Σήμερα αντί για τη λέξη ξένος και ξενιτεμένος λέμε συχνά τη λέξη μετανάστης. Στην απλή μορφή είτε και με προσδιορισμούς:
Οι έλληνες μετανάστες...
Οι οικονομικοί μετανάστες
Οι λαθρομετανάστες
Τραγούδια όμως για το μετανάστη δε θα βρούμε στην ελληνική παράδοση. Και μόνο ένας Παπαδιαμάντης πολύ νωρίς θα στήσει το άγαλμα της μετανάστιδος:
- Παράθεση :
- H Μετανάστις είναι το πρώτο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και θεωρείται «το μυθιστόρημα του ξενιτεμένου ελληνισμού».
Είναι μία ερωτική ιστορία με ηρωίδα την ελληνίδα Μαρίνα Βεργίνη. Η Μαρίνα ενσαρκώνει το πρότυπο της ιδανικής γυναίκας που κυριαρχούσε στα μέσα του 19ου αιώνα στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Όπως σημειώνει ο Βαγγέλης Αθανασόπουλος, στο άρθρο του “Τροπές τού γένους της αφηγηματικής φωνής στον Παπαδιαμάντη”, πρόκειται «για τη γυναίκα που ζει σαν μία οικιακή μοναχή, με σκοπό της ζωής της να υπηρετεί έναν άνδρα -συνήθως πατέρα ή σύζυγο-, με μοναδική μοίρα της το γάμο ή το θάνατο. Αυτό ακριβώς είναι η μοίρα της πρωταγωνίστριας του μυθιστορήματος, η οποία πεθαίνει από μαρασμό, όταν την εγκαταλείπει ο αρραβωνιαστικός της, που πίστεψε στη συκοφαντία πως η Μαρίνα πριν από αυτόν είχε αγαπήσει κάποιον άλλον».
Μήπως όμως υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που συνηγορούν στο χτίσιμο αυτής της εικόνας;
Η ιστορία διαδραματίζεται στη Μασσαλία και τη Σμύρνη του 1720. H Μαρίνα, είναι «μετανάστις» από τη Σμύρνη, ξενιτεμένη στη Μασσαλία. Στον τόπο μετανάστευσης έχει ως σημείο αναφοράς τους γονείς της. Χάνοντάς τους στο λοιμό του 1720, βιώνει ένα δεύτερο ξεριζωμό καθώς αποκόβεται βίαια από τις γονεϊκές ρίζες.
Ο Ζέννος, ερωτευμένος με τη Μαρίνα, θα την οδηγήσει πίσω στη Σμύρνη, σε ένα τόπο που αναγνωρίζει την ετερότητα των άλλων. Η Μαρίνα θα ακολουθήσει την αντίστροφη πορεία προς την πατρίδα της, βιώνοντας μέσα από τον έρωτα, που εγκαθιδρύει μια σχέση χωρίς προηγούμενο ανάμεσα στη διαφορετικότητα και την ενότητα, την προοπτική του «επαναπατρισμού».
Μήπως, όμως, το άδοξο τέλος αυτού του έρωτα υποδηλώνει την αδυναμία ουσιαστικής «επιστροφής» του μετανάστη στην πατρίδα του;
Μήπως, τελικά, η Μαρίνα μετατρέπεται σε σύμβολο του μετανάστη (ακόμη και δεύτερης ή τρίτης γενιάς), ο οποίος βρίσκεται παγιδευμένος σε έναν ενδιάμεσο χώρο, που ενώνει και ταυτόχρονα χωρίζει την πατρίδα από τη χώρα υποδοχής;
Και με αυτή την έννοια ποια είναι η πραγματική ταυτότητα της Μαρίνας;
Είναι διπλή ή μικτή; Ποιο είναι αυτό το γυμνωμένο άτομο, το ξεριζωμένο και δίχως πατρίδα, που δεν μπορεί να επικαλεσθεί τη θέση του μέσα στον τόπο του, που δέχεται την απόρριψη και την υποτίμηση των άλλων; Ποιο είναι αυτό το άτομο, το ολομόναχο και απειλούμενο, που οι άλλοι το προικίζουν με «μία ουσία κακή και διεστραμμένη που δικαιώνει εκ των προτέρων ό,τι κανείς θα τους κάνει να υποστούν»; Και πού οφείλεται αυτή η παραίτηση, αυτή η κούραση που μπροστά της υποκύπτει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και οδηγεί στο θάνατο τη Μαρίνα;
ΠΗΓΗ http://www.eens.org/?page_id=1276
Μόνο ένας Παπαδιαμάντης θα μπορούσε να αναδείξει το καλά κρυμμένο μυστικό. Και να καταγράψει ως σύγχρονος Όμηρος την επιστροφή στην Ιθάκη. Να φέρει στο φως όχι το εύκολα αντιληπτό δράμα της αναχώρησης αλλά το άλλο, το αξεπέραστο δράμα της επιστροφής.
