Δ’. ΕΛΕΝΗ
αλλ’είδωλον ην.
Έτσι που θα την ιστορήσω, μας ανιστόρησε ο ξένος την ιστορία μιας απιστίας παράξενης που έγινε στα ξένα.
Από το Σαν Ρέμο ως τη Τζένοβα οι ιταλιάνοι μηχανικοί έχουν στρώσει ένα δρόμο πέταλο καρφί. Ή θα περνάς γιοφύρια που ενώνουν βουνά με κάτωθε τις κοιλάδες και το πιότερο βράχους και κράκουρα, ή θα περνάς τούνελ και σήραγγες που ενώνουν κοιλάδες με πάνωθέ σου όγκους τα βουνά.
Μια χτενισιά γης, εκατό και βάλε μίλια, την ξεμετράς αστραπή. Το μισό σαν ιπτάμενος, το άλλο μισό υποβρύχιος. Κύλινδροι, σπαστήρες, δυναμίτες, προωθητές γαιών έκαμαν ένα τα κατά γην, αέρα και θάλασσα. Οι ιταλοί έχουν παράδοση στη μηχανική και στους δρόμους. Από την εποχή του βασιλιά Πύρρου. Τότε που στρώσανε την Αππία οδό. Την πρώτη αουτοστράντα.
Ύστερα, καμιά διακοσαριά χιλιόμετρα, καθώς αφήνεις πίσω Ραπάλλο και Σάντα Μαργαρίτα και δεξιά σου Λασπέτσια και Πίζα, ο δρόμος ισιώνει στον κάμπο. Η αουτοστράντα τους τραβάει καρσί και πλατιά. Το αμάξι χύνεται στην άσφαλτο κυνηγώντας τα πρατήρια βενζίνης. Το τοπίο μηρυκάζει τον εαυτό του. Μόνο ανάρια και που, με τη στροφή ή την ομίχλη αλάργα, διαβάζεις την πινακίδα Velocita 100.
Tέλευε η μέρα κι ο μουντός αγέρας
τα ζωντανά της γης από τους κόπους
ξαλάφρωνε∙ κι εγώ μονάχος ένας
συντάζουμουν να πιάσω τον αγώνα,
που λέει κι ο Δάντης του Καζαντζάκη. Αλλά τότες δεν ήμουν ένας ακόμη. Ήμουνε δύο.
Τέλευε η μέρα, λοιπόν, που ο Γιαννιάς και η Λίμπικα με την καμπριολέ τους Μπιεμτάμλιγιου φτάνανε στο σταυρό της Πάρμας. Το ιουλιάτικο πνίγος λάβωνε το ηλιοβασίλεμα με τη φτερούγα μιας θαμπερής αποκάρωσης.
- Τραβάμε για Πάρμα; ρώτησε τη γυναίκα ο Γιαννιάς αγγίζοντας τα μαλλιά της.
- Λέω να προχωρήσουμε κομμάτι. Έχουμε να χάσουμε πολλά, αν δεν κοιμηθούμε απόψε στο Μοναστήρι της Πάρμας;
- Τότε Μόντενα-Ζυντ, είπε ο άντρας.
Σε λίγα λεπτά αφήνανε το ποτάμι της πίσσας, και μπαίνανε στα νότια προάστια της πόλης. Περνώντας περιβόλια λογής, αποθήκες κατά μήκος του δρόμου, αδέσποτα σπίτια, φάμπρικες και κεραμικά κανατάδικα, σταμάτησαν σ’ένα hotel. Ήταν ένα απολειφάδι παλιού αρχοντικού, «Το Καστέλλι», με τ’όνομα.
Και στους δύο ορόφους του τετράπλευρου τα παράθυρα, με ξύλο στο χρώμα του δρυ, απόληγαν σε ευρύκυκλα τόξα. Στη στέγη ένα χτίσμα, αρκετά μεγάλο για δώμα, στεφάνωσε την κλασική γραμμή των παραλλήλων. Το’παιρνες καλύτερα για βίγλα, ή πολεμίστρα άλλων καιρών.
Ανεβαίνοντας ένα Π πέντε σκαλιά, και στηριγμένη σε δύο μαρμάρινες κολόνες η κεντρική είσοδος, με ευρυχωρία πυλώνα, έδειχνε κατευθείαν στην Υποδοχή. Δεξιά, ένας άνετος διάδρομος οδηγούσε στο μπαρ, που στο βάθος του καρσί έβλεπες κρεμασμένη μια γκραβούρα του ποιητή με το δάφνινο στεφάνι στην κόμη και τη μακρυά γαμψή μύτη. Αυτό μπορούσες να το ξεχωρίσεις αμέσως από κάθε σημείο του διαδρόμου. Όπως ακριβώς στο Μουσείο των Δελφών βλέπεις από παντού τον Ηνίοχο.
