Επειδή η επίσημη απάντηση από το Υπουργείο Πολιτισμού στα βέβηλα λόγια του Μπερνέλ φαίνεται να καθυστερεί... ας αφήσουμε έναν ακόμα διάσημο συμπατριώτη του να βάλη τα πράγματα στη θέση τους σχετικά με τα περί νομιμότητος και δανεικών ...
Η Κατάρα της Αθηνάς είναι το ποίημα του Μπάυρον που αναφέρεται αποκλειστικά στην ιεροσυλία του Έλγιν. Την ποιητική αυτή σύνθεση, που ανήκει στις νεοκλασσικές σάτιρες του Μπάυρον, την έγραψε ο ποιητής, σύμφωνα με την ιδιόχειρη σημείωσή του, στην Αθήνα, στις 17 Μαρτίου 1811, ένα σχεδόν μήνα πριν φύγει από την Ελλάδα για την πατρίδα του.
Με το ποίημα αυτό κατήγγειλε την ανελέητη καταστροφή των μνημείων της Ακρόπολης από τον συμπατριώτη του Έλγιν.
Περίμενα οι αντιδράσεις για τις δηλώσεις του Μπερνέλ να μη περιορίζονταν στα επιδερμικά άρθρα κάποιων δημοσιογράφων. Περίμενα την απάντηση να τη δώσει ο ελληνικός λαός με τη δική του φωνή. Αλλά δε βαριέσαι, αφού το ξέρουμε ότι τα μάρμαρα μας ανήκουν, τι άλλο θέλουμε; Αφού "πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θάναι…»...
Εγώ πάντως μιά φωνή ακούω να σφυροκοπά ανελέτητα την απάθεια των σημερινών "Ελληνοελλήνων", όλων ημών δηλαδή που είμαστε υπερήφανοι για την ελληνική μας ταυτότητα :
" Όλα καλά και περίκαλα τά' χουμε με την πατρίδα. Με το έθνος, την ιστορία μας, και τους "αρχαίους ημών πρόγονοι".
Μόνο που ξεχάσαμε ένα. Πως εμείς οι νέοι με τους αρχαίους έλληνες έχουμε τόσα κοινά, όσα ο χασαποσφαγέας με τις κορδέλες και η μοδίστρα με τα κριάρια."... .
Ας αφήσουμε λοιπόν τον Λόρδο Βύρωνα να δώσει τη δική του αποστομωτική απάντηση εξ ονόματός μας :
...........
- Άνθρωπε, απ' το κοκκινάδι της ντροπής σε ξέρω, στάσου,
Βρεττανός, πούχε καμάρι πριν η δόξα τ' όνομά σου,
Πριν μπροστά απ' τους ελευθέρους κι' απ' τους δυνατούς, μα ωιμένα
Τώρα για όλους, και στοχάσου πριν από όλους για τα μένα,
Η τιμή σου έχει ξεπέσει, κ' η Παλλάδα, ιδές, προβάλλει
Μέσα στους τρανούς εχθρούς σου μ' έχθρα ακόμα πιό μεγάλη.
Ποιά του μίσους μου η αιτία; κοίτα γύρω σου, τρομάρα
Εδώ μ' όλους τους πολέμους τη φωτιά και την αντάρα
Είδα η κάθε τυραννία να σβη, η μια πίσω απ' την άλλη.
Απ' του Τούρκου κι' απ' του Γότθου το διαγούμισμα γλυτώνω,
Ξάφνω πιο φριχτό κουρσάρο να μου στέλνη η γη που νοιώνω.
Κοίτα το ναό τον άδειο που τον γδύσαν, τα πεσμένα
Μέτρησέ του απομεινάρια, τάχει ο Κέκροπας χτισμένα,
Τάχει ο Περικλής στολίσει, και του Αδριανού το χέρι,
Σαν θλιμμένη η τέχνη σβούσε τ' άλλα εκείνα τάχει φέρει.
Τι χρωστώ, σε ποιόν ακόμα, πες το συ, ω ευγνωμοσύνη,
Όλα τ' άλλα τ' αποσώσαν, ωιμέ, Αλάριχοι κ' Ελγίνοι.
Πούθε του άρπαγα η πατρίδα; για να μάθη ο κόσμος, κάτου
Το βρισμένο τείχος φέρνει το σιχαμερό όνομά του.
Να πώς η Παλλάδα ευγνώμων του Ελγίνου η δόξα κράζει,
Ψηλά τα έργα του και κάτου την υπογραφή του βάζει.
Καμαρώστε τα, τι αξίζουν τιμές ίδιες εδώ πάνου
Στ' όνομα του λόρδου Πίκτου και του Γότθου καπετάνου,
Φτάνει ο ένας με το δίκιο των πολέμων, παλληκάρι,
Ο άλλος γδύνει ό,τι νικήσαν πιο λιγότερο βαρβάροι,
Έτσι οπόταν το λιοντάρι παρατήση το κυνήγι
Που το σπάραξε μονάχο, φτάνει ο λύκος, κι' όταν φύγη
Χορτασμένος, δίχως φόβο να το βρωμερό τσακάλι
Φτάνοντας στερνό να γλύψη κόκκαλα που αφίσαν άλλοι,
Ρουφούν αίμα, σκίζουν σάρκες, μ' αντρειά θεριά λιοντάρια
Μα τα ζούδια μασσουλίζουν πρόστυχα τ' απομεινάρια.
