουγα. Τέτοιες στιγμές μόνο ακούς. Και μετράς τις λέξεις, μετράς τις σιωπές, τις απότομες αλλαγές της φωνής. Κι εκεί η ψυχή πικρότερο αγρικά τι έχασαν, τι έχουν, τι τους πρέπει οι πρόσφυγες και οι ξεριζωμένοι όλης της γης.
Και ζεις μέσα σε λίγη ώρα μια ολάκερη ζωή...
Αργότερα, έξω πια από τη ζώνη της ντροπής... βρεθήκαμε σε ένα δικό μας φυλάκιο. Τα είχαν δει όλα. Μας περίμεναν. Μας κέρασαν καφέ και μερικές γλυκές ήρεμες κουβέντες για να πάει η ψυχή στον τόπο της. Τους είπαμε με λίγα λόγια τι έγινε. Και μας οδήγησαν στα κυάλια... Επιτέλους, ο Γερόλακκος ήταν μπροστά μου. Και το σπίτι. Το σπίτι που γεννήθηκε ο φίλος μου. Και μια μπουγάδα απλωμένη στην αυλή. Δίχως ούτε ένα δικό του ρουχαλάκι... Μια γυναίκα φαινόταν στο κατώφλι. Και δεν ήταν η γυναίκα του φίλου μου, η γλυκιά μου η Άντρη.
Έπειτα η μπουγάδα χάθηκε. Πάει και η γυναίκα. Ένα παιδάκι έτρεχε αμέριμνο στον κήπο. Σαν όλα τα παιδιά του κόσμου. Χαρούμενο και ήρεμο. Και μια μανούλα, σαν όλες τις μανούλες του κόσμου, βγήκε στο παραθύρι και το φώναξε: Πρόσεχε, Χριστάκη μου, πρόσεχε παιδί μου!
Έσπρωξα πέρα τα κυάλια. Δεν τα χρειαζόμουνα πια. Έπιασα τρυφερά το χέρι του φίλου μου... ένα μικρό παιδάκι έπιανα εκείνη την ώρα. Πάμε, Χριστάκη, του είπα. Θα ανησυχεί η Άντρη. Λείπουμε πολλές ώρες...
_________________________________________
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Αναδημοσίευση... γιατί όσα χρόνια κι αν περάσουν κάποιες μνήμες δε σβήνουν και μένουν αναμμένα κάρβουνα να μας βασανίζουν και να μας πικραίνουν...