Αριστερά, άνοιγε η μικρή αίθουσα του ρεστωράν με μια δεκαριά τραπέζια. Σε όλους τους χώρους υπόφεραν οικόσιτα φυτά σε ζαρτινιέρες και γλάστρες. Τα χαλιά ήσαν λεπτά και τριμμένα. Ένα γυάλινο ενυδρείο στημένο στον αριστερό τοίχο του εστιατορίου ήταν το μόνο παράταιρο στην παλαιωμένη τάξη.
Το ταξιδιάρικο ζευγάρι πήρε το δωμάτιο δεκάξι στη βορειοδυτική πλευρά του πρώτου ορόφου. Ήταν μια κάμαρη ευρύχωρη με το λουτρό εμπρός και αριστερά. Στο δεξιό και πίσω μέρος το σιδερένιο κρεβάτι μέσα σε μια μεγάλη τετράγωνη αχιβάδα.
Τα φώτα ήσαν κρυμμένα. Ο πολυέλαιος στη μέση σε αποστρατεία. Και ο καθρέφτης στη βορειοανατολική γωνία του τοίχου έμοιαζε να’χει αντικρύσει ήθη και τρόπους από την εποχή του Μαρκήσιου Ντε Σαντ.
Τα δύο παράθυρα, μικρότερο το ένα από το άλλο μεγαλύτερο, ανοίγονταν δυτικά και βόρεια αντίστοιχα. Το δυτικό μέσα από ψηλές σημύδες αγνάντευε στον ουδέτερο κάμπο. Η βόρεια πλευρά έβλεπε σ’ένα χώρο με εφτά οχτώ ρεμίζες. Και δεξιά του θρόϊζε ένας μεγάλος κήπος, νοιασμένος με ψιλολογιά ατημέλητη.
Η Λίμπικα βιάστηκε. Χωρίς σχεδόν να σπουδάξει το χώρο που σε λίγο θα γινόταν ιδιωτικός έστω και φευγαλέα, πέταξε το ελάχιστο ρούχο της και μπήκε στο λουτρό.
- Το νερό! τι θαύμα είναι το νερό, μονολόγησε βγαίνοντας. Σκούπιζε μαλακά το σώμα της, αγγίζοντας μ’ένα Marimekko προσόψιο νησίδες νησίδες τα υγρά μέλη.
- Όπως τρίβεις με την απαλάμη φύλλα καρυδιάς. Κι ύστερα τα μυρίζεσαι, συλλογίστηκε ο Γιαννιάς.
Όταν φρεσκαρίστηκε και ο άντρας, κατέβηκαν στο ρεστωράν και δείπνησαν ελαφρά. Ύστερα πέρασαν στο μπαρ. Εκείνος άναψε τα τσιμπούκια του, τρεις παλαιωμένες ρίζες από ρείκι Κορσικής, και η Λίμπικα ξεδίπλωσε τον ¶τλαντα της Shell. Εσπούδαξε σημειώνοντας τον τόπο και τις αποστάσεις για την αύριο. Και έριξε μια γρήγορη ματιά στις σελίδες με τα τοπικά αξιοθέατα και τα μνημεία.
- Αύριο λίγο Φερράρα και πολύ Φιρέντζε, είπε στο Γιαννιά λικνίζοντας τη φωνή της ανάμεσα στη φαντασία και στο προσδοκώμενο.
- Φίλος παλιός έλεγε πως στην Casa di Dante, σ’ένα τετραγωνικό μέτρο τόπο θα διαβάσουμε ολόκληρη την Κωμωδία.
- Λένε πως στην έκθεση βιβλίων στην είσοδο του σπιτιού θα ιδούμε τα τρία τεύχη της μετάφρασης του Καζαντζάκη.
- Εθνική μας τιμή, απόσωσε στυφά ο άντρας.
- Πάμε για ύπνο. Νιώθω κατάκοπη. Θα παραδεχτείς να με αφήσεις απόψε αφίλητη; του χαμογέλασε ήρεμα.
