Αντώνης Κατσαντώνης.
15. Κτηνώδη βασανιστήρια.
Τον Κατσαντώνη οδήγησαν και πάλι δεμένο ασφυκτικά(!) μπροστά στον αμείλικτο Αλή πασά. Αν και βαριά άρρωστος, η στάση του ήταν αγέρωχη, γεγονός που εξόργισε τον τύραννο. Ωστόσο, πήρε ένα μειλίχιο ύφος και ρώτησε δήθεν με αφέλεια τον Κατσαντώνη: «Γιατί, βρε, να μου σκοτώσεις τον Βεληγκέκα»;
Ατάραχος ο ήρωας, αφού έδειξε με τα μάτια το τουφέκι του που κρατούσε ένας από τους φρουρούς του, του απάντησε: «Ε! αφέντη μου, σαν το είχα τούτο για στα χέρια, έπρεπε να το δουλέψω»!
Ο πασάς έγινε θηρίο ανήμερο. Απέβαλε το ήπιο (θεατρινίστικο) ύφος και έδωσε με νεύμα διαταγή να τον θανατώσουν με βασανιστήρια.
Όλη τη νύχτα τον βασάνιζαν ανελέητα οι δήμιοί του, σπάζοντας με σφυριά τα κόκκαλα των χεριών και των ποδιών του.
Αυτά τα βασανιστήρια είχε αποφασίσει ο πασάς για τον Κατσαντώνη και τον αδερφό του. Εκτελεστής της ποινής ορίστηκε ο ανιψιός ενός από τους δερβέναγες που είχε σκοτώσει ο Κατσαντώνης.
Τον ανιψιό του Βεληγκέκα αναφέρει ως βασανιστή του Κατσαντώνη ο Pouqueville, ο οποίος γράφει ότι είχε την εποπτεία της εφαρμογής της κτηνώδους απόφασης του τυράννου.
Άγνωστο είναι, εξάλλου, κατά πόσο αληθεύει η φήμη πως όταν ο Αλής έμαθε ότι ο Κατσαντώνης ήταν άνθρωπος του Κοσμά (του Αιτωλού) είπε πως αν του το είχε ομολογήσει, θα ζούσε.
Είναι πολύ αμφίβολο να έτρεφε ο αιμοχαρής τύραννος φιλικά αισθήματα για τον Κοσμά, τον οποίον, άλλωστε, οι Τούρκοι στραγγάλισαν!
Πολλές και διαφορετικές μαρτυρίες έχουμε για το δραματικό τέλος του μεγάλου πολέμαρχου και του αδερφού του.
Ο Φραγγίστας σημειώνει, ότι οι δήμοι μετέφεραν την παραμονή του Πάσχα τα δύο αδέρφια κάτω από έναν πλάτανο, όπου υπήρχαν ένα σφυρί κι’ ένα αμόνι. Αφού αποκεφάλισαν τον Χασιώτη, συνέτριψαν τα πόδια και τα σκέλια του Κατσαντώνη, «ο οποίος έζησε ως ήρωας και πέθανε ως μάρτυρας. Έδειξε τη μεγαλύτερη γενναιότητα και χωρίς να βγάλει ούτε ένα βογγητό, παρά τα ανήκουστα βασανιστήρια και τους πόνους που υπέφερε».
Όπως υπογραμμίζει ο Δ. Σταμέλος, η ημερομηνία της παραμονής του Πάσχα δεν είναι σωστή. Ο θάνατος του Κατσαντώνη τοποθετείται περί το τέλος Σεπτεμβρίου 1808, δηλαδή περίπου ένα μήνα μετά τη σύλληψή του στην περιοχή των Αγράφων. Αυτό βεβαιώνεται και από μαρτυρίες άλλων αξιόπιστων συγγραφέων, που είχαν ως πηγές διηγήσεις αυτόπτων μαρτύρων.
Αντίθετα με τον Φραγγίστα, ο Emerson υποστηρίζει ότι ο Κατσαντώνης, καταταλαιπωρημένος από την αρρώστια και τις αμέτρητες κακουχίες, δεν μπόρεσε να υπομείνει τα μαρτύρια κι έβγαλε μερικά βογγητά, όταν του τσάκισαν με το σίδερο τις κλειδώσεις των γονάτων του!
