ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 5
ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΑΠΑΝΟΥ ΣΤΟ ΠΕΣΙΜΟ ΤΟΥ ΜΙΣΟΛΟΓΓΙΟΥ
1. Και ακολούθησα τές γυναίκες του Μισολογγιού, οι όποιες εστρωθήκανε στ' ακρογιάλι, και εγώ ήμουνα από πίσω από μιά φράχτη και εκοίταζα.
2. Και κάθε μία έβαλε το χέρι και έβγαλε ό,τι κι αν εμάζωξε, και εκάμανε ένα σωρό.
3. Και μια απ' αυτές απλώνοντας το χέρι και ψηλαφίζοντας το γιαλό: Αδερφάδες, εφώναξε,
4. ακούτε, αν έκαμε ποτέ τέτοιο σεισμό σαν και τώρα, το Μισολόγγι ίσως νικάει, ίσως πέφτει.
5. Και εκίνησα για να φύγω και είδα από πίσω από την εκκλησία (ιδές πως τη λένε) μια γριούλα, οπού είχε στήσει ανάμεσα στα χόρτα μικρά κεράκια και έκαιε λιβάνι· και τα κεράκια στην πρασινάδα ελάμπανε και το λιβάνι ανέβαινε.
6. Και ασήκωνε τα ξερόχερα παίρνοντας από το λιβάνι και κλαίοντας, και αναδεύοντας το ξεδοντιασμένο στόμα επαρακάλειε.
7. Κ' εγώ άκουγα μέσα μου μεγάλη ταραχή και με συνεπήρε το πνεύμα στο Μισολόγγι. Και δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό· πολιορκούμενους και πολιορκισμένους και όλα τα έργα τους και όλα τα πάντα τα εκατασκέπαζε μαυρίλα και πίσσα.
8. Και ύψωσα τα μάτια και τα χέρια κατά τον ουρανό για να κάμω δέηση με όλη τη θερμότητα της ψυχής, και είδα φωτισμένη από μιαν ακατάπαυστη σπιθοβολή μια γυναίκα με μια λύρα στο χέρι που εσταμάτησε ανάερα μες στην καπνούρα.
9. Και μόλις έλαβα καιρό να θαμάξω για το φόρεμα της που ήτανε μαύρο σαν του λαγού το αίμα, για τα μάτια της, κτλ., εσταμάτησε η γυναίκα μες στήν καπνούρα και εκοίταε τη μάχη, και η μύρια σπίθα οπού πετιέται ψηλά εγγίζει το φόρεμα της και σβένεται.
10. Άπλωσε τα δάχτυλα στη λύρα και την άκουσα να ψάλει τα ακόλουθα:
Το χάραμα επήρα
Του ήλιου το δρόμο
Κρεμώντας τη λύρα
Τη δίκαιη στον ωμό.
Κι απ' όπου χαράζει
Κι' ως όπου βυθά κτλ.
11. Και ό,τι είχε αποτελειωμένα τα λόγια της η Θεά, οι δικοί μας εκάνανε φοβερές φωνές για τη νίκη που εκάμανε. Και οι δικοί μας και όλα μού έγιναν άφαντα, και τα σωθικά μου πάλι φοβερά εταραχθήκανε και μου φάνηκε πως εκουφάθηκα και εστραβώθηκα.
