Το παρακάτω απόσπασμα είναι από τα Ελληνικά, Ποίηση και Ζωή , σελίδες 61-62
Γιά όσους, καθώς εγώ, δεν τους απασχολεί το ερώτημα γιατί ο Δημήτρης Λιαντίνης "ανεβάζει σε τέτοια περίοπτη θέση" αυτόν τον "μέθυσο γραφιά", τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Οι υπόλοιποι ας μείνουν με τις απορίες τους.
....
Το τέταρτο δείγμα μου είναι η περίπτωση η άριστη στα πεζά μας γράμματα. Ο Παπαδιαμάντης. Τι λογής είναι το έργο του Παπαδιαμάντη. Δεν είναι έργο της πολιτικής. Δε μιλάει για τη ζωή των ανθρώπων.
Aπό τη μία άκρη του νησιού του στην άλλη, κι από την πέρα στεριά ως πέρα από τις θάλασσες της Ελλάδας τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη μιλούν για τους ανθρώπους. Το έργο του είναι ποίηση πολιτική με την έννοια ότι όλοι οι άνθρωποι είναι πολίτες, και ζουν τη ζωή τους μέσα στις πόλεις της πολιτείας.
Λέμε ποίηση πολιτική όπως λέμε γυναίκα πολιτική. Και με το τελευταίο εννοούμε την πόρνη, τη μοιχαλίδα, την άπιστη. Σαν την Ελένη της Σπάρτης. Που όμως η Ελένη της Σπάρτης ήταν ταυτόχρονα η πιο αγνή και η πιο ακήρατη ανάμεσα στις γυναίκες του καιρού της και των άλλων καιρών.
Και όπως λέμε στίχος πολιτικός, και εννοούμε το δεκαπεντασύλλαβο. Το βασιλικό στίχο του δημοτικού τραγουδιού μας.
Έτσι που ο Παπαδιαμάντης μιλά για τη ζωή, έτσι ο γεωργός οργώνει τη γη. Και ο αγωγιάτης γκιζερά στους δρόμους. Και ο βοσκός βόσκει τα βοσκήματα στη βοσκή.
Ποιός ημπορεί να σταθεί και να του βγει, για να περιγράψει καλύτερα τα έξω και τα μέσα μας!
Ο Παπαδιαμάντης ζωγραφίζει το αόρατο. Κινηματογραφεί τον άνεμο. Βάζει τη σιωπή και χορεύει. Και φανερώνει στα αλλόκοτα μάτια μας ορατή την κίνηση του νεαρού δέντρου, πώς μεγαλώνει.
Η γλώσσα του σωφυλλιάζει με τον ήχο της σταλαματιάς, και με το διάνεμα των φύλλων της λεύκας. Τον κοιτάμε να φωτίζει απλά τις έγνοιες και τον καημό του καθημερινού ανθρώπου, και νιώθουμε να μας λογχίζουν τα κοντάρια το φως, όταν ορμάει η μέρα το πρωί και κυριεύει τους λόφους.
Όλα τα φέρνει και όλα τα παίρνει το κυμάτισμα της φωνής του :
Tη λίγη ελπίδα των ανθρώπων και την πολλή απαντοχή τους. Το πέρασμά μας από τη ζωή το βιαστικό. Και το φευγιό μας για πάντα. Τις χαρές απλές και τις λύπες αμεμψίμοιρες. Ο ασβέστης του ψέλνει, οι θάλασσες ανεβαίνουν, το κυπαρίσσι του φυλάει σκοπιά το νούμερο δύο με τέσσερες.
Είναι το ξόμπλι του ένα δίχτυ ησυχίας, που μέσα του πέφτουν και χωνεύουν καλόβολα όλα τα έργα του θεού και των ανθρώπων.
Όμβροι, ανεμοζάλη, η άνοιξη των σπάρτων. Η θροή του καλαμιώνα, οι απορρώγες βράχοι, η δρόσος Αερμών. Τα δέντρα, οι πόες, τα πουλιά, οι αιγιαλοί, οι ορίζοντες. Η ανυμέναιη κόρη που έμεινε, τα ράσα του καλού ιερέα, του παπα-Αδαμάντιου, η ξενιτειά, τα καράβια και τα κάρβουνα. Και ακόμη η στολή η χιονόλευκη του μπάρμπα-Γιαννιού του Έρωτα παραμονή Χριστούγεννα.
Ο Παπαδιαμάντης μιλά για τον άνθρωπο, ακόμη κι όταν φαίνεται πως δε μιλά για τον άνθρωπο.
Σ' ένα διήγημά του, από τον κορμό κάποιου δεσπόζοντα δρυ και βασιλικού, αναδύεται το στυλό ανάστημα μιας νύφης-δρυάδας. Τα εξαίσια λυγίσματα εκείνου του θηλυκού είναι ο δαίμονας-πειρασμός των αγίων. Οι στάλες της δροσιάς που στάζει το σώμα της γίνουνται αναμμένα κάρβουνα που πέφτουν και καίνε την ερωτική πενία και το ποθοπλάνταγμα σε όλους τους σεβνταλήδες. Και τέτοιος σαρκώθηκε ο οξύς ερωτισμός στη φαντασία του Παπαδιαμάντη και στα όνειρά του.
Το ποίημά του Όνειρο στο κύμα είναι το στέμμα της ερωτικής ποίησης ολόκληρης της νέας λογοτεχνίας μας.
Μέσα στον άνθρωπο συρρέει και διαλύεται όλος ο φυσιολόγος και ο παγανιστής Παπαδιαμάντης. Με τον ίδιο τρόπο που ο Καύκασος σαν όρος συναθροίζεται ολόκληρος στη στιγμή του Προμηθέα, παρόμοια το ποιητικό σώμα του Παπαδιαμάντη εκκεντρώνεται σε δυό γραμμές που ορθώνουν τον αιώνιο άνθρωπο και το πικρό φυσικό του:
Σα νά' χαν κάποτε σωσμό
τα βάσανα στον κόσμο.
Αυτό το δίστιχο είναι το δαχτυλικό αποτύπωμα που άφηκε σήμανση το δάχτυλο του Παπαδιαμάντη στο μάγμα του χρόνου. Ειδωμένο με το βλέμμα που του πρέπει μοιάζει να καταγγέλνει όλα τα εγκλήματα του θεού. Γιατί ο θεός έπλασε τον άνθρωπο πολύ κακοτράχαλο. Ίσως γιατί δεν μπορούσε να κάμει και αλλιώτικα, όπως είπε ο Αϊνστάιν.
Αχ! κυρ-Αλέξανδρε. Φαρμάκι το κρασάκι σου. Ίδιο εκείνο το ξύδι που δοκίμασες, πρωί και εκδρομή, στο ταβερνάκι του Κοκκιναρά. Κι απέ, σηκώθηκες, αμίλητος, έφυγες και άφηκες σύξυλους τους καλεστάδες σου. Καθώς ξεμάκραινες, καβάλα στο γαϊδουράκι του αγωγιάτη, ήσουν πολύ θλιμμένος. Ίδιος ένας μεγαλοπαρασκευϊάτικος Χριστός.