Το απόσπασμα που παραθέτω είναι από το εξαίρετο βιβλίο "
Οι ροζ ιστορίες της ελληνικής Μυθολογίας" του
Δημήτρη Μπέκου που έχει συγγράψει πάνω από 120 βιβλία διδακτικού περιεχομένου στη Γαλλική γλώσσα, καθώς και μονογραφίες, δοκίμια, ποίηση, κλπ.
Το βιβλίο περιέχει ένθετο CD με 1960 εικόνες από γλυπτά, πίνακες, ψηφιδωτά, αγγειογραφίες, χαρακτικά ... που απαθανατίζουν εικαστικά τους μύθους.
ΔΑΝΑΗ - ΖΕΥΣ. Η ΧΡΥΣΗ ΒΡΟΧΗ Ο βασιλιάς της Αργολίδας Άβας, που σα γιός της Δαναϊδας Υπερμνήστρας και του Λυγκέα, ένωνε το αίμα των αντιπάλων παππούδων του, Δαναού και Αίγυπτου, κληροδότησε το βασίλειό του στους δίδυμους γιούς του, τον Προίτο και τον Ακρίσιο κι όρισε να βασιλεύουν εκ περιτροπής.
Διηγούνται ότι τα δίδυμα, κληρονομώντας το αμοιβαίο μίσος των προπαππούδων τους, άρχισαν να φιλονικούν απ' την κοιλιά ακόμα της μάνας τους, της Αγλαϊας. Η διένεξη κορυφώθηκε όταν ο Προίτος αποπλάνησε τη μοναχοκόρη του αδελφού του Ακρίσιου, τη Δανάη, πράγμα που παρ' ολίγο να του στοιχίσει τη ζωή κι αναγκάστηκε να καταφύγει στη Λυκία, όπου παντρεύτηκε την κόρη του Ιοβάτη, Σβενεβοία ή Άντεια, (που έγινε γνωστή για τον έρωτά της για τον Βελλερεφόντη κι απόκτησε τρεις θυγατέρες.
Ήταν πανέμορφη η Δανάη (που απ' τη μητέρα της Ευρυδίκη ήταν εξάδελφη του Υάκινθου και δισέγγονη της Πλειάδας Ταϋγέτης. Αυτό όμως δεν παρηγορούσε τον πατέρα της Ακρίσιο, που ήθελε να έχει γιό. Ζήτησε λοιπόν χρησμό απ' το Μαντείο αν θ' αποκτούσε αρσενικά παιδιά κι ο Θεός του απάντησε πως όχι μόνο δεν θ' αποκτήσει γιό, μα τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα. Θα έβρισκε το θάνατο απ' τα χέρια του εγγονού του. Τρόμαξε πολύ ο Ακρίσιος, μα δεν τόλμησε να σκοτώσει την κόρη του, όπως ήταν η πρώτη του σκέψη, γιατί οι Θεοί τιμωρούν σκληρά εκείνους που χύνουν συγγενικό αίμα.
Για ν' αποτρέψει τη μοίρα, έκλεισε τη Δανάη σε υπόγεια μπρούντζινη φυλακή κι έβαλε άγριους σκύλους φύλακες να τη φυλάνε. Μόνο στην οροφή υπήρχε ένας μικρός φεγγίτης απ' όπου η κόρη έβλεπε ένα κομμάτι ουρανό. Απ' αυτόν το φεγγίτη την είδε κι ο Παντεπόπτης Δίας και την ορέχτηκε. Μιά μέρα, εκεί που η κόρη κοιτούσε ένα σύννεφο που περνούσε πάνω απ' το κεφάλι της, συνέβη κάτι μυστηριώδες. Χρυσή βροχή άρχισε να πέφτει απ' την οροφή στους κόλπους της Δανάης και σαν ο χρόνος κυκλογύρισε η ανθόκορμη κόρη έφερε στον κόσμο ένα γιό, τον Περσέα.