12. Και σε λίγο είδα ομπρός μου τη γριούλα οπού έλεγε: Δόξα σοι ο Θεός, Ιερομόναχε, έλεα πως κάτι σούρθε. Σ' έκραξα, σ' εκούνησα, και δεν άκουγες τίποτες, και τα μάτια σου εσταμάτιζαν στον αέρα, ενώ τώρα στα στερνά η γης εσκιρτούσε σαν το χόχλο στο νερό που αναβράζει. Τώρα ό,τι έπαψε που ετελειώσανε τα κεράκια και το λιβάνι. Λες οι δικοί μας να εκερδέσανε;
13. Και εκίνησα με το Χάρο μες στην καρδιά μου να φύγω. Και η γριούλα έπειτα που φίλησε το χέρι κάνοντας μια μετάνοια είπε: Και τι παγωμένο πούναι το χέρι σου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 6
ΤΟ ΜΕΛΛΟΝΤΑ ΓΕΝΑΜΕΝΟ ΠΑΡΟΝ. Η ΚΑΚΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ1. Και εκοίταξα τριγύρου και δεν έβλεπα τίποτες και είπα:
2. Ο Κύριος δε θέλει να ιδώ άλλο. Και γυρίζοντας το πρόσωπο οπού ήταν οι πλάτες μου εκίνησα για να πάω στον Άι-Λύπιο.
3. Αλλά άκουσα να τρέμει η γης από κάτου από τα πόδια μου, και πλήθος αστραπές εγιόμοζαν τον αέρα πάντα αυξαίνοντας τη γοργότητα και τη λάμψη. Και εσκιάχθηκα, γιατί η ώρα ήτανε κοντά στ' άγρια μεσανύχτια.
4. Τόσο, που έσπρωξα ομπρός τα χέρια μου, καθώς κάνει ο ανθρωπος οπού δεν έχει το φως του.
5. Και ευρέθηκα οπίσω από έναν καθρέφτη, ανάμεσα σ' αυτόνε και στον τοίχο. Και ο καθρέφτης είχε τον ψήλο του δώματος.
6. Και μιά φωνή δυνατή και ογλήγορη μου εβάρεσε την ακουή λέγοντας:
7. Ώ Διονύσιε Ιερομόναχε, το μέλλοντα θε να γίνει τώρα για σε παρόν. Ακαρτέρει και βλέπεις εκδίκησην Θεού.
8. Και μιά άλλη φωνή μου είπε τα ίδια λόγια τραυλίζοντας.
9. Και αυτή η δεύτερη φωνή ήτανε ενού γέρου που απέθανε και είχα γνωρίσει. Και εθαύμαξα γιατί ήταν η πρώτη φορά που άκουσα την ψυχή του ανθρώπου να τραυλίζει. Και άκουσα ένα τρίτο μουρμουρητό που εφαινότουνα μία φυσηματιά μες στον καλαμιώνα, όμως δεν άκουσα λόγια.
10 Και εκοίταξα ανάερα για να ξανοίξω πούθεν εβγαίνανε αυτές οι φωνές, και δεν είδα παρά τους δύο χοντρούς και μακρίους πέρονους που εβγαίνανε από τον τοίχο, στους οποίους ακουμπούσε ο καθρέφτης δεμένος από τη μέση.
11. Και αναστενάζοντας βαθιά, καθώς κάνει ο ανθρωπος οπού βρίσκεται γερασμένος, αγρίκησα μυρωδία από λείψανο.
12. Και εβγήκα από κεί και εκοίταξα τριγύρω και είδα.
13. Είδα αντίκρυ από τον καθρέφτη στην άκρη της κάμερας ένα κρεβάτι, και κοντά στο κρεβάτι ένα φως. Και εφαινότουνα πως δεν ήτουνα μες στο κρεβάτι τίποτες, και απάνου ήτανε πολλή μύγα κουλουμωτή.
14. Και απάνου στο προσκέφαλο είδα σα μιά κεφαλή ακίνητη και και λιανή σαν εκείνες που κάνουνε στα χέρια και στα στήθια οι πελαγίσιοι με το βελόνι.
15. Και είπα μέσα μου: Ο Κύριος μου έστειλε ετούτη τη θέα για σύμβολο σκοτεινό της θέλησής του.
16 Για τούτο εγώ, παρακαλώντας θερμά τον Κύριον να καταδεχτεί να με βοηθήσει για να καταλάβω αυτό το σύμβολο, εσίμωσα το κρεβάτι.
17. Και κάτι αναδεύτηκε μες στα σεντόνια τα λερωμένα και ξεντερολοϊσμένα και αιματωμένα.