Το έζησα κάποτε αυτό το δράμα στα μάτια τριών παιδιών. Τριών ελληνόπουλων της διασποράς. Που πίστεψαν ότι μπορούν να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα. Ώσπου κατάλαβαν τη μεγάλη αλήθεια. Πως κι εδώ ξένοι παρέμεναν όπως ξένους τους έλεγαν τόσα χρόνια στη Γερμανία. Κι έκλαιγαν με αναφιλητά και δεν μπορούσα να τους ηρεμήσω. Μη με ρωτάτε τι απέγιναν. Γιατί πονάει πολύ. Το ένα από τα παιδιά αυτά προτίμησε να γυρίσει στην ξενιτιά. Τα άλλα δύο, για να αντέξουν, έσμιξαν τις ζωές τους. Και τόσα χρόνια μετά ξένοι εξακολουθούν να νιώθουν. Διαφορετικοί...
Είναι αυτή η αλήθεια. Που δε θέλουμε να δούμε. Πως οι έλληνες, οι ταυτισμένοι με τον πόνο της ξενιτιάς, μασήσανε το λησμονοχόρτι και προτίμησαν να ξεχάσουν τους ξένους, να ξεριζώσουν τον πόνο, και να αποκαλούν τους ξένους μετανάστες.
Και είναι η λέξη αυτή, ο μετανάστης, που έντονα μου θυμίζει αφενός τη νοσταλγία και αφετέρου τους μεταστάντες... Για τη νοσταλγία μίλησα ήδη. Ας εξηγήσω και τι σημαίνει μεταστάς. Σημαίνει αυτόν που έφυγε από τη ζωή, τον νεκρό.
Γι' αυτό και μόνο που ακούω "μετανάστης" με πιάνει θλίψη αφόρητη. Γιατί δε σημαίνει μόνο τον ξένο αλλά εκείνο τον ξένο που δεν έχει δρόμο γυρισμού. Κι αν ακόμη προσπαθήσει να γυρίσει, θα έχει την τύχη της Μετανάστιδος.
Την τύχη και του Λιαντίνη. Που τυχαία δεν εντάξαμε αυτό το θέμα στη δική του ενότητα.
Σε πολύ νεαρή ηλικία ο Δημήτρης Λιαντίνης, και έχοντας ήδη στην ξενιτιά τα δυο του αδέρφια, νιώθει να μην τον χωρά η Ελλάδα. Ετών μόλις είκοσι.
Θα μείνει όμως στην Ελλάδα αρκετά ακόμη χρόνια. Θα τελειώσει το πανεπιστήμιο, θα υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, θα διοριστεί καθηγητής σε επαρχιακό γυμνάσιο. Στους Μολάους Λακωνίας.
Προσπαθεί να "χωρέσει" στην Ελλάδα. Αλλά στο τέλος, στα 1970, παίρνει το βαλιτσάκι του και φεύγει για τη Γερμανία. Ετών 28.
Τι ακριβώς ανάγκασε το νεαρό καθηγητή να τα βροντήξει όλα και να φύγει στα ξένα;
Εκείνοι που καλά γνωρίζαν την αλήθεια, την αποσιώπησαν. Κι εγώ που ξέρω από τρίτους τι συνέβη, από σεβασμό στο Δάσκαλο επιμένω να μην παραδίδω τα άγια τοις κυσί. Άλλο όμως αυτό και άλλο να πλάθεις μυθιστόρημα και να παραπλανάς όσους ενδιαφέρονται για το Λιαντίνη.