To μυστικό της γέννησης κρατήθηκε για μήνες, ώσπου μια μέρα ο Ακρίσιος άκουσε τις φωνές του παιδιού. Ρωτά τη θυγατέρα του ποιός είναι ο πατέρας του παιδιού κι αυτή του απαντάει ότι είναι παιδί του Δία. Ο Ακρίσιος δεν την πίστεψε, άλλωστε η ζωή αυτού του παιδιού αποτελούσε άμεσο κίνδυνο για τη δική του τη ζωή. Σκότωσε λοιπόν την παραμάνα της Δανάης σα συνεργό, μα δεν τόλμησε να σκοτώσει το μικρό Περσέα, για τον ίδιο λόγο που συγκρατήθηκε και δεν αφαίρεσε τη ζωή της θυγατέρας του. Σκέφθηκε όμως τρόπο ώστε να βάλει και τους δυο στο δρόμο ενός σίγουρου θανάτου. Έκλεισε μάνα και γιό σ' ένα μεγάλο σεντούκι, τό' ριξε στην πολυκύμαντη θάλασσα και τ' άφησε να το παρασύρουν τα ρεύματα κι οι άνεμοι.
Μέσα σ' αυτό το παράξενο πλοίο, η άμοιρη Δανάη, σφιχταγκαλιάζοντας το σπλάχνο της, προσπαθούσε, κλαίγοντας, να τ' αποκοιμίσει. Τα κύματα κι οι αέρηδες παράσυραν την κιβωτό και την ξέβρασαν στις ακτές της Σερίφου. Μα ενώ γλίτωσαν απ' τη μανία της θάλασσας, δεν είχαν τρόπο να βγουν απ' το μπαούλο.
Η Μοίρα ή ο Δίας, έστειλε έναν ψαρά, τον Δίκτυ, που καταγόταν απ' το Ναύπλιο, το γιό της Αμυμώνης κι ήταν αδελφός του άρχοντα του νησιού Πολυδέκτη. Αυτός απελευθέρωσε τους έγκλειστους του σεντουκιού και για πολλά χρόνια ο καλός ψαράς περιποιήθηκε, μαζί με τη γυναίκα του, το μικρό Περσέα και τη μητέρα του, ως τη στιγμή που ο σκληρός Πολυδέκτης ορέχτηκε την ομορφόζωνη Δανάη. Μα για να καταφέρει το σκοπό του έπρεπε να βγάλει απ΄τη μέση τον Περσέα που είχε γίνει πιά παλικάρι. Καμώθηκε λοιπόν πως συγκεντρώνει άλογα γιατί ήθελε, τάχα, να ζητήσει σε γάμο την Ιπποδάμεια, την πεντάμορφη κόρη του Οινόμαου, για την οποία μιλούσε όλος ο κόσμος. Ο Περσέας, που δεν είχε άλογα, προσφέρθηκε να του φέρει οτιδήποτε άλλο χρειαζόταν κι ο πονηρός Πολυδέκτης, εκμεταλλευόμενος την προσφορά, του ζήτησε να του φέρει το κεφάλι της Μέδουσας, που ήταν θεία της Χίμαιρας, του τρομερού τέρατος που σκότωσε ο Βελλεροφόντης. Πίστεψε πως έτσι τον στέλνει σε βέβαιο θάνατο.
Η Αθηνά όμως που ήταν θυμωμένη από τότε που η Γοργόνα η Μέδουσα ερωτόσμιξε σ' έναν απ' τους ναούς της με τον Ποσειδώνα, εξόπλισε, με τη βοήθεια του Ερμή, κατάλληλα τον Περσέα και του έδωσαν κι οι δυό τους οδηγίες πώς θα κατορθώσει το ακατόρθωτο. Τελικά, ο Περσέας κίνησε να βρει τη Μέδουσα, την ερωμένη του Ποσειδώνα, εφοδιασμένος με τη μπρούτζινη ασπίδα της Αθηνάς, το ατσάλινο σπαθί του Ερμή, ένα ζευγάρι φτερωτά σανδάλια, ένα δερμάτινο μαγικό σακί, την "κίβισι" (που θα του επέτρεπε να μεταφέρει το τρομερό κεφάλι της Μέδουσας, που όποιος το κοίταζε μαρμάρωνε) και τέλος την περικεφαλαία του Άδη, που' κανε αόρατο όποιον τη φορούσε. Μα για το πώς ο ήρωας κατόρθωσε να γυρίσει ζωντανός και με γυναίκα, είναι μια ιστορία που θα τη διηγηθούμε όταν μιλήσουμε για τον Περσέα και την Ανδρομέδα.