18. Και κοιτάζοντας καλύτερα στην εικόνα του προσκέφαλου εταραχθήκανε τα σωθικά μου, γιατί από ένα κίνημα που έκαμε με το στόμα εγνώρισα τη γυναίκα της Ζάκυνθος που εκοιμότουνα σκεπασμένη από το σεντόνι ως το λαιμό, όλη φθαρμένη από το τηχτικό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 7
ΔΕ ΣΟΥ ΔΙΝΩ ΜΗΤΕ ΕΝΑ ΨΙΧΑΛΟ1. Αλλά εκαλοκοίταξα εκείνον τον ύπνο και εκατάλαβα που ήθελε βαστάξει λίγο, για να δώσει τόπο του αλλουνού πούναι χωρίς ονείρατα.
2. Και επειδή εκεί μέσα δεν ήτανε ούτε φίλος ούτε δικός, ούτε γιατρός ούτε πνεματικός, εγώ Διονύσιος Ιερομόναχος έσκυψα και με τα καλά της έλεγα να ξαγορευθεί.
3. Και αυτή εμισάνοιξε το στόμα της και έδειξε τα δόντια της ακλουθώντας να κοιμάται.
4. Και ιδού η πρώτη φωνή η αγνώριστη που μούπε στο δεξί αυτί: Η δύστυχη θρέφει πάντα στο νου της φούρκες, φυλακές και Τούρκους που νικάνε και Γραικούς που σφάζονται.
5. Τούτη τη στιγμή βλέπει στον ύπνο της το πράγμα που πάντοτες απεθύμουνε, ήγουν την αδελφή της που διακονεύει, και για τούτο την είδες τώρα που εχαμογέλασε.
6. Και η δεύτερη φωνή που εγνώριζα εξανάειπε τα ίδια λόγια τραυλίζοντας και κάνοντας ένα σωρό όρκους καθώς από ζώντας εσυνηθούσε:
7. Αλήθεια, μα-μα-μαα-μά την Παναγιά, άκουσ' εδώ, αααλήθεια, μμμά τον Άι-Νικόλα άκουσ' εδώ, αλλλήθεια, άκουσ' εδώ, μα τον Άι-Σπυ-σπυρί-δωνα αλήθεια, μα τ' αγναχραρα-χραχρα-γράχναντα μυστήρια του Θεού. Και ιδού πάλι το μουρμουρητό που εφαινότουνα η φυσηματιά μες στον καλαμιώνα.”
8. Ξάφνου η γυναίκα έβγαλε το χέρι από το σεντόνι και εχτύπησε, και οι μύγες ασηκωθήκανε.
9. Και ανάμεσα στη βουή οπού εκάνανε άκουσα τη φωνή της γυναικός οπού εφώναξε: Όξω, πόρνη, από δώ. Δε σου δίνω μήτε ένα ψίχαλο.
10. Και ετίναξε το χέρι όξω από το κρεβάτι σα για να διώξει μακριά την αδελφή της που της φαινότουνα πως ήλθε να διακονέψει.
11. Και εξεσκεπάσθηκε σχεδόν όλη από το λερωμένο σεντόνι και εφάνηκε ένα ψοφογάτσουλο οπού ξετρουπώνει από την κροπιά ένας ανεμοστρούφουλας.
12. Αλλά εχτύπησε το χέρι της σε μια κάσα πεθαμένου, που ευρέθηκε εκεί ξάφνου, και εκόπηκε το όνειρο της αμαρτωλής.
13. Και άνοιξε τα μάτια της, και βλέποντας την κάσα ανατρίχιασε, γιατί εσκιάχθηκε μη τη βάλανε εκεί στοχάζοντάς τηνε πεθαμένη.
14. Και ετοιμαζότουνα να φωνάξει δυνατά για να δείξει πως δεν απέθανε, αλλά ιδού προβαίνει από την κάσα μια κεφαλή γυναικεία φθαρμένη και αυτή από το τηχτικό, που αγκαλά και πλέον ηλικιωμένη πολύ της έμοιαζε.