Εκεί, στα ξένα, ο Λιαντίνης, ο Δημήτριος Νικολακάκος όπως λεγόταν ακόμη, φτάνει να αναρωτηθεί αν αυτό που κάνει είναι ζωή τότε τι λογής είναι ο θάνατος και η ανυπαρξία. "Βίος ανεόρταστος και απανδόχευτος", που λέει ο αρχαίος. Έτσι γράφει. Κι ακόμη πως έχει μεθύσει αρκετές φορές από όταν ξενιτεύτηκε.
Εδώ που τώρα ζω, στην Ηγουμενίτσα, είναι εκατοντάδες άνθρωποι ξένοι. Και είναι και η δική τους ζωή ανεόρταστη και απανδόχευτη. Συχνά ξεσπάνε κι αυτοί στο ποτό. Και διαμαρτύρονται οι δικοί μας. Για τους μετανάστες που γίνονται "ντίρλα"! Λέξη που δεν ήξερα και έμαθα εδώ. Ούτε και στο Μπαμπινιώτη θα τη βρείτε. Όπως δε θα βρείτε και την κατανόηση για το φαινόμενο των ξένων που γίνονται ντίρλα. Ποιος να τους νιώσει τι περνάνε;
Ας ήταν εδώ ο Λιαντίνης και θα έβλεπες τι θα σου έλεγε. Άστους να πιούνε κι ας πεθάνουν από το ποτό που τους αρέσει. Τα ίδια που είπε κάποτε για τον άνθρωπο που τον φιλοξένησε στο φτωχικό του τις πρώτες μέρες που έφτασε στη Γερμανία, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, και χωρίς να έχει πού την κεφαλήν κλίναι.
Κι όμως δεν πρέπει να τον λυπάσαι αυτόν το Λιαντίνη, το Λιαντίνη της ξενιτιάς, το Λιαντίνη της Γερμανίας. Το επιλέγει να βρεθεί σ' αυτή τη θέση. Φεύγει οικεία τη θελήσει. Γιατί δεν τον χωρά η Ελλάδα. Το έχουμε ποτέ σκεφτεί τι σημαίνει αυτό;
Είναι το δος μοι πα στω και ταν γαν κινάσω σε μια άλλη μορφή. Πρέπει να βρεθεί εκτός Ελλάδας για να μπορέσει να δει με άλλα μάτια την Ελλάδα. Για να μπορέσει να βρει πόρο σε όσα τον πνίγουν μπρος στο νεοελληνικό μπάχαλο που τον φαρμακώνει και τον συνθλίβει.
Δεν είναι μόνο όσα έζησε στο στρατό. Τα ίδια λέει και για την πολυαγαπημένη του Λιαντίνα, πως την κυβερνά η αμάθεια και η χωριατοσύνη. Αρχές του 1966. Και τέσσερα χρόνια μετά, όταν στον τόπο του εργάζεται πια ως καθηγητής, το πράγμα φτάνει στο μη περαιτέρω. Και παίρνει των ομματιών του και φεύγει.
Αυτό συμβαίνει με τους περισσότερους ανθρώπους που μεταναστεύουν. Είτε συνειδητά είτε και ασυνείδητα. Δεν τους χωράει ο τόπος τους. Και σαν τα αποδημητικά πουλιά ανοίγουν τις φτερούγες τους για άλλους τόπους.
Ο μετανάστης, κι ας μη συμφωνεί το λεξικό, δεν είναι απλά ένας ξένος. Αυτό το μετά έχει περισσότερο την αξία που παίρνει σε λέξεις όπως μεταγνώση, μεταβιομηχανική εποχή, metadata... Και τον απόηχο της λέξης νόστος. Ο μετανάστης είναι ο άνθρωπος που πόνεσε πρώτα από αφόρητη νοσταλγία και μετά ξενιτεύτηκε. Ένιωσε πρώτα ξένος στον ίδιο του τον τόπο, και πως δεν τον χωράει πια η ίδια του η γη. Ένας φυγάς θεόθεν και αλήτης:
- Παράθεση :
- «Η πνευματική περιπέτεια του Εμπεδοκλή, μεταφυσική στη βάση της, διατρέχει τη φυσική σφαίρα, για να φτάσει στην ανθρώπινη εμπλοκή.
Το ακόλουθο απόσπασμά του φανερώνει όλη τη δίνη του στοχασμού που πηγάζοντας από την άβυσσο της θεϊκής ξαστεριάς προχωρεί στη συναρπαγή της φυσικής θύελλας, για να εκτεθεί τελικά στο έλεος της ανθρώπινης θεομηνίας:
φυγάς θεόθεν και αλήτης, νείκεϊ μαινομένω πίσυνος.