Σε λίγο, κόντευε πια μεσονύχτι, η νέα γυναίκα είχε κιόλας αποκοιμηθεί. Το ελαφρύ λινό, πτυχωμένο σε λοξή ταινία, σκέπαζε το καστανό της ανάστημα, αφήνοντας να διαγράφεται μια ανεπαίσθητη κλίση προς τα δεξιά, καθώς άπλωνε ανάσκελα τον απέριττο πλούτο του κορμιού της στο στρώμα.
Οι μηροί της ενωμένοι χαλαρά τόνιζαν μια αδιόρατη κάμψη προς την ίδια πλευρά βαθαίνοντας χαρούμενα το στιλπνό μέταλλο της κοιλιάς. Τα δάχτυλα του αριστερού χεριού της σκέπαζαν τον κάλυκα του αφαλού, ενώ η δεξιά παλάμη της ήταν λησμονημένη στην πυρή κορυφή του αριστερού της στήθους. Όπως το μωρό που κοιμήθηκε με το δάχτυλο ξεχασμένο στο στόμα. Μια άνεση θεληματική πλανιότανε ανενόχλητη στα δροσερά ματόκλαδα.
Α, η χορτασμένη γυναίκα, συλλογίστηκε ο Γιαννιάς. Η Gestillte, που έλεγε ο Ρίλκε. Τύψη της αθωότητας. Λύτρο και ευλογία της ενοχής.
Εκεί, και τότε, και έτσι. Και η νύχτα νύσταζε. Και νικητήριος του κόσμου ο ρυθμός ολοπερίγυρα ησύχαζε. Οπόταν ξαφνικά!
Ξαφνικά ένας ξερός ήχος. Εγλίστρησε τραβηγμένος, και παρείσακτος μπήκε απάντεχος. Ένα τρέμουλο, που άρχισε ν'ανεβαίνει στο σαλαγητό και την αναστάτωση.
Και απότομα, ωσάν ερεθισμός και πείραξη τριβής, φούντωσε σε φρύγανα το ζεστό λαχάνιασμα. Κάτι που είχε ξεκινήσει συσταζούμενο, μουσικό, βαθύ και πνιγμένο. Τα ακούσματα έσπασαν σε απότομες και δυνατές ανακοπές, που ασύμμετρες ή περιοδικές αυλάκωναν το σκοτάδι με βαθιές χαραγές.
Αναπνοές και βογγητά. Καλέσματα σιγανά. Απότομα πλούταιναν. Και σβήνανε βίαια στο βάθος μιας απελπισμένης σπηλιάς. Στα αυτιά του Γιαννιά φτάνανε οι κύκλοι ενός ιερού τρόμου.
Τέντωσε την ακοή του λεπίδι. Δάγκωσε τον αριστερό του αντίχειρα. Σαλτοπατώντας βρέθηκε στο ανοιχτό παραθύρι του βοριά. Ζουλάπι κακό ζάρωσε μέσα του το αρπαχτικό φυλάγοντας από τη σκοτεινή λόχμη τον καιρό, να ξεδιακρίνει και να φερμάρει το θήραμα.
Ένα δεύτερο κύμα από αγκομαχητά, βιάση αναμμένη, γελούμενα κλάματα, και φωνές ασυνάρτητες και βατταριστές περόνιασε το σώμα του και κούνησε την κάμαρη.
Ένιωσε τα παραθύρια να σκαμπανεβάζουν στην αγριεμένη νύχτα των νερών. Ανταριάστηκαν οι σημύδες, και άρχισαν να υποχωρούν κατεβαίνοντας. Τα μανιτάρια του κήπου τραμπάλιζαν, σπίθες σε άπατα ύψη, και πυγολαμπίδες. Πέρα ο κάμπος άρχισε να γυρίζει σφοντύλι. Γύρω από το τεράστιο αδράχτι τ'ουρανού.
Έπλεξε σφιχτά τα δάχτυλα των χεριών του. Πισωπατώντας διάγειρε στο στενό δωμάτιο. Πλησίασε τη Λίμπικα προσεκτικά και την κοίταξε. Η ήρεμη θέση ενός κοιμισμένου αλάβαστρου. Η ακινησία της μαρμαρένιο αλώνι.
- Και ο ύπνος τί δίκαιος! ψιθύρισε ο Γιαννιάς.
Έσκυψε να λογαριάσει την αναπνοή της γαλήνης της.