15. Πηδάει στη ζερβιά του κρεβατιού, αλλά εχτύπησε τη μούρη της σε μιάν άλλη κάσα, και όξω από αυτή ένα κεφάλι γέρου, και ήτανε ο γέρος που εγνώριζα.
16. Και το πρόσωπο του γέρου ήτανε σαν τον τζίτζικα, και της παιδούλας σαν την έκλειψη του φεγγαριού, και της γραίας σαν τ' άγρια μεσάνυχτα.
17. Και έτσι εγνώρισα ότι έμελλε της γυναικός βρεθεί πριν ξεψυχήσει ανάμεσα στον πατέρα της και στη μάνα της και στη θυγατέρα της.
18. Και έφριξα και έστριψα στην αντίκρυ μερία το πρόσωπο μου, και εξανάσανε το μάτι μου στον καθρέφτη, ο οποίος δεν έδειχνε παρά τη γυναίκα μοναχή και εμέ και το φως.
19. Γιατί τα σώματα των άλλων τριών ησυχάσανε στο μνήμα τους, από τα οποία θα πεταχθούν όταν βαρέσει η Σάλπιγγα,
20. μαζί μ' εμέ, το Διονύσιο τον Ιερομόναχο, μαζί με τη γυναίκα της Ζάκυνθος, μαζί με όλα τα τέκνα του Αδάμ στη μεγάλη κοιλάδα του Ιωσαφάθ.
21. Και άρχισα να συλλογισθώ απάνου στη δικαιοσύνη του Θεού, που θε νάναι αυτή την ημέρα φανούσιμη, και το μάτι (προσηλωμένο στον καθρέφτη) εμποδίσθηκε από το λογισμό.
22. Αλλά ακολούθως ο λογισμός εμποδίστηκε από το μάτι,
23. επειδή στριφογυρίζοντας εγώ έπειτα τα μάτια εδώ και εκεί, καθώς κάνει ο άνθρωπος που συλλογίζεται πράμα δύσκολο που πολεμάει να καταλάβει,
24. είδα από την κλειδωνότρουπα που κάτι εμπόδιζε το φως και εβάστουνε πολληώρα και έπειτα εξαναφαινότουνα.
25. Και ακουότουνα ακολούθως ένα μουρμουρητό στην άλλη κάμερα, και δεν εκαταλάβαινα τίποτες, και εξανακοίταξα στο μέρος της οπτασίας.
26. Και ήτανε μεγάλη σιωπή και δεν άκουες να βουίξει μήτε μια μύγα από τόσο πλήθος, γιατί ήτανε όλες μαζωμένες εις τον καθρέφτη,
27. Ο οποίος εις πολλά μέρη επαράσταινε το χρώμα του πέπλου, που το βάνουνε όταν λείπει για πάντα κανένας από τη φαμιλιά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 8
ΤΟ ΖΩΝΑΡΙ1. Αλλά η μάνα της χωρίς να κοιτάξει κατά τη θύρα, χωρίς να κοιτάξει τη θυγατέρα της, χωρίς να κοιτάξει κανέναν, αρχίνησε:
2. Ετούτη τη στιγμή το μάτι και το αυτί του παιδιού σου σε παραμονεύει την κλειδωνότρουπα, και σε απομακραίνει, γιατί σκιάζεται το κακό σου. Και έτσι έκαμες και εσύ μ' εμέ.
3. Για τούτο σόδωσα την κατάρα μου γονατισμένη και ξέπλεκη εις την πίκρα της ψυχής μου, όταν ασήμαιναν όλες οι εκκλησίες την ημέρα του Πάσχα.
4. Στην ξανάδωσα μίαν ώρα πριν ξεψυχήσω, και τώρα στην ξαναδίνω κακό και ανάποδο θηλυκό.