Ποιος είναι αυτός ο αλήτης της γλώσσας του Εμπεδοκλή; Αξίζει να προσέξουμε πρώτα πρώτα ότι τη λέξη αλήτης είκοσι πέντε αιώνες συνεχείς η ελληνική λαλιά την κράτησε στον αφρό της ζωής.
Άλλοτε βρήκα αφορμή να μιλήσω για την αλητεία του Οδυσσέα. Και αλλού πάλι για την αλητεία του Οιδίποδα. Την αλητεία του Πλάτωνα, του μισότρελου και του ερημητικού όπως τον λέει, την περιγράφει ο Σεστώβ σε κάποιο σημείο που παραλληλίζει το Υπόγειο του Ντοστογιέβσκι με το σπήλαιο του εβδόμου βιβλίου της Πολιτείας.
Όμοια αλήτικη, σκεπασμένη με την πορφύρα της μοίρας, είναι η πομπή που φέρνει τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο από το Μυστρά στην Πόλη.
Και τον κύκλο που άνοιξε τούτο το τραγικό οικόσημο του βασιλιά τον κλείνει το ίδιο τραγικό οικόσημο του αλήτη. Ο Καραϊσκάκης, που πατά μια κορυφή της ελληνικής επανάστασης, είναι ο αλήτης που τον γέννησε, ανάμεσα στα περιστέρια του πόθου, μια Κρυμμένη μονή, και τον έθαψε, με μοιρολογίτρες τις πέρδικες η μονή της Φανερωμένης.
Με τον ίδιο τρόπο τη μοίρα του αλήτη περιγράφει ο Καβάφης στο πρόσωπο εκείνου του ρακένδυτου επίγονου των Πτολεμαίων, που διακονεύει λίγα βασιλικά ψίχαλα στη σύγκλητο της Ρώμης.
Με τον Παπαδιαμάντη μάλιστα η προσέγγιση του ποιητή και του ποιήματος φτάνει στην ταύτιση. Τα μεθυσμένα βήματα που σβήνουν στο παγωμένο χιόνι μαζί με τη λαύρα του μπαρμ(π)α-Γιαννιού του Έρωντα είναι τα αλήτικα βήματα του ίδιου του κυρ – Αλέξανδρου!
Σε όλα τα παραδείγματα αυτά την κατάρα του πλάνητα, που τραβάει πάνω από τις εκρηκτικές παγίδες της μοίρας του και χάνεται μέσα στα ρήγματα της υπαρκτικής του προκατασκευής, την περιγράφει ο αλήτης του Εμπεδοκλή.
Μόνο που δεν πρέπει, για να καταλάβουμε σωστά το τίμιο νόημα αυτού του μάταιου δρόμου που περιμένει κάθε άνθρωπο, αν του μέλλεται στο τέλος να γίνει άνθρωπος, να μας διαφύγει εκείνο το θεόθεν. Η λέξη αυτή είναι η κλείδα που αποκρυπτογραφεί τον πίνακα του αλήτη.
Μέσα στην ανίσκια και αποψιλωμένη πεδιάδα που περπατάει ο άνθρωπος, από την κορφή του ουρανού κατεβαίνουν ως τα χώματα τα πλοκάμια ενός γιγάντιου λευκοκίτρινου χταποδιού και σφυρίζουνε γύρω του, χτυπώντας και δέρνοντας όπως οι ρίζες της αστραπής.
Έλεος, σε τούτο το μαστίγωμα της τυφλής οργής και της αναίτιας βούλησης, είναι η συναίσθηση του οδοιπόρου πως σε κάθε βήμα που έκαμε κατάφερε πάλι να ξεφύγει τη μάστιγα της πλήξης.
Πλάστηκα, μας λέει στον ίδιο στίχο ο Εμπεδοκλής, για να ακολουθώ τη μανιακή κατάπληξη αυτής της θείας καταιγίδας.
Και εκείνος που μου την πέμπει, θα μας πει σ’ ένα άλλο απόσπασμα, δεν το κάνει για να με τιμωρήσει από μοχθηρία και κάκητα. Αλλά μου στέλνει τα απόνερα και την άχνα της ίδιας τρικυμίας, που με τάξη και δίχως ανάπαυλα απειλεί να συντρίψει τα δικά του μέλη, και να τον καταλύσει. Και του θεού τα κόκκαλα τσακίζονται και τρίζουν:
Πάντα γαρ εξείης πελεμίζετο γυία θεοίο.
