Ξέρω πως έχεις την έννοια μου τελευταία. Πρέπει να σε τρόμαξα αρκετά που δεν μπόρεσα να έρθω το Πάσχα. Ήταν και η κηδεία προχτές... το έμφραγμα τις προάλλες. Καταλαβαίνω. Βάζεις ιδέες στο μυαλό σου και ανησυχείς. Πάει ο καιρός που στενοχωριόσουν που δεν πρόλαβε ο παππούς να γίνει 95. Τώρα θες δε θες το βλέπεις ξεκάθαρα. Δεν υπάρχει σειρά. Όποιον θέλει παίρνει και λογαριασμό δε δίνει.
Και ήταν και η μέρα η σημερινή. Με όλες τις βαριές της μνήμες. Αυτές που δεν πρόκειται να ξεχάσει κανείς μας όσο ζει.
Ναι, ήταν καλή ιδέα να πάμε στην Επίδαυρο. Να δεις ότι ακόμη αντέχω. Και μπορώ να σε πηγαίνω βόλτα σαν και τότε. Ελπίζω να έδωσα καλή παράσταση χτες. Γιατί δε θέλω να στενοχωρώ τους άλλους με τα δικά μου. Εγώ έτσι κι αλλιώς το έχω πάρει απόφαση. Δεν έχω φόβο κανένα.
Ξέρεις τι πρόσεξα; Εκείνη την ξεκάρφωτη κουβέντα που είπες για το νάρθηκα. Δεν έβλεπες τα πενήντα μου χρόνια. Μωρό με κρατούσες ακόμη στην αγκαλιά σου εκείνη τη στιγμή. Με το χεράκι το παράλυτο. Πάει καιρός που κάποιος νοιάστηκε έτσι για μένα. Ίσως και γιατί δεν αφήνω τους άλλους να καταλάβουν πως έχω κι εγώ τέτοια ανάγκη. Έχω; Δεν ξέρω πια. Ξεσυνήθισα.
Και μετά πιάσαμε την κουβέντα για την Κική. Τι είμαστε; Ένα τίποτε. Η Κική ο ψαράς. Ένα φύσημα του αγέρα και μόνο. Ίδιο το σπιτάκι της. Πουθενά εκείνη.
Την ώρα που περνάγαμε από τις Κεχριές θυμήθηκες τα Λουτρά της Ελένης... Μα βέβαια, σου είπα. Πού αλλού θα ήταν τα Λουτρά της Ελένης;
Έκανες μεγάλη προσπάθεια χτες. Το έβλεπα. Με ρώτησες ακόμη και για την κόρη μου. Τι να κάνεις κι εσύ... Ακολουθείς τις δικές μου τρέλες...
Είπα να ξεσκάσω εσένα και κατέληξα να σκάσω εγώ. Δε μου αρέσει να σε βλέπω έτσι. Προτιμώ να μου λες τα χίλια δυο άσχετα. Δε θέλω να νοιάζονται οι άλλοι για μένα. Δε θέλω και να ανησυχούν. Τι θα πάθω πια; Το πολύ πολύ...
Από την ώρα που σε άφησα όλο ουφ και ουφ ήμουν μέχρι να φτάσω. Κι έπειτα ήρθε εκείνο το κορίτσι. Σαν τα κρύα τα νερά. Μα κι εγώ να μην μπορώ να θυμηθώ ονόματα; Αυτή τη φορά όμως δε θα την ξεχάσω. Ξέρεις μπορεί να γνωρίσεις ανθρώπους ακόμη και στο πεζοδρόμιο. Ακόμη κι εκεί μπορεί ένας άνθρωπος να σου ανοίξει την καρδιά του.
Μια καρδούλα μικρή και τρυφερή και γεμάτη θάνατο. Γίνεται να θέλεις να πεθάνεις στα 20; Γίνεται λίγα μέτρα μακριά σου να αφαιρεί τη ζωή του ένα μπουμπούκι; Κι εγώ χαμπάρι... Στις καθημερινές ανοησίες βουτηγμένη.
Αδύνατον να πιστέψω όσα άκουγα. Δεν ήθελα να τα πιστέψω. Πως έτσι την έχουμε κάνει τη ζωή μας.
Κουράστηκα σου λέω να ακούω για θανάτους. Πόσος θάνατος πια;
Γι' αυτό σου λέω. Ήταν όμορφη η Επίδαυρος χτες. Γιατί τίποτε άλλο όμορφο δεν υπήρχε.