5. Και η τρίδιπλη κατάρα θέλει είναι αληθινή και ενεργητική στο κορμί σου και στην ψυχή σου, καθώς είναι αληθινά και ενεργητικά στον φαινόμενο και στον αόρατο κόσμο τα τρία προσώπατα της Αγίας Τριάδας.
6. Έτσι λέοντας έβγαλε ένα ζωνάρι που ήτανε του ανδρός της, το χουχούλισε τρείς φορές και το πέταξε μες στα μούτρα της.
7. Και ο γέρος ετραύλισε ετούτα τα ύστερα λόγια, και η παιδούλα αναδεύτηκε στο κόκκινο προσκέφαλο σαν το μισοσκοτωμένο πουλί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΥΣΤΕΡΟΝ (9)
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΣ ΛΑΒΑΙΝΕΙ ΤΗ ΣΤΕΡΝΗ ΤΗΣ ΘΑΡΑΠΑΨΗ
1. Και εχαθήκανε με τες κάσες, και η γυναίκα μοναχά ετότες άκουσε δύναμη να μπορέσει να πεταχτεί.
2. Και εχύθηκε πηδώντας ψηλά σαν τ' άστρο του καλοκαιριού που στον αέρα χύνεται δέκα οργιές άστρο.
3. Και εχτύπησε στον καθρέφτη και οι μύγες εφύγανε και εβουίζανε στο πρόσωπό της κουλουμωτές.
4. Και αυτή, λογιάζοντας πως ήταν οι γονέοι της έτρεχε εδώ και εκεί,
5. ανοιγοκλειώντας τη φούχτα κάτι νάβρει για διαφέντεψη, και ηύρηκε το ζωνάρι, και με κείνο άρχισε να χτυπάει.
6. Και όσο εχτυπούσε, τόσο οι μύγες εβουίζανε, και τόσο αυτή εκατατρόμαζε, όσο που τέλος πάντων έχασε το νου της ολότελα.
7. Γιατί τρέχοντας με το πουκάμισο, που η φιλαργυρία τόχε κάμει κοντό, έτρεξε το μάτι της στον καθρέφτη,
8. και εσταμάτηξε και δεν εγνώρισε τον εαυτό της, και άπλωσε το δάχτυλο και αναγέλασε:
9. “Ώ κορμί, ώ κορμί! Τί πουκάμισο! Έ, καταλαβαίνω εγώ. Κάν ποιος πονηρός μπορεί να μου κρύψει την πονηριά του; Εκείνο το πουκάμισο με κάνει να καταλάβω πως καμώνεται τρέλα για νάν έτοιμος να κριματίσει.
10. ”Αλλά ποιός νάναι; Μα την αλήθεια που της μοιάζει ολίγο. Άα! είσ' εσύ μπομπόκορμο, βρωμοπόρνη, μυγόχεσμα του σπιταλιού, τσίπλα της γουρούνας, σκατή, γαϊδούρα, κροπολόγα.
11. ”Νά, τέλος πάντων, ό,τι σου προφήτεψα, και οι φίλοι σου οι αγαπημένοι. Δέ σόμεινε μήτε δισκάρι να διακονεύεις με δαύτο.
12. ”Είσαι στα χέρια μου. Τί θέλεις; Να σου κάμω ψυχικό; Τώρα στο κάνω. Να ιδώ ά σου μείνει φωνή να πεις πως είμαι μουρλή”.
13. Έτσι λέοντας έκαμε ένα γύρο και εβάλθηκε με μεγάλη λύσσα να χορεύει, και το πουκάμισο το κοντό ευρισκότουνα στο πρόσωπο της. Και τα μαλλιά, μαύρα και λιγδωμένα, έλεγες πως είναι φιδόπουλα οπού γένονται ανάμεσα τους κομμάτια απάνου στον κορνιαχτό.
14. Και στη ζέστα του χορού έκανε με το ζωνάρι μία θηλιά, και ο χορός εβάσταξε όσο να κάμει τη θηλιά.
15. Και είπε: “Ακλούθα με από πίσω από τον καθρέφτη, να σου κάμω το ψυχικό, να ιδώ ά σου μείνει φωνή να πεις πως είμαι ζουρλή.