Κάπως έτσι είδε ο Εμπεδοκλής τη σύμπληξη του μηδενός και του είναι.
Να ξεκινά από τον αφαλό του σύμπαντος, να συλλαβαίνει γενετήσια και να κυοφορεί το μυστήριο του λόγου της μέσα στη ραχοκοκαλιά του ίδιου του όντος, και να αφήνεται από κει να ξεχυθεί στα άπειρα των κοσμικών εκτάσεων, εμπλέκοντας και τον ίδιο τον άνθρωπο στην τυφωνική διαδικασία.
Είναι φανερό ότι το άγαλμα του θεήλατου αλήτη, έτσι όπως το λάξεψε, δεν θα το ‘χε ποτέ κατορθώσει ο Εμπεδοκλής, αν του ‘λειπε η στόχαση και η θεωρητική σκευή του μεγάλου πλάστη.»
Λιαντίνης, Homo Educandus (81 - 83 )
Ο Λιαντίνης, όταν και χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 1998, θα φύγει και πάλι, τον Εμπεδοκλή θα πάρει συντροφιά του. Στο Εδώ Μεσολόγγι της Γκέμμας. Και με τη δική του νοητική εποπτεία θα σκαρφαλώσει στον άλλο Ταΰγετο. Συντονίζοντας τα βήματά του με τα αλήτικα βήματα του Εμπεδοκλή. Και φτάνοντας στην ίδια ταύτιση που ο Παπαδιαμάντης έφτασε με τον μπαρμπα - Γιαννιό, τον Έρωντα.
Διάβαζα χτες την ανόητη απορία ενός ανθρώπου. Πού πήγαινε ο Λιαντίνης κάθε Πέμπτη απόγευμα. Αν και δίκαιο είναι να ερωτά. Αφού άλλος πρόλαβε να κάμει την ανοησία για τις Πέμπτες του Λιαντίνη. Και να αποβλακώσει τους ανθρώπους βάζοντάς τους να αναζητούν τέτοιες σαχλαμάρες.
Είναι γιατί αδυνατούν να ακολουθήσουν τα αλήτικα βήματά του στους μεγάλους δρόμους και τις ψηλές δειράδες. Και χώνονται στα σοκάκια. Σαν τους σπιούνους. Που αναζητούν λαβράκι να κορέσουν τα ακόρεστα πάθη τους. Άλλες Τατιάνες που αναποδογυρίζουν κάδους απορριμμάτων για να λύσουν το μέγα αίνιγμα της σημερινής Ελλάδας: Είναι ή δεν είναι έγκυος η Ελένη;
Μ' αυτή τη γελοία τακτική της αδηφάγας δημοσιογραφίας προσεγγίστηκε ο Λιαντίνης από τη μέρα που εξαφανίστηκε. Από τη μέρα δηλαδή που ανακάλυψαν τα μίντια την ύπαρξή του. Χρειάστηκε πρώτα να φύγει, για να διαπιστώσουν την ύπαρξή του.
Το ίδιο που συμβαίνει και με εκείνους που ξενιτεύονται. Η απουσία τους αίφνης τους κάνει πλέον αισθητούς. Όσο περίεργο και αν ακούγεται κάτι τέτοιο. Και είναι αυτό ακριβώς που έδωσε τις υπέροχες δημιουργίες των δημοτικών τραγουδιών της ξενιτιάς. Γραμμένα όλα από εκείνους που μένουν πίσω ακόμη και όταν μιλάνε με το στόμα του ξενιτεμένου.
Για τον ίδιο, το μετανάστη, που έκοψε τους κάβους και σάλπαρε, μένει μόνο ο Σεφέρης, με την αλήθεια που κομίζουν στους ανθρώπους οι γνήσιοι ποιητές, να εξομολογείται τον καημό του. Κι ο θάνατος της μετανάστιδος του Παπαδιαμάντη να αποκλείει την επιστροφή.
Όσο για το Λιαντίνη τα είπε όλα με το ΕΡΗΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΧΥΡΟΣ που άφησε πίσω του φεύγοντας τη δεύτερη φορά.