Μήλο μου κόκκινο
Άκουγε τον πατέρα του να διηγείται μια ιστορία που συνέβη το καλοκαίρι του 1949 στο Γράμμο, λίγο πριν τη λήξη του εμφυλίου. Ως σήμερα δεν μπόρεσε να καταλάβει αν αυτή η ιστορία είναι για τον πόλεμο ή για την αγάπη . Περίπου αυτά άκουγε… ότι ένα τάγμα στρατιωτών είχε προωθηθεί αρκετά προς μια οχυρωμένη κορυφή του βουνού και ένας λόχος του είχε αγκιστρωθεί σε απόσταση βολής από τα πρώτα πολυβολεία των ανταρτών.
Οι μέρες κυλούσαν σε ακινησία χωρίς εχθροπραξίες. Ήταν η ακινησία και η βουβή , ηλεκτρικά φορτισμένη σιωπή πριν την καταιγίδα. Οι αντάρτες το είχαν συνήθεια σχεδόν κάθε βράδυ να προπαγανδίζουν τον αγώνα, έβαζαν χωνί, τον τσίγκινο τηλεβόα και απευθύνονταν στους στρατιώτες , τους έλεγαν ότι είναι αδέρφια, είναι όλοι τους παιδιά του λαού και είναι κρίμα να αλληλοσκοτώνονται τα παιδιά του λαού για τα συμφέροντα του ντόπιου και του ξένου κεφαλαίου και των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών.
Ο λόχος δεν είχε χωνιά αλλά μέσα στους τόσους αγροίκους στρατιώτες ήταν κάποιοι με αγριοφωνάρες που έβαζαν τις παλάμες στο στόμα και απαντούσαν στους αντάρτες με διάφορα ειρωνικά σχόλια και απειλές. Γρήγορα ξεχώρισε στις δηλητηριώδεις απαντήσεις ο Θανάσης , ένα παιδί από χωριό της Φλώρινας και η φωνή του επιπλέον είχε την κατάλληλη ιδιοσυχνότητα ώστε να φτάνει δυνατή και ευκρινής ως τις ψηλότερες κορφές . ‘Ηταν σα να μιλούσε από την ορχήστα ενός αρχαίου θεάτρου και η φωνή του έφτανε ως τα ψηλότερα διαζώματα.
Όταν στα χωνιά έβγαιναν αντάρτισσες, τα σχόλια χόντραιναν, γίνονταν όπως το λέμε τώρα σεξιστικά, εκείνες ανταπαντούσαν ότι αν τολμήσουν οι μοναρχοφασίστες να ανεβούν προς την κορυφή θα τους πάρουν όλους με το μαχαίρι, ‘’Δε χαλάμε σφαίρες’’.
Και ο Θανάσης απαντούσε ‘’ Και μείς θα σας πάρουμε με την π@@@. Δε χαλάμε σφαίρες’’ .
Με τέτοιες ατάκες γελούσαν τα χαρακώματα από άκρη σε άκρη και το γέλιο σέρνονταν υπόκωφα μέσα στα οφιοειδή λαγούμια. Μεταξύ των αντιπάλων διαμορφώθηκε σιγά, σιγά ένα είδος συνενοχής και αταξίας σχολικής, φυσιολατρικής εκδρομής… σε βουνό!
Ενώ όλα κυλούσαν μέσα στη ρουτίνα του θανάτου , ξαφνικά ένα βράδυ, λίγο πριν τα μεσάνυχτα ακούστηκε στο χωνί μια ανατριχιαστική, στριγκή γυναικεία φωνή , που πρώτα ήταν κραυγή μαινάδας και μετά έγινε φωνή , να βρίζει τους αγουροξυπνημένους , ξαφνιασμένους φαντάρους και να τους απειλεί ότι θα τους… φάνε τα τσακάλια, και τα μυρμήγκια αν τολμήσουν να ανέβουν προς την κορυφή. Η γυναικεία κραυγή ιδίως μέσα στη σκοτεινή, άγρια νύχτα είναι υπερόπλο τρομοκράτησης του αντιπάλου διότι είναι κράμα μητρικής κραυγής γέννας παιδιού και θανάτου παιδιού και μπροστά σε αυτήν την κραυγή και ο πιο γενναίος άντρας πανικοβάλλεται διότι νοιώθει ότι τον πολεμά η ίδια η φύση που είναι ανίκητη.