16. “Γιατί έρχεται κάπου κάπου ο γάιδαρος ο γιατρός, οπού θα σ' έχει και εκείνος, και του σκαρφίστηκε πως είμαι άρρωστη”.
17. Και επήγε οπίσω από τον καθρέφτη, και την άκουα να κάνει μεγάλη ταραχή.
18. Και έσκασε ένα γέλιο μεγάλο που αντιβούισε η κάμερα φωνάζοντας. Νά, μάτια μου, το ψυχικό.
19. Ετότες έπεσα με τα γόνατα χάμου να κάμω δέηση για να την κάμει ο Κύριος να μην είναι έξω φρενών, για το λίγο ακόμη πόχει να ζήσει, και να της πάψει η κακία.
20. Και τελειωμένη η δέηση εκοίταξα χάμου οπίσω από τον καθρέφτη στοχάζοντάς τηνε λιγωμένη, και δεν ήτον εκεί.
21. Και αισθάνθηκα το αίμα μου να τραβηχτεί από τα μαγουλά μου.
22. Και έπεσε το κεφάλι απάνου στα στήθια μου, και είπα μέσα μου:
23. Ο θεός ξέρει που έφυγε η δύστυχη, ενώ επαρακάλεα για αυτήν με τη θέρμη της ψυχής μου.
24. Και επέρασα πέρα με το κεφάλι σκυφτό και στοχασμένο να πάω να την εύρω.
25. Και άκουσα στο μέτωπο κάποιον τί κ' έπεσα ξαφνισμένος τ' ανάσκελα.
26. Κι εσηκώθηκα και επήα οπίσω από τον καθρέφτη και είδα τη γυναίκα της Ζάκυνθος που εκρεμότουνα και εκυμάτιζε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΥΣΤΕΡΟΝ (10)1. Και ασηκώθηκα όλος τετρομασμένος φωνάζοντας: Μνήσθητί μου, Κύριε, μνήσθητί μου, Κύριε, και άκουσα ποδοβολή ανθρώπων που ανέβαιναν τές σκάλες.
2. Και ήταν καμιά δεκαπενταριά ανθρώποι και οι περσότεροι εφορούσαν μια προσωπίδα, όξω από πέντε, οπού εγνώρισα πολλά καλά.
3. Ο ένας (ζωγράφισε τους όλους τους πέντε).
4. Και επειδή χωρίς ν' αγαπάν τη γυναίκα εσυχνάζανε σπίτι της και αρχινήσανε να σκούζουνε,
5. Και εγώ γυρίζοντας κατ' αυτούς τους είπα: Όξω από δώ, όξω από δώ! Τα κρίματά σας σας εσύρανε εδώ. Τούτος ο τόπος είναι κεραυνοκράχτης, γιατί ο θεός τον μισάει.
6. Και εφοβήθηκαν ολίγο, όμως δεν εφεύγανε.
7. Και εστάθηκα σιωπηλός για νάβρω τί να τους πω για να φύγουνε.
8. Και τους είπα: “Παιδιά, ακούστε τα λόγια του Διονυσίου του Ιερομόναχου. Εγώ για με πάω να κάμω δέηση και σας αφήνω εδώ.
9. Βάλτε το χέρι στη συνείδηση σας, εσύ Μ., εσύ Γ., εσύ Κ., εσύ Π., εσύ Τ. (γιατί σας τους άλλους δε σας γνωρίζω), και ιδέστε τι μπορεί νάβγει εάν μείνετε. Η διοίκηση σας γνωρίζει και βρίσκοντας σας εδώ θέλει πει πως την εφουρκίσετε εσείς”.
10. Ετότε τους είδα να πισωπλατίσουν όλους, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον ποιός να πρωτοφύγει, και εροβολούσαν τές σκάλες με μια ταραχή οπού μου φάνηκε πως οι περσότεροι εγκρεμιζόντανε.