Ύστερα ξεμάκρυνε βιαστικά βηματίζοντας στον αλαφιασμένο αέρα. Περισυνάζοντας τα μέσα του και τα έξω, αναμέτρησε την κατάσταση και τους όρους. ¶νοιξε τα χέρια του και τα κατέβασε νεύοντας. Σα νά'θελε να κυβερνήσει το δρολάπι των σκιών και των ήχων. Είδε τα νεύρα του και το σφυγμό του πιασμένα στο δίχτυ.
Ο Γιαννιάς πρόβαλε τώρα το σώμα του έξω από το παράθυρο του βοριά. Κατευθύνοντας προσήλωσε συγκεντρωτικά τη χοάνη των αυτιών του στο μεθυσμένο αλαλητό που έβγαινε από τα πάνω παραθύρια. Εστάθηκε εκεί κρατώντας το χτύπο να βαρεί μες στο αίμα του. Μέσα στη θύελλα μιας ακαταλάγιαστης διάρκειας άκουγε ακούσματα ανάκουστα.
Φωνές, Φωνές που τις κόβανε οι λυγμοί. Ικεσίες και στεναγμοί κατεβαίναν ως τη λυτρωτική σιωπή μιας καινούργιας εκκίνησης. Αναπνοές ασυγκράτητες και σφαχτές ανεβασμένες από το αναβρυτό παράδομα της σάρκας.
Διαρκούσανε και δυνάμωναν, και ανέβαιναν και κατέβαιναν. Έσπρωχναν το κυνήγι της ταραχής ως το σύνορο της λιποθυμίας.
Κατάπιναν τη λύσσα της αναζήτησης στις δοχές ενός άπειρου λάρυγγα. Βύθιζαν παλαβωμένη τη λαχτάρα ανάμεσα από σπαραγμούς και απανωτές ριπές εγκατάλειψης σε βυθούς ανεξερεύνητους. Συμπάλευαν τα τινάγματα και τα φιλιά και το χάϊδεμα στο αβρό και σαρκοβόρο πλέξιμο μιας εκκωφαντικής διάλυσης.
Ήτανε τα αγρίμια που ζευγάρωναν. Ήτανε σε συστάδες αναμμένες αφάνες, σε αλυγαριές και σε φλόμους. Ήτανε κορφές δέντρων υψιπέτηλες που τις κομμάτιαζε έξαλλο το πλέξιμο του βοριά. Ήτανε νερά καταρράχτες και έσκαζαν παφλάζοντας στα βράχια.
Μυώνες γατόπαρδου στο γονάτισμα και στο κύλισμα της γκαζέλας. Λυγίσματα κύκνων στους καλαμιώνες. Περιστεριών ραμφίσματα και φτερουγητά. Έκλαιγε η βροχή. Ούρλιαζαν την πείνα τους τα τσακάλια στο μακρυνό λόγγο. Λύγιζαν κύματα τα γεννήματα στο κολπωτό πέρασμα του Μάη. Τα στοιχεία της οργής χύνουνταν ταράζοντας την κορφή και τη ρίζα στα κέδρα.
Ποιοί σμίγανε, καθώς οι ορίζοντες που τους έφερνε και τους έπαιρνε η στιγμή της αστραπής; Πάνου από το κεφάλι του Γιαννιά, σε όλο και πιο έξαλλους ανεβατούς ρυθμούς, λαχανιάσματα γρήγορα, και πελώρια ξεφωνητά κατέβαζαν τρόχαλα οι ροβόλες.
"... Ν'αγαπηθεί ακόμη περισσότερο
η ηδονή που νοσηρώς και με φθορά αποκτάται
που νοσηρώς και με φθορά, παρέχει
μιαν έντασιν ερωτική, που δεν γνωρίζει η υγεία..."
Οι γραμμές της επιστολής του νέου Ιμένου, πατρικίου διαβοήτου εν Συρακούσαις επί ασωτεία, φωτίστηκαν ξαφνικά και φωτίσανε τον τομέα του εγκέφαλου του Γιαννιά. Ιδού γιατί στο εξής οι ευαίσθητοι νέοι σαν ερωτεύουνται θα παίρνουν μαζί τους, τρίτο, τον Καβάφη. Την ιδική του έκφανση του ωραίου. Π ο λ ύ σ π α ν ί ω ς, αλλά ναι.
Δάγκωσε άγρια το κατώχειλό του. Σάλεψε ασάλευτος. Και δοκίμασε να συναρμολογήσει την αταξία του κορμιού του, που ορμούσε με ξεφρενωμένα τα φρένα του άρματος να τον πετάξει, ιππικό ναυάγιο, στους βράχους.