Η φωνή δεν είχε σταματημό, έβριζε και απειλούσε και προχωρούσε σε πρωτόγνωρες προκλητικές εκφράσεις που στόχευαν κατ’ ευθείαν το Στέμμα και προσωπικά τη βασίλισσα Φρειδερίκη , αποκαλούσε τους φαντάρους …κουλόπαιδα της Φρειδερίκης, ότι τη Φρειδερίκη την κουτούπωσε ο Χίτλερ και την έχετε βασίλισσα .Η φωνή φαινόταν ξενική , δεν είχε ελληνική μητρική προφορά, και γινόταν αντιληπτό ότι άκουγε κάποιον υποβολέα που της έλεγε στο αυτί αυτά που εκείνη ξεστόμιζε.
Ο Θανάσης πήρε πρωτοβουλία , ανέβηκε σε ένα βράχο ,έκανε τα χέρια χωνί και απάντησε’’ Μωρή ποτάνα Μακεδόνα, θα το βουλώσεις απόψε ή στο βουλώσω με τον νεζγκόντο! Σκάσε μωρή που σε γ@@@@ οι Πρέσπες, οι Μεγάλες και οι Μικρές!’’. Κάποτε τη φοβέριζε ότι… άμα την τσακώσει θα την… εμπάμ από τον γκατζ.
Η συνεχόμενη εμφάνιση στο χωνί αυτής της επικίνδυνης προπαγανδίστριας με την σλαβική προφορά, και οι στοχευμένες, ανίερες προσβολές κατ’ ευθείαν στο πρόσωπο της βασίλισσας δεν πέρασαν απαρατήρητες από τους αξιωματικούς του εθνικού στρατού. Θίγονταν κυρίως ένα ιερό σύμβολο, η βασίλισσα, έπεφτε επιπλέον το ηθικό των αντρών, δημιουργούνταν εκνευρισμός και ήταν ανάγκη κάτι να κάνουν με αυτή τη Σλάβα και να της βουλώσουν το στόμα για παραδειγματισμό.
Ο Θανάσης ονόμασε αυτή τη σλάβα Μίρκα δίνοντάς της ένα πιθανό , συνηθισμένο σλάβικο όνομα της περιοχής. Αυτό της έμεινε. Από έναν λιποτάκτη, που δεν πρέπει να ήταν περισσότερο από δέκα πέντε χρονών πληροφορήθηκαν ότι η Μίρκα ήταν τραγουδίστρια της περιοχής της Καστοριάς, και διασκέδαζε τους αντάρτες για την ανύψωση του ηθικού τραγουδώντας σλάβικα τραγούδια για τους ομοεθνείς της αλλά και ελληνικά για τους έλληνες αντάρτες.
Αυτή η αποκάλυψη έφερε απροσδόκητη μεταστροφή στην ψυχοσύνθεση του Θανάση. Αυτό έγινε φανερό πλέον διότι κάθε βράδυ γινόταν όλο πιο ευγενικός απέναντί της και προσπαθούσε να τη συνετίσει και να την προφυλάξει. Φαινόταν ότι πλέον την αντιμετώπιζε ως παραστρατημένη καλλιτέχνιδα και όχι σαν αντάρτισσα ‘’Μη βρίζεις τη βασίλισσα, άμα σε τσακώσω στο πανηγύρι στη Μελίτη θα φας τις μουστάκες του Στάλιν. Μη βρίζεις τη βασίλισσα , θα φας το κεφάλι σου μωρή’’.
Είχε ανακρίνει και ο ίδιος τον μικρό αυτόμολο και πήρε πληροφορίες για την ομορφιά της και τα σωματικά χαρακτηριστικά της. Όμως το πραγματικό όνομά της δεν το έμαθε. Ολοι εκεί οι από πάνω είχαν κοινό όνομα, ονομάζονταν ή συναγωνιστής ή συναγωνίστρια.