Συνταρακτική είναι η περιγραφή που κάνει στη συνέχεια ο συγγραφέας: Ο αδερφός του γύρισε πάνω του τα μάτια, μ’ ένα βλέμμα ανάμικτο από συμπάθεια και απορία και του φώναξε: «Τι! Αντώνη κλαις σαν γυναίκα;»
Κάποια άλλη μαρτυρία, πάντως, θέλει τα γεγονότα να συνέβησαν αντίστροφα. Όταν ο βασανιστής συνέτριβε τα πόδια και τα χέρια των δύο αδερφών, ο Χασιώτης βογγούσε από τους αβάσταχτους πόνους, ενώ ο Κατσαντώνης έμενε ατάραχος και είπε στον αδερφό του: «Σώπα, μωρέ, μη με ντόπιαζεις σα γυναίκα»!
Ο Φωτιάδης διασώζει μια άλλη, αρκετά διαφορετική εκδοχή του μαρτυρίου και των τελευτών στιγμών των δύο ηρωικών Κλεφτών. Γράφει: «Τους πήγανε στον πλάτανο, στη μικρή πλατεία του σεραγιού, που με τρόμο τον κοίταζαν οι Χριστιανοί, γιατί κάτω από τον ίσκιο του γίνονταν τα μαρτυρία. Οι σιχλιτάρηδες, μ’ αρχιδήμιο τον ανεψιό του Βεληγκέκα, ξαπλώσαν πρώτον τον Κατσαντώνη και τον δέσανε σε παλούκια. Κι’ άρχισαν μ’ ένα χοντρό πελέκι, να του κόβουν σιγά - σιγά τα δάχτυλα των χεριών του. Βόγγιξε από τον πόνο.
- Μη βογγάς, του κάνει ο Χασιώτης, ντόπιαζεις την παλικαριά σου.
Του σπάνε έπειτα τα κόκαλα των ποδιών και των χεριών του. Με τον ίδιο τρόπο βασάνισαν και τους άλλους τέσσερις κλέφτες. Τελευταίον άφησαν τον Χασιώτη.
- Αν είσαστε παλικάρια, τους λέει, μη με δένετε. Να κάθουμαι μόνος μου!
Τεντώθηκε κατάχαμα κι άπλωσε τα χέρια και τα πόδια του:
- Κόψτε με και σπάσετε τα κόκαλά μου, μ’ όποιον τρόπο θέτε!
Φέρανε σφυρί κι’ αμόνι κι’ άρχισαν να του κοπανίζουν τα κόκαλα, από αρμό σε αρμό».
Ο Χασιώτης, σαν να βρισκόταν σε συμπόσιο, σε όλο το διάστημα των βασανιστηρίων έμενε ασάλευτος και τραγουδούσε ηρωικά τραγούδια των κλεφτών. Έτσι παρέδωσε το πνεύμα!
Ο Κατσαντώνης ζούσε ακόμα. Δεν τον αποτελείωσαν. Τον έριξαν στο μπουντρούμι για να σβήσει αργά και να βασανιστεί όσο περισσότερο γινόταν.
Είναι ανακριβές αυτό που αναφέρει ο Φωτιάδης, ότι οδηγήθηκαν στα Γιάννενα και βασανίστηκαν και τέσσερα από τα παλικάρια του Κατσαντώνη. Όπως είδαμε και οι πέντε σύντροφοί του σκοτώθηκαν στη μάχη της Σπηλιάς, στο Μοναστηράκι.
Ο Leak υποστηρίζει πως ο Κατσαντώνης, όση ώρα του έσπαγαν τα πόδια, έβριζε τους Τούρκους που βρίσκονταν γύρω του και τους έλεγε πως δεν θα τολμούσαν να τον πλησιάσουν τόσο πολύ αν ήταν γερός και με λυμένα χέρια...
Η παράδοση θέλει τα δύο αδέρφια την ώρα του μαρτυρίου να σιγοτραγουδούν ένα σκοπό για τον καπετάν Δίπλα.
Αλλά και ο Χ. Χρηστοβασίλης γράφει ότι ενώ οι θηριώδεις δήμιοι τους τσάκιζαν τα κόκαλα, εκείνοι, αντί να βγάζουν σπαρακτικές κραυγές και να ολοφύρονται, τραγουδούσαν το τραγούδι του καπετάν Δίπλα και με πλήρη περιφροσύνη προς το θάνατο, παρέδωσαν το πνεύμα.