- Α, το τραγούδι τους! ψιθύρισε πνιχτά. Νάτο, λοιπόν. Το τραγούδι τους. Το τραγούδι των Σειρήνων!
Μια υπέροχη και φονική κατανόηση διαπέρασε φωσφόρος και φώτισε όλα του τα κόκαλα. Ο Οδυσσέας δεμένος στο κατάρτι. Με τα ώτα έναυλα.
- Λύστε με! παρακάλεσε τους ίσκιους ο Γιαννιάς.
Όμως το σφάγιο της ηδονής δεν εννοούσε να πάψει. Έντρομα ξεσπάσματα, λιγοθυμισμένα αναφιλητά, καλέσματα φωνής μελλοθάνατης ανακάτευαν το σεισμό της ακοής του με τις λέξεις που δεν καταλάβαινε, με εικόνες, με γραμμές, με πλεγμούς και σπασμούς και θεσπέσια χρώματα.
Νερά, και σπαθιά, και κοχύλια. Δελφίνια, και αστερίες, και μύδια. Τα κυκλάμινα, οι κάκτοι. Και ροδάκινα, και αχινοί, και σταφύλια. Και τα φίδια, που λυγίζοντας τύλιγαν γιορντάνια στα μέλη τους οι χορεύτριες της Ίσιδας. Έσταζαν στάλες τα κόκκινα μήλα. Η αρμύρα έλουζε τα αχόρταγα μέλη. Και τα μύρα ζωντανά.
Ξαφνικά, η άρρυθμη κατεβασιά των ήχων και του παρακαλετού επήρε το καθαρό σχήμα των λέξεων της γλώσσας του Γιαννιά: ¶αχ! Χάι! Να! Τι! Έτσι! Τώ-ρα! Ίιι! Πά-λι! Μη! ¶αγκ! Ναι! Ένιωσε να σκάβει. Μία μία να φέρνει για πρώτη φορά στο φως τις λέξεις της γλώσσας του. Γνώριμες, και όμως άγνωστες.
Ήτανε δύο και τέταρτο. Όταν ο Γιαννιάς, χωρίς να ακούει πια άλλο, πάρεξ τις σφυριές και τα σφαδάσματα που τάραζαν τις φλέβες του, πέταξε από πάνω το ρούχο, γονάτισε δίπλα στη Λίμπικα, και φίλησε τρέμοντας όλα τα μέλη του θαλερού της ύπνου.
Με τρυφερή προσοχή τη γύρισε γαμώπιστα. Όπως τη ράχη κανονιού βυθισμένου στη θάλασσα, χάϊδεψε τους ώμους, τις πλάτες της. Κυκλωτικά έφερε τα χέρια του στους τρυφερούς γλουτούς και την ξαναγύρισε ανάσκελα.
¶φηκε τότε να γλιστρήσει το πενιχρό της εσώρουχο στον αέρα, και με την τρυφεράδα κρίνου άνοιξε τους ωραίους μηρούς. Έλυσε το πυρό του άλογο. Και αφέθηκε να το νιώθει να πλανιέται στους σχιστούς λειμώνες της Αφροδίτης. Να βόσκει στη χλώρη του βυθού.
Τόπους τόπους τίναζε ψηλά περήφανα το κεφάλι. Και η χαίτη του αλαφρότρεφε στις ριπές του ανέμου. Με τα αυτιά του προσηλωμένα στο μουσικό πανδαιμόνιο που κατέβαζε ο ουρανός.
Η Λίμπικα, μες στα ολόγλειφα χέρια του ονείρου της, αγκάλιασε το σκληρό σώμα του άντρα και κολπώθηκε να το χωρέσει αξεδιάλυτα και βαθιά της.
Στάζοντας τα μαλλιά και το μέτωπο σήκωσε τα μάτια του ο Γιαννιάς και την είδε κουλουριασμένη στα μπράτσα του. Ένα γαλήνιο, πλαγιασμένο, κατάφωτο οχτώ.
Την ώρα που οι πάνω ήχοι διαλύονταν σε τριανταφυλλένια σύννεφα στο σκοτεινό γαλάζιο του απείρου.
______________
ΥΣ. Απόσπασμα από το βιβλίο "Νηφομανής" του Δημήτρη Λιαντίνη (κεφάλαιο Τα Χορικά της Φωτονερόπετρας, σελ. 148 - 155