Η συναισθηματική μεταστροφή του Θανάση έγινε πλέον φανερή όταν τα βράδια αντί να αποστομώνει τη Μίρκα ιδεολογικά και σεξιστικά άρχιζε να της δίνει παραγγελίες δημοτικών τραγουδιών σα να βρίσκονται σε πανηγύρι κάποιου εξωκλησιού! ‘’Αφ’τα αυτά μωρή και τραγούδα μας τα καλά τραγούδια. Οι φαντάροι θέλουν να ξεσκάσουν. Αν τραγουδάς καλά θα παραδοθούμε όλοι’’.
Ομως τελευταία άρχισε να της πετάει κάποιες λέξεις και φράσεις από τα κάποια σλαβομακεδονικά που ήξερε ως κάτοικος της περιοχής . Τι της έλεγε, άγνωστο. Δεν πέρασαν, τρία, τέσσερα βράδια και η φωνή της Μίρκας ειδοποίησε ότι απόψε θα πει τραγούδια.! Αυτό ήταν ανέλπιστο και πρωτίστως ύποπτο. Πράγματι αφού πρώτα έγινε από το χωνί κήρυγμα σοσιαλιστικό , η Μίρκα τραγούδησε το αντιστασιακό τραγούδι Σαν ατσάλινο τείχος που αλύγιστο ορμάει στα πεδία των τίμιων μαχών και μετά…Εσείς παιδιά ανταρτόπουλα, παιδιά της Σαμαρίνας .
Μια αναταραχή αποδοκιμασίας ακούστηκε από το εχθρικό ακροατήριο. Περίμεναν να ακούσουν άλλα τραγούδια, τραγούδια του καημού και της αγάπης. Πάντως με το δεύτερο τραγούδι που είναι αργόσυρτο, βαρύτονο, κατάλληλο για χωνί η Μίρκα έδειξε όλη την χαρισματική δεξιοτεχνία της που την πλούτιζε η αηδονίσια σλάβικη προφορά και την έκανε ανατριχιαστικά μαγική μέσα στην νεκρική ησυχία του βουνού και της νύχτας. Μάλιστα οι πιο κοντινοί στρατιώτες έβλεπαν αμυδρά τη σιλουέτα της Μίρκας καθώς είχε ανεβεί σε μια τσακισμένη από βόμβα οξιά .
Πιο πρώτος από τους πρώτους ο Θανάσης την έβλεπε σαν γιγάντιο αηδόνι στο κλαδί του να φωτοσκιάζεται από το μισό φεγγάρι που ανέβαινε από το Πάπιγκο. Σε λίγο ο Θανάσης ξαναγύρισε στο βράχο και γεμάτος αληθινό παράπονο της φώναξε «.Είσαι η Βέμπο μωρή! Πες καλά τραγούδια!’’
Η Μίρκα όμως έκανε τρεις νύχτες να φανεί. Ακούγονταν άλλες φωνές στα χωνιά. Ο Θανάσης ανεβασμένος στο βράχο την αναζητούσε και της ζητούσε τραγούδια, μάλιστα τώρα είχε και τη συμπαράσταση αξιωματικών που τον πίεζαν πότε με κολακείες , πότε με ειρωνείες ότι δε μπορεί να ξαναβγάλει τη Μίρκα να τραγουδήσει πάνω στην οξιά. Αυτό του φαίνονταν πολύ περίεργο που ασχολείται ακόμα και ο διοικητής του τάγματος ( ένας ασπρομάλλης αντισυνταγματάρχης) με το αν ξανατραγουδήσει η Μίρκα. Του είπε όταν τον κάλεσε στη σκηνή ’’ Τι φωνή! Τι φωνή! Α, καημένε Θανάση, δε θα την ξανακούσουμε. Ησουν κυνηγόσκυλο κι’ έγινες κοπρόσκυλο, δεν ξαναβγάζεις το λαγό’’. Ο υπολοχαγός του είπε ‘’Ολοι ξέρουν ότι αγαπιέστε. Της πετάς και κανένα μακεδονικό. Δεν καταλαβαίνουμε νομίζεις ; Αμα τελειώσει ο πόλεμος και γλυτώσουμε θα σας παντρέψω εγώ». Ο Θανάσης κοκκίνισε’’ Μα τι λες κυρ- Λοχαγέ. Γίνονται αυτά τα πράμματα?’’
