Ο Λιαντίνης για την αθανασία του Ανδρέα Κάλβου
(Από ανέκδοτο έργο του Δ. Λιαντίνη)
Ο Κάλβος για να πενθήσει την ποίηση, είπε και βάψανε στα θλιφτικά όλα τα πράματα του σπιτιού του. Το πανωφόρι, τις πουκαμίσες, τα ποδήματα, τα προσόψια, τις κούπες και τα ποτηράκια του. Όλα μαύρα.
Αχ! Είναι μεγάλος ποιητής ο Ανδρέας Κάλβος. Και το μόνο που δεν ήθελε, μόνο αυτό έπαθε. Να πεθάνει και να τον θάψουνε στην ξένη γης. Στην ξένη γη τα οστά του, και στη λησμονιά τα τραγούδια του. Διπλός καημός.
Ωστόσο χάρη στον Παλαμά και στο Σεφέρη, χάρη στην αληθινή του αξία σωστότερα, ο Κάλβος σήμερα κοιμάται στη Ζάκυνθο, και οι Ωδές του στη μνήμη μας. Οι στίχοι του
είναι γλυκύς ο θάνατος
μόνον όταν κοιμόμαστε
εις την πατρίδα
λαβαίνουν το αληθινό τους νόημα, όταν περιβληθούν με το φωτοστέφανο της επιβίωσης του ποιητή στην ανθρώπινη μνήμη:
είναι γλυκύς ο θάνατος
μόνον όταν κοιμόμαστε
και μας θυμούνται.
Πατρίδα είναι η μνήμη και μνήμη είναι η αθανασία.
Ο βαθύτερος καημός κάθε ποιητή είναι να κοιμηθεί σ’ αυτή την άλλη πατρίδα, που υπονοεί ο Κάλβος.