Σαν επέστρεψε ο Περσέας με το κεφάλι της Μέδουσας στο σάκο (μια ιστορία που θ' ακούσουμε αργότερα) κι έχοντας μαζί του την Ανδρομέδα, βρήκε τη Δανάη και τον Δίκτυ να έχουν καταφύγει ικέτες στο ναό απειλούμενοι απ' τη συμπεριφορά του Πολυδέκτη, που ήθελε με τη βία να κάνει δική του τη Δανάη. Αποφασισμένος να βάλει τέλος στην όλη κατάσταση, κατευθύνεται ο Περσέας στο ανάκτορο του Πολυδέκτη, όπου ο τύραννος γλεντοκοπούσε με τους συντρόφους του και τους έδειξε το κεφάλι της Μέδουσας. Όταν αυτοί το κοίταξαν, απολιθώθηκαν σ' όποια στάση βρισκόταν ο καθένας τους εκείνη τη στιγμή. Αφού έκανε το Δίκτυ βασιλιά του νησιού, επέστρεψε τα σανδάλια, την περικεφαλαία και την κίβισι στον Ερμή κι έδωσε το κεφάλι της Μέδουσας στην Αθηνά που το στερέωσε στην ασπίδα της, ο Περσέας με τη μητέρα του και την Ανδρομέδα κίνησαν για τη γενέτειρα, το Άργος, για να δουν αν η καρδιά του Ακρίσιου είχε μαλακώσει.
Σαν έμαθε ο Ακρίσιος ότι πλησίαζαν, φοβούμενος το χρησμό, εγκατέλειψε το Άργος και πήγε στη χώρα των Πελασγών, τη Θεσσαλία. Μετά από λίγο, ο Τευταμίδας, βασιλιάς των Λαρισσαίων, οργάνωσε αγώνες προς τιμήν του νεκρού πατέρα του. Μόλις τό' μαθε ο Περσέας αποφάσισε να ταξιδέψει ως εκεί για να πάρει μέρος. Καθώς όμως έριχνε το δίσκο, ο δίσκος του ξέφυγε, έπεσε ανάμεσα στους θεατές και κτύπησε θανάσιμα έναν απ' αυτούς. Ο χρησμός του Απόλλωνα επαληθεύθηκε γι' άλλη μια φορά, γιατί ο σκοτωμένος θεατής ήταν ο παππούς του, ο Ακρίσιος. Έθαψε ο Περσέας τον παππού του έξω απ' την πόλη και μην τολμώντας να διεκδικήσει την κληρονομιά εκείνου που πέθανε εξ αιτίας του, πήγε στην Τίρυνθα κι αντάλλαξε το βασίλειό του με 'κείνο του Μεγαπένθη, του γιού του Προίτου. Έτσι ο Περσέας έγινε βασιλιάς της Τίρυνθας. Έπειτα οχύρωσε την Μιδέα κι ίδρυσε τις Μυκήνες. Λένε ότι τα τείχη αυτών των δύο πόλεων τα έχτισαν οι Κύκλωπες, όπως παλιότερα είχαν κτίσει τα τείχη της Τίρυνθας οι επτά Κύκλωπες, οι "Γαστερόχειρες", που συνόδευαν τον Προίτο κατά την επιστροφή του απ' την Λυκία.
Και λίγα λόγια για το συγγραφέα :
Ο
Δημήτρης Μπέκος γεννήθηκε το 1950 στη Συκιά Φωκίδος και μεγάλωσε στην Αθήνα.
Σπούδασε 'Langue et Litterature Francaises' στο Πανεπιστήμιο της Rennes
και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Φιλοσοφία, με εξειδίκευση στις
'Ph. Sciences et Τheories des formes de l' Education'
στο Πανεπιστήμιο του Strasbourg.
Έχει παρακολουθήσει σε διάφορα Πανεπιστήμια κύκλους σπουδών που αφορούν
στη Λογοτεχνία (συγκριτική λογοτεχνία, κριτική λογοτεχνίας), στη
Λαογραφία (μυθολογία των λαών της λεκάνης της Μεσογείου, Ελληνικό
δημοτικό τραγούδι), στη Φιλοσοφία (αρχαία ελληνική φιλοσοφία), στην
Ψυχολογία - Κοινωνιολογία (συμπεριφορισμό, ψυχοκριτική), έχει εκπονήσει
αρκετές μελέτες και δίνει σειρά διαλέξεων.
Υπηρέτησε επί σειρά ετών στην Εκπαίδευση και στο Δημόσιο, σαν έφορος
βιβλιοθηκών και πινακοθηκών.
Το 1975 εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο (έχουν εκδοθεί περισσότερα από 120
βιβλία του στη γαλλική, υπογράφοντας Becos), και από τότε ασχολείται
συνεχώς με τη συγγραφή και την έρευνα.