Οι θεοί είναι πάντα δίκιοι και ποτέ δε θα περάση
Ατιμώρητο το κρίμα · δες ο Ελγίνος τι έχει χάσει
Και τί κέρδισε, όνομα άλλο σαν Μυλαίδη λες σιμά του,
Μου λερώνει το βωμό μου πλάγι πλάγι στ' όνομά του,
Ώ! δεν τα φωτίζει η Φοίβη κ' η Παλλάδα ντροπιασμένη
Σάμπως απ' την Αφροδίτη στέκει μισοεκδικημένη.
Η κατάρα μου ας ξεσπάση πρώτα πρώτα, ω συφορά του,
Πα στου κλέφτη το κεφάλι και σ' ακέρια τη γενιά του,
Ποτέ η φλόγα του πνεμμάτου σπίθα μια να μην της δώση,
Κι' ως καθώς τον πρόγονό της να ζη δίχως στάλα γνώση,
Κι' αν ποτέ ένα τέτοιο σπέρμα κάποιο πνέμα το ντροπιάση
Πίστεψε πως είναι νόθο που έξυπνη γενιά έχει πλάσει,
Με τεχνίτες πουλημένους ας μωρολογά κι' ας νοιώνη
Για το μίσος μου της τρέλλας ο έπαινος να τον πλερώνη,
Κι' ας να λεν για χρόνια, αν θέλουν, για του αφέντη τους την κλίση,
Βγενικιά και γεννησίμια, ναι, ν' αρπά για να πουλήση
Και να κάνη, ω κλίση ωραία, σήμειωσε ντροπή τη μέρα,
Την Αγγλία κλεφταποδόχα στα κλεμμένα του εδώ πέρα,
Που ως κι' ο Βεστ, γέρο αρρωστιάρης και γεμάτος κολακεία,
- Πρώτο μουντζουροκοπέλλι μες την έρμη Βρεττανία, -
Το μοντέλο του γυρνώντας με παραλυμένο χέρι,
Θε να μολογά ογδοντάρης πως μπροστά τους γρυ δεν ξέρει ·
Μάσετε απ' τους άγιους Γκίλλους όσα θέτε παλληκάρια
Και τη φύση παραβγάλτε με τ' αρχαία της τέχνης χνάρια ·
Όσο χονδροκτήνη - ω εκείνα τα βλακοθαμάσματά τους -
Βλέπουν χάσκοντας του Λόρδου το πετράδικο μπροστά τους,
Στις κοσμοπλημμύρισμένες πόρτες σαν να μελετούνε ·
Χασομέρηδες κοιτάζουν, στέκουνε και φλυαρούνε,
Πιο κει κόρη χλωμή βλέπει, και στενάζει λες σιμά των
Από πόθο, για τις κόψες των γιγάντιων αγαλμάτων,
Κι αν στην αίθουσα η ματιά της δείχνει νάναι αφηρημένη
Είναι ψέμμα, καλοβλέπει πόδι η ράχη αντρειωμένη,
Και των σημερνών μ' εκείνων κάνοντας τη διαφορά,
Λέγει, "οι Έλληνες, στ' αλήθεια, παλληκάρια μια φορά".
Κι' όσο τα θωρεί μια αγάπη λαχταράει αντρίκια κι' ώρια
Και ζουλεύει τη Λαϊδα για της Αττικής τ' αγόρια.
Πότε σημερνή κοπέλλα τέτοιους εραστές θα πιάση,
Α, δε γίνεται ο σιρ Χάρης με τον Ηρακλή να μοιάση,
Μα στερνός, στο σαστισμένο πλήθος, κάπου σε μιαν άκρη,
Ένας που ήσυχα κοιτάζει βουρκωμένος απ' το δάκρυ,
Μ' άλαλο θυμό και πόνο μια αυτά πούκλεψαν θαυμάζει,
Μια σιχένεται τον κλέφτη σύψυχα κι' ανατριχιάζει,
Ώ! που ζώντας και που σκόνη, δίχως σχώριο να γροικήση,
Ν' ακλουθιέται η αχορτασιά του η ιερόσυλη με μίση,
Και η εκδίκηση, ως τον τάφο και πιο πέρα, τ' όνομά του
Να το κυνηγά, στο πλάγι του μωρόδοξου Ηροστράτου,
Και σε φύλλα λεκιασμένα και γραμμές που καίνε ας γίνη
Ατελείωτα να στράφτουν εμπρηστές ναών κ' Ελγίνοι,
Καταδικασμένοι αιώνια στο ίδιο ανάθεμα κ' οι δυο τους,
Που ίσως στο στερνό θε νάβρης και τον πιο χειρότερό τους,
Έτσι ας στέκουν, να τους βλέπουν τα μελλούμενα τα χρόνια,
Άγαλμα άσειστο, με βάση μοναχή, την καταφρόνια.
Λόρδος Μπάυρον (Mετάφραση Στέφανου Μύρτα)[i]