Ήταν όμως φανερό ότι ένα είδος ανεξήγητης επιφυλακής υπήρχε γύρω από το Θανάση τα τελευταία βράδια. Μέχρι και ο πολυβολητής του λόχου τριγύριζε ανήσυχος με το τρίποδο οπλοπολυβόλο στον ώμο κοντά στο βράχο του Θανάση. Μήπως άραγε τον υποπτεύονταν για λιποταξία για να συναντήσει τη Μίρκα?
Την νύχτα του Αη-Λιά ο Θανάσης της βρήκε το ευαίσθητο κουμπί. Φώναξε ‘’ Εεε..! Σήμερα πανηγύρια. Ηλιντεν! Ηλιντεν!*. Θέλουμε καλά τραγούδια’’ Εκείνη ανταποκρίθηκε μετά από αρκετή ώρα ‘’Απόψε καλά τραγούδια Τανάση, Ηλιντεν!’’ . Ηξερε λοιπόν το όνομά του. Πώς το ήξερε? Κατά πάσα πιθανότητα άκουγαν από ψηλά τους άλλους φαντάρους να φωνάζουν τα προηγούμενα βράδια ‘’ Θανάση, γάμησέ την! Μας έσπασε τ’ αρχίδια!’’
Πήρε διπλή αγαλλίαση, πρώτον τον φώναξε με το όνομά του και μετά που αισθάνονταν ότι θα έκανε ολόκληρο πανηγύρι για χάρη του. Οι στρατιώτες που άκουσαν την αναγγελία για τραγούδια είχαν αδημονία πότε θα αρχίσει. Το φεγγάρι σχεδόν γεμάτο ανέβηκε πάνω από τα Ζαγοροχώρια. Οι πιο προωθημένοι (ο πιο προωθημένος ήταν ο Θανάσης) την είδαν σε απόσταση περίπου διακόσια μέτρα να ανεβαίνει στην οξιά, δεν είχε όπλο, μόνον ένα τεράστιο ντενεκεδένιο χωνί ,δε φορούσε στρατιωτικά παντελόνια, φουστάνι μακρύ πρέπει να φορούσε. Δε διακρινόταν χρώματα αλλά μάλλον κόκκινο πρέπει να ήταν γιατί από μακριά στο φως του φεγγαριού έδειχνε σαν καραβίσια σκουριά.
Ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαρύγγι της, έβγαλε κάποιους προκαταρκτικούς ήχους σα να ήταν σε πάλκο πανηγυριού και αμέσως διαμορφώθηκαν οι πρώτοι στίχοι του τραγουδιού που απλώθηκε στον αιθέρα. Μήλο μου κόκκινο,ρόιδο γραμ.
Δεν ακούστηκε υπόλοιπο τραγούδι. Τρεις μακρόσυρτες ριπές οπλοπολυβόλου ήρθαν από δεξιότερα και εκείνη πέφτοντας σφήνωσε σε μια διχάλα. Ακούστηκαν άλλες δυο ασθενικές ριπές από άλλη κατεύθυνση. Υστερα παγωμένη σιωπή.
Η πρώτη κραυγή ήταν του Θανάση που όταν συνειδητοποίησε τι έγινε, σηκώθηκε όρθιος, απερίσκεπτα ακάλυπτος και με τις γροθιές χτυπούσε τους κροτάφους του κράνους του. ’’ Ωι,ωι, ο μαύρος εγώ! Ωι,κωλόπαιδα της Φρειδερίκης, μού σκοτώσατε τη γυναίκα ενώ τραγούδαγε μήλο μου κόκκινο.
Βασίλης Γκουρογιάννης
· Σλαβομακεδονικά: Γιορτή του προφήτη Ηλία