Ο Yemeniz γράφει σχετικά ότι τα δύο αδέρφια καταδικάστηκαν να συρθούν κάτω από ένα πελώριο πλάτανο, στην πύλη των Ιωαννίνων και να τους συντρίψουν τα κάτω άκρα από τους γοφούς πάνω σε αμόνι. Τον τόπο εκείνο είχε από καιρό επιλέξει ο πασάς σαν χώρο εκτελέσεων, στις οποίες παρευρίσκονταν καθισμένος στη σκιά, όπου έφτανε από μυστική υπόγεια στοά, που συνδεόταν με το παλάτι του. Ένας ανιψιός του Βεληγκέκα, για ν’ απολαύσει την ικανοποίηση της εκδίκησης, πρότεινε να είναι ο δήμιος του Κατσαντώνη.
Ακόμα και για τις τελευταίες στιγμές των δύο ηρώων υπάρχει ασυμφωνία. Άλλοι υποστηρίζουν ότι ο Κατσαντώνης ξεψύχησε, ενώ ο δήμιος αποκεφάλισε τον Χασιώτη.
Ο Αλής διέταξε να μείνει το σώμα του Κατσαντώνη για αρκετή ώρα εκεί και τη νύχτα να πεταχτεί στη λίμνη. Σύμφωνα, όμως, με την παράδοση τα σώματα των δύο Κλεφτών τα κρέμασαν στον πλάτανο και το βράδυ τα πέταξαν στη λίμνη.
Ωστόσο, ο Ι. Ράμφος υποστηρίζει, ότι οι δήμιοι τύλίξαν το σώμα του Κατσαντώνη σε μια ψάθα και το παρέδωσαν στους Εβραίους, οι οποίοι το πήγαν στην είσοδο της πόλης και το εξέθεσαν σε κοινή θέα.
Τελικά το σώμα το πήραν κρυφά δυο σημαντικές προσωπικότητες της πόλης, αφού έδωσαν ένα σημαντικό χρηματικό ποσό, και το ενταφίασαν στο προαύλιο της Μητρόπολης.
Την άποψη αυτή δέχονται και άλλοι συγγραφείς, αλλά και η τοπική παράδοση.
Ο μαρτυρικός θάνατος του Κατσαντώνη σκόρπισε απέραντη θλίψη σε όλο τον ελληνισμό, ειδικότερα όμως στην περιοχή των Αγράφων και στα μέρη όπου πολέμησε. Το χαμό του θρήνησε ο λαός και τραγούδησε το θρύλο του με αναρίθμητα επικολυρικά τραγούδια.
Γράφει ο Δ. Σταμέλος: «Το θλιβερό μαντάτο χύμηξε στις αγραφιώτικες κορφές, σα φθινοπωρινή νεροποντή κι έδερνε τη γης που λες και έκλαιγε και κείνη το χαμό του. Γύρω στις φωτιές οι άνθρωποι κοίταζαν ο ένας τον άλλο και δεν μιλούσαν. Τι να πουν; Ανασήκωναν μονάχα τα στηριγμένα στα γόνατά τους σκληρά από τη δούλεψη χέρια τους και σκούπιζαν τα μάτια τους. Κι’ όλο απλωνόταν ο θρήνος. Κι όλο μεγάλωνε το μίσος για τον τύραννο. Κι όλο καλοστεριωνόταν μέσα τους η φλογισμένη λαχτάρα της λευτεριάς. Όμως ετούτος ο θρήνος γίνονταν αγάλι, ώρα την ώρα, Σαρακατσάνικο, κλέφτικο τραγούδι, Αγραφιώτικο...
Σε τούτη τη γη, τη δουλεμένη με τη λαχτάρα της λευτεριάς, την αβασίλευτη, δεν της πάει μαύρα μαντίλια να φοράει. Τόνιωθαν οι πικραμένοι κι άστραφτε στα μάτια η ελπίδα. Κι άστρφτε ολούθε η παλικαριά κι η ομορφιά του Κατσαντώνη, έτσι καθώς ολοζώντανος ανυψωνόταν και διαφέντευε τη μνήμη του λαού...»
ΠΗΓΗ ΑΡΘΡΟΥ
http://www.evrytania.eu/Istorika/Katsantonis/Katsantonis15.htm(Στο σύνδεσμο αυτό υπάρχουν πολλά ακόμη ιστορικά στοιχεία για τον φοβερό αυτό άνθρωπο που δυστυχώς η ιστορία που διδάσκεται στα σχολεία ξεχνά τον απαράμιλλο ηρωισμό του... )